Οταν μεγαλώσαμε και είχαμε την επιλογή να τρώμε ό,τι θέλουμε, βγάλαμε τελείως από τη διατροφή μας το γάλα ή τα γαλακτοκομικά γιατί πολύ απλά δεν μας ταίριαζαν.Οι άνθρωποι είμαστε το μοναδικό είδος που συνεχίζουμε να πίνουμε γάλα αφού σταματήσουμε να θηλάζουμε και ξεπεράσουμε τη νηπιακή ηλικία. Μάλιστα, δεν πίνουμε γάλα από το δικό μας είδος, αλλά από κάποιο άλλο θηλαστικό ζώο (αγελάδα, κατσίκα κ.λπ.). Παρ’ όλα αυτά, καθώς το γάλα είναι κομμάτι της διατροφής μας εδώ και τόσο πολλά χρόνια, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε εξελιχθεί γενετικά ώστε να το ανεχόμαστε. Κάποιοι άλλοι όμως βρίσκουμε ότι το γάλα και τα γαλακτοκομικά γενικότερα μας προκαλούν κοιλιακή αναστάτωση, διάρροιες, φουσκώματα, μας ανακατεύουν, ερεθίζουν το έντερό μας κ.ά. και έτσι προσπαθούμε να τα αποφεύγουμε. Ας μάθουμε γιατί μας συμβαίνει αυτό και τι μπορούμε να κάνουμε.
Δυσανεξία στη λακτόζη: Περί τίνος πρόκειται
Η δυσκολία που πιθανώς έχουμε να χωνέψουμε τα γαλακτοκομικά σε συνδυασμό με τα δυσάρεστα συμπτώματα που μας προκαλούν ονομάζεται δυσανεξία στη λακτόζη. Η δυσανεξία στη λακτόζη περιγράφει αυτό που θα λέγαμε απλοϊκά ότι το γάλα μάς «πέφτει βαρύ», αλλά δεν μας αφορά όλους στον ίδιο βαθμό, με αποτέλεσμα κάποιοι από εμάς να μην μπορούμε να φάμε καθόλου γαλακτοκομικά και άλλοι να ενοχλούμαστε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μετά την κατανάλωσή τους, ανάλογα με την προσωπική μας ευαισθησία. Από τι εξαρτάται αυτό; Για τη διάσπαση της λακτόζης, του βασικού σακχάρου των γαλακτοκομικών, είναι απαραίτητο το ένζυμο λακτάση, του οποίου πολύ συχνά παρουσιάζεται έλλειψη στον οργανισμό. Ετσι, όταν η λακτάση δεν είναι αρκετή και η λακτόζη δεν διασπάται επαρκώς, ώστε να απορροφηθεί στο λεπτό έντερο περνώντας στο παχύ έντερο, προκαλούνται δυσάρεστα συμπτώματα (διάρροιες, φουσκώματα, πόνος στην κοιλιά, ναυτία κ.ά.). Η έλλειψη της λακτάσης έχει να κάνει με τη γενετική μας προδιάθεση. Ετσι, είναι πολύ πιο συνηθισμένη στους λαούς της Αφρικής, με ποσοστό από 75% ως και 100% και πιο σπάνια στη Βόρεια Ευρώπη και στην Αμερική. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι το 60% του πληθυσμού έχει ως έναν βαθμό έλλειψη, άλλοι μεγαλύτερη και άλλοι μικρότερη. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι από εμάς θα παρουσιάσουμε συμπτώματα σε μισή με 2 ώρες αφού πιούμε ένα λίτρο γάλα, ενώ άλλοι θα νιώσουμε δυσάρεστα ύστερα από ένα ποτήρι ή και λιγότερο.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι το γάλα – και μάλιστα το ελαφρύ, αυτό που έχει μειωμένα λιπαρά δηλαδή – έχει την περισσότερη λακτόζη από όλα τα γαλακτοκομικά και έτσι είναι σκόπιμο, όταν έχουμε μια μικρή ή μέτρια δυσανεξία, να προτιμάμε γιαούρτι ή τυρί αντί για γάλα, ώστε να μην εμφανίζουμε δυσάρεστα συμπτώματα. Δύο ακόμα καλές συμβουλές για να ανεχόμαστε καλύτερα τα γαλακτοκομικά είναι να τα καταναλώνουμε σε συνδυασμό με άλλες τροφές (στο πλαίσιο ενός γεύματος δηλαδή) και να πίνουμε το γάλα χλιαρό και όχι κρύο, που είναι πιθανό να μας πειράξει ακόμα πιο πολύ.
Για όσους έχουν μεγάλη ευαισθησία
Στο εμπόριο κυκλοφορούν γαλακτοκομικά προϊόντα με μειωμένη λακτόζη για όσους έχουν μεγάλη ευαισθησία και δεν μπορούν να ανεχτούν εύκολα τα γαλακτοκομικά. Επίσης, υπάρχουν χάπια λακτάσης που τα παίρνουμε μαζί με τα γαλακτοκομικά προϊόντα ή τα ρίχνουμε και τα διαλύουμε στο γάλα, ώστε να χωνέψουμε ευκολότερα αυτά τα τρόφιμα. Θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας επίσης, όμως, ότι λακτόζη δεν περιέχουν μόνο τα γαλακτοκομικά προϊόντα, αλλά και άλλα έτοιμα και συσκευασμένα τρόφιμα, όπως δημητριακά πρωινού, τραχανάς, μείγματα έτοιμης ζύμης, ψωμί, στιγμιαίες σούπες, πουρές, σάλτσες κ.ά. αλλά και φάρμακα. Βέβαια, όλα αυτά ενοχλούν μόνο όσους έχουν πολύ σοβαρή δυσανεξία και γι’ αυτό θα πρέπει να διαβάζουν προσεκτικά τις ετικέτες των τροφίμων και το φύλλο οδηγιών των φαρμάκων και – αν είναι απαραίτητο – να συμβουλεύονται τον γιατρό τους σε σχέση με τα φάρμακα που παίρνουν. Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Χάρη Δημοσθενόπουλο, MMedSci.PhDc, κλινικό διαιτολόγο, προϊστάμενο Διαιτολογικού Τμήματος ΓΝΑ Λαϊκό, μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας (www.dimosthenopoulos.gr).