Μια νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ υποστηρίζει ότι εγκαταλείποντας τη συνηθισμένη «σύμβαση» αναφορικά με τη θερμοκρασία στο χώρο που θεωρείται άνετη και ευχάριστη –αυτή των 20-21 βαθμών Κελσίου – θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των επιπέδων της παχυσαρκίας και του διαβήτη καθώς τόσο το πιο κρύο αλλά και το πιο ζεστό περιβάλλον οδηγούν σε αύξηση του μεταβολικού ρυθμού.
Μερικές εβδομάδες εργασίας σε ένα λίγο πιο κρύο χώρο γραφείου λόγου χάρη, θα μπορούσαν να έχουν ευεργετική επίδραση στο διαβήτη συγκρίσιμη με το καλύτερο διαθέσιμο φάρμακο και τεχνικές ασκήσεων εξηγούν οι ερευνητές.
Επισημαίνουν δε ότι στο πέρασμα των χρόνων έχει σημειωθεί μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας εσωτερικού χώρου που θεωρείται «άνετη» κατά τη διάρκεια του χειμώνα καθώς και μια μείωσή της αντίστοιχης θερμοκρασίας που χαρακτηρίζεται άνετη το καλοκαίρι. Για παράδειγμα μια ολλανδική εφημερίδα του 1872 αναφέρει ότι μια άνετη θερμοκρασία δωματίου κυμαίνεται μεταξύ 13-15 βαθμών Κελσίου.
Ο επικεφαλής ερευνητής καθηγητής Wouter van Marken Lichtebelt από το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ επισημαίνει ότι στο παρελθόν κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι οι σταθερές θερμοκρασίες εσωτερικού χώρου είναι ικανοποιητικές όσον αφορά την άνεση και την υγεία των περισσότερων ανθρώπων. «Όμως αυτή η έρευνα υποδηλώνει ότι το ήπιο κρύο και οι μεταβαλλόμενες θερμοκρασίες μπορούν να επιδράσουν θετικά στην υγεία μας και ταυτόχρονα μπορεί να γίνουν αποδεκτές ακόμη και ευχάριστες» εξηγεί ο καθηγητής.
Στην έρευνα που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Building Research & Information αναφέρεται ότι «η έννοια της άνεσης και της υγείας μπορεί να σχετίζονται αλλά δεν είναι συνώνυμες.»