Οι β-αναστολείς είναι φάρμακα που παρασκευάστηκαν για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και έκτοτε έχουν συνταγογραφηθεί εκτεταμένα για τη θεραπευτική αντιμετώπιση πολλών καρδιολογικών προβλημάτων, με κυριότερα τη στεφανιαία νόσο, τις αρρυθμίες, την προστασία της καρδιάς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου και την υπέρταση.
Η κόπωση, η βραδυκαρδία και η μειωμένη σεξουαλική δραστηριότητα ανήκουν στις παρενέργειες των β-αναστολέων. Σύμφωνα, ωστόσο, με τις διαθέσιμες έρευνες, οι β-αναστολείς παλαιότερης γενιάς φαίνεται ότι συσχετίζονται και με ορισμένες ακόμη ανεπιθύμητες ενέργειες.
Σύμφωνα με τον δρ. Ragavendra Baliga, καρδιολόγο στο Ιατρικό Κέντρο Wexner του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Ohio, «οι έρευνες δείχνουν ότι οι παλαιότεροι β-αναστολείς μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός ασθενούς για την εμφάνιση διαβήτη περισσότερο από 25%».
Ο δρ. Baliga δημοσίευσε πρόσφατα σχετικό editorial στο επιστημονικό έντυπο «Heart Failure Clinics of North America» -του οποίου είναι αρχισυντάκτης-, όπου προτείνει ότι ίσως είναι καιρός να επιλέγονται συχνότερα οι νεότερης γενιάς β-αναστολείς και όχι οι παλαιότερης, που μπορεί να έχουν ως επιπλοκή την πρόκληση διαβήτη.
Ωστόσο, τονίζει ότι η όποια αλλαγή στη φαρμακευτική αγωγή πρέπει πάντα να γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη και την καθοδήγηση του θεράποντος γιατρού.
Επιλέγοντας β-αναστολείς
Οι β-αναστολείς παλαιότερης γενιάς μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός ασθενούς για την εμφάνιση διαβήτη περισσότερο από 25%».