Η ντοπαμίνη, η ορμόνη της ευχαρίστησης και της ευφορίας, φαίνεται να παίζει ρόλο στην ανάπτυξη ενός υγιούς δεσμού ανάμεσα στη μητέρα και το μωρό της, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
Η εν λόγω ορμόνη μπορεί να παρακινεί τις μητέρες να κάνουν περισσότερα για τα παιδιά τους επειδή τις κάνει να αισθάνονται καλύτερα, δήλωσαν οι ερευνητές. Μάλιστα, αυτό φαίνεται να μη σταματά καθώς τα μωρά μεγαλώνουν.
«Είναι πολύ πιθανό οι διεργασίες αυτές που παρατηρήσαμε να συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των μητέρων καθώς τα παιδιά τους μεγαλώνουν», δήλωσε η συμπράττουσα συγγραφέας της μελέτης κ. Lisa Feldman Barrett, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο NortheasternUniversity της Βοστόνης.
Παλαιότερη έρευνα είχε συσχετίσει την ανάπτυξη δεσμού μεταξύ μητέρας και παιδιού με την ωκυτοκίνη.
Σε αυτήν τη μελέτη οι επιστήμονες ήθελαν να μάθουν περισσότερα για το τι είναι αυτό που λειτουργεί ως κίνητρο ώστε οι μητέρες να φροντίζουν τα μωρά τους.
«Τα νεογέννητα είναι τελείως ανήμπορα και έχουν ανάγκη από τη στήριξη των γονιών τους για να επιβιώσουν. Μια μητέρα πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται αν το μωρό της είναι πεινασμένο, κουρασμένο, αν νιώθει μοναξιά ή αισθάνεται άβολα, προκειμένου να μπορεί να προσφέρει την κατάλληλη φροντίδα. Γι’ αυτό, οι μητέρες πρέπει να έχουν υψηλό κίνητρο για να φροντίζουν τα μωρά τους», τόνισε η κ. Barrett.
«Προηγούμενη έρευνα σε τρωκτικά είχε δείξει ότι η χημική εγκεφαλική ουσία ντοπαμίνη είναι το ‟κλειδί” για το συναισθηματικό δέσιμο της μητέρας με το μωρό της. Όμως το βιοχημικό υπόβαθρο του δεσμού μητέρας-μωρού στους ανθρώπους ήταν ακόμα ένας ανεξιχνίαστος γρίφος», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης ShirAtzil, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Massachusetts General Hospital της Βοστόνης.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές εξασφάλισαν τη συμμετοχή 19 μητέρων ηλικίας 21 έως 42 ετών και των μωρών τους ηλικίας 4 μηνών έως 2 ετών. Οι επιστήμονες μαγνητοσκόπησαν τις μητέρες κατά την αλληλεπίδρασή τους με τα μωρά τους προκειμένου να μελετήσουν το πώς τα πήγαιναν μαζί τους. Στη συνέχεια υπέβαλαν τις μητέρες σε εγκεφαλική τομογραφία καθώς παρακολουθούσαν σε βίντεο τα μωρά τους ή άλλα μωρά. Το αποτέλεσμα έδειξε ότι οι εγκέφαλοι των μητέρων εξέκριναν περισσότερη ντοπαμίνη στη θέα των δικών τους μωρών.
«Παρατηρώντας τα βίντεο διαπιστώσαμε ότι οι μητέρες που εξέκριναν περισσότερη ντοπαμίνη ήταν πιο πιθανό να παρέχουν την καλύτερη δυνατή φροντίδα στα μωρά τους, ήταν πιο ευαισθητοποιημένες απέναντι στις ανάγκες που αυτά είχαν και διέθεταν μεγαλύτερη ικανότητα στο να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους έτσι ώστε να μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες αυτές», είπε η κ. Atzil.
Με βάση τα πορίσματα της έρευνας οι επιστήμονες υποψιάζονται ότι ο εγκέφαλος του μωρού αναπτύσσεται σε υψηλότερο επίπεδο όταν δέχεται την καλύτερη φροντίδα από τη μητέρα.
Η κ. Barrett δήλωσε σχετικά: «Το μωρό δεν γεννιέται με πλήρως ανεπτυγμένο εγκέφαλο. Η ‟καλωδίωση”, δηλαδή οι νευρωνικές διασυνδέσεις του εγκεφάλου, αναπτύσσεται επί σειρά ετών και μια φυσιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου απαιτεί δεκτικούς παρόχους φροντίδας. Τα βρέφη που δεν λαμβάνουν την ενδεδειγμένη φροντίδα είναι περισσότερο πιθανό να έχουν χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, λιγότερες επιτυχίες και διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν κάποια σωματική ή ψυχική νόσο στην ενήλικη ζωή τους».
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο «Proceedings of the National Academy of Sciences».