Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Αμάντα Σάκερ από το University College του Λονδίνου, μελέτησαν περίπου 34.000 άτομα, που ήταν γεννημένα είτε το 1958 είτε το 1970. Τα χώρισαν σε 3 ομάδες, σε αυτά που δεν είχαν θηλάσει ποτέ, σε αυτά που είχαν θηλάσει λιγότερο από 4 εβδομάδες και σε αυτά που είχαν θηλάσει τουλάχιστον 4 εβδομάδες και τα παρακολουθούσαν κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους σε πολλαπλά χρονικά σημεία.
Η μελέτη έδειξε ότι όσοι είχαν θηλάσει, είχαν περισσότερες πιθανότητες ως ενήλικες να αναρριχηθούν ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα σε σχέση με τους γονείς τους. Μάλιστα, διαπιστώθηκε ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η περίοδος του θηλασμού τόσο περισσότερες ήταν οι πιθανότητες για κοινωνική διάκριση. Σύμφωνα με την στατιστική ανάλυση, ο θηλασμός αυξάνει την πιθανότητα κοινωνικής ανόδου κατά 24%, ενώ παράλληλα μειώνει την πιθανότητα αποτυχημένης σταδιοδρομίας σε ποσοστό 20%. Ως βασικό κριτήριο για την κοινωνική άνοδο θεωρήθηκε ένα επάγγελμα με μεγαλύτερο κοινωνικό κύρος και υψηλότερα εισοδήματα.
«Ο θηλασμός δεν δίνει μόνο μια καλή αρχή στη ζωή για τα παιδιά, αλλά και αυξάνει τις πιθανότητες ώστε να έχουν μια υγιή και επιτυχημένη ενήλικη ζωή. Για τις περισσότερες γυναίκες, ο θηλασμός τους προσφέρει έναν απλό τρόπο προκειμένου τα παιδιά τους να ανελιχθούν κοινωνικά, όταν μεγαλώσουν», εξηγεί η Σάκερ. Ωστόσο, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι οι γονείς δεν θα πρέπει να σκέφτονται πως ο θηλασμός αποτελεί εγγύηση ότι τα παιδιά τους θα έχουν μια πετυχημένη ζωή.
Η συγκεκριμένη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Archives of Disease in Childhood», ενισχύει τα αποτέλεσμα άλλων παλαιότερων ερευνών, σύμφωνα με τις οποίες οι θρεπτικές ουσίες που περιέχονται στο μητρικό γάλα και η στενή επαφή μητέρας – παιδιού βοηθούν στην εγκεφαλική – νοητική ανάπτυξη των νεογέννητων.