Η ενσυναίσθηση και η μείωση του κοινωνικού στρες είναι μάλιστα μεγαλύτερη, όταν αυτή η άσκηση γίνεται όχι ατομικά και μοναχικά, αλλά με διαπροσωπική επικοινωνία και σε συνεργασία με άλλους, εστιάζει δηλαδή στο «εμείς» και όχι στο «εγώ».Δύο νέες μελέτες γερμανών και ελλήνων επιστημόνων αναδεικνύουν μία μάλλον παραγνωρισμένη όψη της νοητικής άσκησης και του διαλογισμού: όπως διαφορετικές σωματικές ασκήσεις γυμνάζουν διαφορετικούς μυς και μέρη του σώματος, έτσι και στην περίπτωση του νου οι βελτιώσεις δεν είναι ίδιες με όλες τις ασκήσεις. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρ Σόφι Βαλκ και δρ Βερόνικα Έγκερτ του Τμήματος Κοινωνικής Νευροεπιστήμης του Ινστιτούτου Ανθρωπίνων Γνωσιακών και Εγκεφαλικών Επιστημών Μαξ Πλανκ της Λειψίας, που έκαναν τις σχετικές δημοσιεύσεις στο περιοδικό “Science Advances”, παρουσίασαν τα ευρήματα του προγράμματος ReSource Project διάρκειας εννέα μηνών.Στην έρευνα συμμετείχαν, από ελληνικής πλευράς, ο καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Χρούσος και ο δρ Ιωάννης Παπασωτηρίου, επικεφαλής του Βιοχημικού Τμήματος του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία».Οι ερευνητές μελέτησαν τρεις ομάδες άνω των 300 εθελοντών 20 έως 55 ετών, οι οποίοι ασκούνταν επί 30 λεπτά τη μέρα, με βάση τρία προγράμματα ψυχονοητικής άσκησης, με διαφορετική εστίαση το καθένα (κάθε επιμέρους πρόγραμμα διήρκεσε τρεις μήνες):
– Το πρώτο χρησιμοποίησε κλασικές ατομικές διαλογιστικές τεχνικές αυτεπίγνωσης: εστίαση στην αναπνοή, στις αισθήσεις του σώματος και σε οπτικά ή ακουστικά ερεθίσματα από το περιβάλλον.
– Στο δεύτερο πρόγραμμα όπου συμμετείχαν διαλογιστικές δυάδες εθελοντών, οι ερευνητές εστίασαν στην ανταλλαγή συναισθημάτων συμπόνιας, ευγνωμοσύνης κ.α.
– Στο τρίτο οι ίδιες δυάδες εξάσκησαν τη νοητική ταύτισή τους με έναν άλλο άνθρωπο ή με επιμέρους όψεις της δικής τους προσωπικότητάς (η «ανήσυχη μητέρα», το «περίεργο παιδί», ο «εσωτερικός κριτής» κ.α.), έτσι ώστε να κατανοήσουν καλύτερα, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, τον δικό τους εσωτερικό κόσμο και των άλλων.Η εξέταση του εγκεφάλου των συμμετεχόντων με μαγνητική απεικόνιση, η διενέργεια ψυχολογικών-συμπεριφορικών-ψυχοκοινωνικών τεστ και οι βιοχημικές εξετάσεις που έγιναν πριν και μετά το πρόγραμμα, έδειξαν ότι υπήρξαν δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο, όπως αύξηση στο πάχος του προμετωπιαίου φλοιού για όσους είχαν ασκηθεί στην ατομική αυτεπίγνωση.Ακόμη, υπήρξε αυξημένη ικανότητα αντοχής στο κοινωνικό και ψυχολογικό στρες, όπως φάνηκε από τη μείωση της ορμόνης του στρες κορτιζόλης στο αίμα (έως 51%). Η μείωση αυτή παρατηρήθηκε κυρίως σε όσους έκαναν νοητικές διαλογιστικές ασκήσεις μαζί με άλλους και όχι μόνοι τους.Επίσης, οι συμμετέχοντες είχαν πλέον καλύτερες επιδόσεις στην προσοχή, καθώς επίσης στην ενσυναίσθηση και στη συμπόνια προς τους άλλους. Αντίθετα με άλλες μελέτες, δεν διαπιστώθηκε κάποια βελτίωση στους δείκτες του ανοσοποιητικού συστήματός τους. Οι αλλαγές στον εγκέφαλο, στο νου και στην ψυχή διέφεραν ανάλογα με την εστίαση των τριών διαφορετικών μεθόδων ψυχονοητικής άσκησης. Αλλά σε κάθε περίπτωση, και οι τρεις τεχνικές επιβεβαίωσαν τη νευρωνική πλαστικότητα του εγκεφάλου (ιδίως του λεγόμενου «κοινωνικού εγκεφάλου») και την προσαρμοστικότητα του νου (της λεγόμενης «κοινωνικής νοημοσύνης»).Ολοένα περισσότερες έρευνες δείχνουν τα πολλαπλά οφέλη του διαλογισμού για την ψυχική και σωματική υγεία των ανθρώπων και γι’ αυτό συνεχώς αυξάνεται το σχετικό ενδιαφέρον των επιστημόνων. Το νέο ερευνητικό πρόγραμμα εστίασε σε ανθρώπους που δεν είχαν καθόλου εμπειρία διαλογισμού, αλλά κλήθηκαν να εφαρμόσουν μια ποικιλία τέτοιων ψυχονοητικών τεχνικών.Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα ευρήματά τους δικαιολογούν την ανάπτυξη και εφαρμογή τέτοιων ψυχονοητικών τεχνικών σε κλινικό, εκπαιδευτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον με στόχο τη βελτίωση των ασθενών, των μαθητών και των εργαζομένων σε πολλαπλά επίπεδα: αποδοτικότητα, μειωμένο στρες, αυξημένη ευαισθησία απέναντι στους συνανθρώπους, καλύτερη ομαδική συνεργασία, μεγαλύτερη δυνατότητα επίλυσης συγκρούσεων κ.α.