Τα επίπεδα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης υπολογίστηκαν στις διευθύνσεις κατοικίας των συμμετεχόντων, ενώ τα ποσοστά διάγνωσης καρκίνου πάρθηκαν από τις εθνικές και τοπικές βάσεις καταγραφής. Στη διάρκεια των 13 χρόνων παρακολούθησης που ακολούθησαν, 2095 συμμετέχοντες εμφάνισαν καρκίνο του πνεύμονα.
Μάλιστα, οι πιθανότητες εμφάνισης της νόσου, ιδίως δε του αδενοκαρκινώματος (ο μόνος τύπος καρκίνου του πνεύμονα που επηρεάζει σημαντικό αριθμό μη καπνιστών), αυξάνονταν όσο αυξανόταν και η έκθεση στα σωματίδια που παράγονταν από τους κινητήρες ντίζελ.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στα σωματίδια PM2.5 και PM10 και οι ειδικοί υπολόγισαν ότι για κάθε αύξηση της πυκνότητας των PM10 κατά 10μg ανά κυβικό μέτρο αέρα, ο κίνδυνος καρκίνου του πνεύμονα αυξανόταν κατά 22%, ενώ όσον αφορά τα PM2.5, κάθε αύξηση των 5μg ανά κυβικό μέτρο οδηγούσε σε άνοδο του κινδύνου κατά 18%.
Ο δρ. Ole Raaschou-Nielsen, που ηγήθηκε της μελέτης, δήλωσε ότι «δεν βρέθηκε όριο ασφαλείας κάτω από το οποίο να είμαστε ασφαλείς» και ότι «τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσο υψηλότερα τα επίπεδα ρύπανσης τόσο το χειρότερο και όσο πιο χαμηλά τόσο το καλύτερο».