Η έρευνα παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Εταιρίας Ακτινολογίας της Βορείου Αμερικής (Radiological Society of North America, RSNA).
Η πυκνότητα του μαστού όπως αυτή εκτιμάται κατά την μαστογραφία είναι ήδη γνωστό ότι αποτελεί έναν ισχυρό και ανεξάρτητο δείκτη κινδύνου για τον καρκίνο του μαστού. Μάλιστα η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρία θεωρεί ότι οι γυναίκες με πολύ πυκνούς μαστούς διατρέχουν σχετικά αυξημένο κίνδυνο νόσου και συστήνει την πιο στενή παρακολούθησή τους με μαγνητική τομογραφία στήθους σε συνδυασμό με την ετήσια μαστογραφία.
Στο πλαίσιο της νέας έρευνας οι ειδικοί σύγκριναν την πυκνότητα του στήθους και τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού μεταξύ νεότερων και μεγαλύτερων σε ηλικία γυναικών (κάτω και άνω των 50 ετών) και ανέλυσαν κατά πόσο ο κίνδυνος σχετίζεται με αλλαγές στην πυκνότητα του μαστού με το πέρασμα των χρόνων. Στην έρευνα συμμετείχαν 282 γυναίκες με καρκίνο του μαστού και 317 υγιείς γυναίκες.
Για τον έλεγχο της πυκνότητας του στήθους χρησιμοποιήθηκε ένα αυτοματοποιημένο ογκομετρικό σύστημα βάσει ενός αλγόριθμου το οποίο εφαρμόστηκε στην ψηφιακή μαστογραφία – σε αντίθεση με την εκτίμηση της πυκνότητας του στήθους βάσει της εμφάνισής του στην μαστογραφία από τον ακτινολόγο.
Οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού είχαν πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα μαστού σε σύγκριση με τις υγιείς γυναίκες μέχρι την ηλικία των 50 ετών.
«Τα αποτελέσματα είναι ενδιαφέροντα επειδή φαίνεται ότι υπάρχει κάποιος διαφορετικός μηχανισμός που επηρεάζει την πυκνότητα στους υγιείς μαστούς σε σύγκριση με τους νοσούντες και αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές σε νέες γυναίκες», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Nicholas Perry διευθυντής του Ινστιτούτου Μαστού στο Λονδίνο.
Σύμφωνα με τον δρ Perry αυτό θα μπορούσε να προσθέσει μια νέα διαγνωστική οπτική όπου θα γίνεται μαστογραφία σχετικά νωρίς π.χ, σε μια γυναίκα 35 ετών προκειμένου να εκτιμηθεί η πυκνότητα του μαστού της και ανάλογα με τα ευρήματα, οι γυναίκες με τους πιο πυκνούς μαστούς θα παρακολουθούνται πιο στενά με σκοπό την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου και την αντιμετώπισή του.