Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε πρόσφατη έρευνα. Οι ερευνητές χώρισαν 800 περίπου εφήβους –ηλικίας 14 έως 18 ετών- σε δυο ομάδες ανάλογα με την ποσότητα αλατιού που προσλάμβαναν. Στην πρώτη ομάδα ο μέσος όρος πρόσληψης αλατιού ήταν 4.100 mg την ημέρα, ενώ στη δεύτερη ο αντίστοιχος μέσος όρος ήταν λιγότερα από 2.400 mg. Και οι δυο ομάδες κατανάλωναν πολύ μεγαλύτερη ποσότητα αλατιού από το όριο των 1.500 mg (λιγότερο από ένα κουταλάκι του γλυκού) ημερησίως που συστήνει η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας.
«Ακόμα και σε αυτούς τους σχετικά υγιείς νέους ανθρώπους είναι ήδη ορατές οι συνέπειες της υψηλής πρόσληψης αλατιού, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως η υψηλή πρόσληψη αλατιού και η παχυσαρκία ενδεχομένως να δρουν συνεργατικά επιταχύνοντας την κυτταρική γήρανση», εξηγεί η επικεφαλής της έρευνας, δρ. Haidong Zhu, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Ιατρικό Κολέγιο της Georgia, στην Augusta.
Οι ερευνητές μελέτησαν το πώς επιδρά η πρόσληψη αλατιού στα προστατευτικά άκρα των χρωμοσωμάτων, γνωστά ως τελομερή. Τα τελομερή κονταίνουν φυσικά με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο η μείωση του μεγέθους τους συνδέεται και με το κάπνισμα, την έλλειψη σωματικής άσκησης και τα υψηλά επίπεδα λίπους στο σώμα.
Τα τελομερή φάνηκε ότι ήταν πολύ κοντύτερα στους υπέρβαρους και παχύσαρκους εφήβους που κατανάλωναν αυξημένη ποσότητα αλατιού, αλλά όχι στους εφήβους με φυσιολογικό βάρος και αυξημένη πρόσληψη αλατιού.
«Η μείωση του αλατιού μπορεί να είναι ευκολότερη από την απώλεια βάρους για τους υπέρβαρους νέους ανθρώπους που θέλουν να περιορίσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων», εξηγεί η κ. Zhu.
«Το περισσότερο αλάτι που προσλαμβάνουμε καθημερινά προέρχεται από επεξεργασμένες τροφές, γι’ αυτό και οι γονείς πρέπει να προσπαθούν να προσφέρουν συχνότερα στα παιδιά τους σπιτικά γεύματα και υγιεινά σνακ, π.χ. φρούτα αντί για πατατάκια», καταλήγει η κ. Zhu.