Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί στις γυναίκες που ξεκινάνε την εγκυμοσύνη με φυσιολογικό βάρος, εξηγούν οι επιστήμονες.
Αμερικανοί επιστήμονες παρακολούθησαν το βάρος 4000 εγκύων γυναικών και των παιδιών τους. Το 20,4% των αγοριών και των κοριτσιών που γεννήθηκαν από μητέρες πού πήραν περισσότερα από τα κιλά που τις είχαν συμβουλέψει στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα ανάμεσα στις ηλικίες των 2 και των 5 ετών.
Αυτό το εύρημα είναι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στο 19,5% των παιδιών των γυναικών που πήραν πολύ λιγότερο βάρος από το προτεινόμενο από τους ειδικούς στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σε ό,τι αφορά τα παιδιά των γυναικών εκείνων που ακολούθησαν τις οδηγίες σχετικά με το βάρος που έπρεπε να πάρουν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν φυσιολογικό βάρος και μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών των γυναικών, 14,5%, είδαν τα παιδιά τους να αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το βάρος τους στη νηπιακή και παιδική ηλικία.
Τα νούμερα που σχετίζονταν με τις γυναίκες που ξεκίνησαν την εγκυμοσύνη με φυσιολογικό βάρος και έτρωγαν μεγάλες ποσότητες ήταν τα πιο απρόσμενα, καθώς είχαν 80% μεγαλύτερες πιθανότητες να κάνουν παχύσαρκο παιδί από ότι όσες έτρωγαν σωστά, αναφέρει η Αμερικανική Εταιρεία Μαιευτικής και Γυναικολογίας. Αντίστοιχα, όσες έτρωγαν πολύ λίγο ήταν 63% πιο πιθανό να κάνουν ένα παιδί υπέρβαρο ή παχύσαρκο.
Έτσι θεωρείται ότι δεν ευθύνονται τόσο τα γονίδια, αλλά ότι οι συνθήκες στη μήτρα προγραμματίζουν το παιδί, όσον αφορά το βάρος του τουλάχιστον, για τα επόμενα χρόνια.