Μια τέτοια φράση, όπως το «Δεν μου αρέσω», θα περίμενε κανείς να την ακούσει από μια γυναίκα που θα είχε μία αντικειμενικά κακή ή έστω μέτρια εμφάνιση. Ή και από έναν άνδρα, βέβαια, αν και συνήθως οι γυναίκες ασχολούνται περισσότερο με την εμφάνισή τους και με τον βαθμό στον οποίο είναι ικανοποιημένες από αυτήν. Το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, όμως, πολύ λίγο έχει να κάνει με αυτό που θα περιμέναμε ή θα φανταζόμασταν. Σύμφωνα με τις στατιστικές, μόνο το 17% των γυναικών είναι ευχαριστημένες με την εμφάνισή τους, και μάλιστα οι Ελληνίδες ανήκουμε στις μάλλον απογοητευμένες. Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου απίθανο η παραπάνω φράση να λέγεται τελικά πολύ συχνά. Τι συμβαίνει, όμως, και βλέπουμε γύρω μας όλο και περισσότερες εμφανίσιμες γυναίκες που αντί να λένε: «Μου αρέσω», και να χαμογελούν στον καθρέφτη τους, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και δυσανασχετούν μπροστά στην εικόνα τους;
1. Εγώ και η εικόνα μου
Κατ’ αρχάς πρέπει να διαχωρίσουμε τους ανθρώπους που δεν τους αρέσει ο εαυτός τους επειδή έχουν ένα αντικειμενικά άσχημο χαρακτηριστικό (π.χ. πεταχτά αυτιά) ή επειδή για παράδειγμα τον τελευταίο καιρό έχουν πάρει λίγα κιλά, περνάνε μια δύσκολη περίοδο, χώρισαν κ.λπ. από αυτούς που παθαίνουν εμμονές με τα «άσχημα» χαρακτηριστικά τους. Συχνά μάλιστα -σε αυτούς τους τελευταίους- όλη αυτή η απέχθεια δεν έχει καν να κάνει με την αντικειμενική ατέλεια, αλλά με αυτήν που εκείνοι πλάθουν στο μυαλό τους. Υπάρχουν, μάλιστα, φορές όπου αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να εκλογικεύσουν και να ξεπεράσουν την απέχθειά τους ή να διορθώσουν ένα άσχημο χαρακτηριστικό τους, για παράδειγμα να κάνουν πλαστική στη μύτη τους, και μετά να εστιάσουν σε κάτι άλλο, για παράδειγμα το στήθος τους, να το διορθώσουν κι αυτό με πλαστική επέμβαση και ούτω καθεξής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η εμμονή με ένα ή περισσότερα άσχημα χαρακτηριστικά -που στην πραγματικότητα είναι φυσιολογικά- φτάνει στα όρια της ψυχικής διαταραχής (δυσμορφοφοβία). Αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούν περίπου όπως ένας έφηβος που ασχολείται επί ώρες με την εμφάνισή του και καθεμία μικρή παρέκκλιση από την καλή του εμφάνιση, όπως για παράδειγμα ένα σπυράκι, μπορεί να τον καταρρακώσει και να μη θέλει καν να βγει από το σπίτι του. Κι αν αυτό για έναν έφηβο είναι φυσιολογικό -τουλάχιστον σε έναν βαθμό-, για έναν ενήλικο, συνειδητοποιημένο και ώριμο άνθρωπο δεν είναι.
Ακόμα βέβαια και όταν το χαρακτηριστικό που μας ταλαιπωρεί είναι αντικειμενικά άσχημο, αυτό δεν σημαίνει ότι κάνουμε καλά να επικεντρώνουμε τη σκέψη μας και την ενέργειά μας γύρω από αυτό. Σε μια τέτοια περίπτωση πρόκειται για ένα κόμπλεξ, που μαρτυρά ότι έχουμε μπλοκάρει σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο της εμφάνισής μας που δεν μας ικανοποιεί και μεγεθύνουμε υπερβολικά την αξία και τη σημασία του.
2. Το βλέμμα της μητέρας
Σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές, οτιδήποτε βιώνουμε στο σήμερα έχει τις ρίζες του στο παρελθόν. Όσον αφορά, λοιπόν, στο κατά πόσο μας αρέσει ο εαυτός μας σήμερα πολύ μεγάλο ρόλο παίζει το βλέμμα της μητέρας μας όταν ήμασταν μωρά. Άλλωστε, αυτή μας δίνει την ασφάλεια, τη σταθερότητα, το συναίσθημα ότι αξίζουμε, ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια καλή σχέση με τους άλλους, να μας αγαπήσουν… Η αποδοχή από τη μητέρα σχετίζεται με την αποδοχή της όλης μας ύπαρξης και από εμάς τους ίδιους. Αυτό, βέβαια, έχει να κάνει και με το πόσο η μητέρα μας νιώθει και η ίδια αποδεκτή, με το δικό της παρελθόν, με τη σχέση της με τους δικούς της γονείς κ.λπ. Η συνειδητοποίηση της εικόνας του σώματός μας αρχίζει από τον 6ο μήνα της ζωής μας. Αυτό ονομάζεται το «στάδιο του καθρέφτη», όπου το παιδί αρχίζει να αναγνωρίζει τον εαυτό του, και είναι το βλέμμα της μητέρας, το οποίο συνοδεύει την εικόνα του παιδιού μέσα στον καθρέφτη, που θα το επηρεάσει ώστε να απορρίψει ή να αγαπήσει τον εαυτό του. Το παιδί, δηλαδή, θα δεχτεί την εικόνα του με βάση το πώς το βλέμμα της μητέρας του το αποδέχεται.
3. Γιατί δεν μου αρέσω;
Σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει ένα μίνιμουμ άγχους για την εμφάνισή τους, το οποίο προκύπτει είτε από εσωτερικές διεργασίες είτε από κοινωνικές επιταγές ταύτισης με πρότυπα. Το αν θα καταλήξουμε όμως να μας αρέσει ο εαυτός μας ή όχι δεν έχει τόσο να κάνει με το αν είμαστε αντικειμενικά όμορφοι ή άσχημοι, αλλά με το τι έχει διαμορφωθεί μέσα μας από την παιδική μας ηλικία ακόμα. Τα αρνητικά σχόλια όλων των ειδών, παρατηρήσεις, βλέμματα, κοροϊδίες κ.λπ. από όλες τις πηγές καταγράφονται και παγιώνουν μία πεποίθηση -που πιθανώς ήδη έχουμε- ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Όσο πιο πολλά βιώματα έχουμε που συνηγορούν υπέρ του ότι δεν «πρέπει» να μας αρέσει η εμφάνισή μας, τόσο πιο πολύ παγιώνεται μία τέτοια αντίληψη μέσα μας. Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, όπου εστιάζουμε στα αρνητικά σχόλια και προσπερνάμε τα θετικά, ακόμα κι αν τα δεύτερα είναι περισσότερα από τα πρώτα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν δύσμορφοι άνθρωποι που επειδή τα πάνε καλά μέσα τους δεν δίνουν μεγάλη σημασία στο πρόβλημά τους. Έχουν, δηλαδή, τις κατάλληλες παρακαταθήκες μέσα τους ώστε να μπορούν να αγνοήσουν την όποια δυσμορφία και να εστιάσουν και επενδύσουν σε άλλες πτυχές και προτερήματα του εαυτού τους.
4. Ο ρόλος των προτύπων
Όλοι γνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει διαστρεβλωθεί η άποψή μας για την ομορφιά εξαιτίας των προτύπων που προβάλλουν τα Μ.Μ.Ε., που είναι απαιτητικά και προωθούν μία αψεγάδιαστη εικόνα γυναικών, αλλά και ανδρών, την οποία αν αποκτήσουμε θα είμαστε τέλειοι, επιθυμητοί, επιτυχημένοι, ευτυχισμένοι, θα έχουμε περισσότερες ευκαιρίες, θα μας αρέσει ο εαυτός μας και δεν θα χρειαστεί να «δουλέψουμε» περισσότερο μαζί του. Αποτυγχάνοντας στην προσπάθειά μας να την επιτύχουμε ή κάνοντας τις συγκρίσεις, συνειδητοποιούμε ότι υστερούμε και έτσι γινόμαστε δυστυχισμένοι.
5. Πώς θα με αποδεχτώ
Εφόσον έχει παγιωθεί μια τέτοια αντίληψη-πεποίθηση μέσα μας, δεν μπορούμε να την αλλάξουμε από τη μια στιγμή στην άλλη. Χρειάζεται μακροχρόνια δουλειά σε βάθος με τον εαυτό μας. Έτσι, είναι ανάγκη να γίνει κανείς λογικός και να σκεφτεί: «Δεν μου αρέσει τίποτε στην εμφάνισή μου; Είναι δυνατόν να μη μου αρέσει τίποτε;» Να ψάξουμε, δηλαδή, να βρούμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά μας. Και, βέβαια, να εστιάσουμε στα θετικά μας. Στη συνέχεια, είναι σημαντικό να δούμε γιατί δεν μας αρέσει ό,τι δεν μας αρέσει. Αν, για παράδειγμα, σχετίζεται με εμπειρίες και δεν υπάρχει αντικειμενικός λόγος. Και να σκεφτούμε τι θα αλλάξει πραγματικά στη ζωή μας αν βελτιωθεί αυτό που δεν μας αρέσει στην εμφάνισή μας. Πρέπει, επίσης, να διερευνήσουμε την αλήθεια αυτού που πιστεύουμε. Λέμε για παράδειγμα: «Έχω μεγάλη μύτη και γι’ αυτό δεν βρίσκω σύντροφο». Ας δούμε, όμως, γύρω μας, όλοι όσοι έχουν σύντροφο έχουν πράγματι άψογη εμφάνιση; Από την άλλη, μπορούμε να ζητήσουμε μια αντικειμενική γνώμη και αν πράγματι καταλήξουμε ότι έχουμε κάποιο σοβαρό πρόβλημα, να βρούμε με ψυχραιμία έναν τρόπο να το λύσουμε. Είναι σκόπιμο, όμως, να έχουμε υπόψη μας ότι ποτέ μια πλαστική επέμβαση δεν επανορθώνει το ψυχικό μας τραύμα. Ξεκουράζει απλώς προσωρινά και αν δεν έχουμε συμφιλιωθεί και αγαπήσει τον εαυτό μας, είναι πολύ πιθανό μετά να μας προκύψει κάποια άλλη ατέλεια που θα μας απασχολεί.
6. Μεγαλώνοντας παιδιά με αυτοπεποίθηση
Όπως αναφέραμε και παραπάνω, η γνώμη μας για την εμφάνισή μας διαμορφώνεται κατά πολύ όταν είμαστε παιδιά. Έτσι, οι γονείς χρειάζεται να αποδέχονται τα παιδιά τους με οποιοδήποτε ελάττωμα κι αν έχουν. Να τα κάνουν να συνειδητοποιήσουν ότι τα εξωτερικά ελαττώματα δεν έχουν καμία σημασία για το ποιος είναι ο άλλος. Σημαντικό είναι επίσης να συζητήσουν μαζί τους και να τα κάνουν να καταλάβουν ότι δεν είναι σημαντικές οι λεπτομέρειες της εμφάνισης, ακόμα κι αν κάποιοι γύρω τους τα κοροϊδεύουν, π.χ. επειδή έχουν πεταχτά αφτιά. Αν πάλι το ψεγάδι -για παράδειγμα το πάχος- είναι στο χέρι του παιδιού να διορθωθεί, θα πρέπει να εστιάσουν όχι στα προβλήματα εμφάνισης που δημιουργεί, αλλά στο ότι αν το παιδί το διορθώσει, π.χ. αδυνατίσει, θα μπορεί να κινείται πιο εύκολα, να κάνει σπορ, να έχει καλύτερη υγεία… Το σημαντικότερο είναι το παιδί να καταλάβει ότι η τελειότητα δεν υπάρχει, ότι ακόμα και η πιο ωραία γυναίκα ή άνδρας σίγουρα βρίσκουν κάποιο ψεγάδι επάνω τους.
Εγώ και οι άλλοι
Δεν είναι απίθανο οι άνθρωποι που νιώθουν μειονεκτικά με την εμφάνισή τους, εκτός από την προσπάθειά τους να τη βελτιώσουν, που συχνά είναι συνεχής, να ψάχνουν να βρίσκουν και άλλους τρόπους να ξεπεράσουν το κόμπλεξ τους. Έτσι, μπορεί να επιλέγουν φίλους ή και συντρόφους ακόμα που θεωρούν ότι είναι πολύ χειρότεροί τους, ώστε να φαίνονται δίπλα τους πολύ καλύτεροι, είτε αντίθετα να προσπαθούν να περιτριγυρίζονται από πολύ ωραίους ανθρώπους (κατά προτίμηση συντρόφους), ώστε να επιβεβαιώνονται ότι μπορούν να καταφέρουν να έχουν δίπλα τους κάποιον που είναι κοινά αποδεκτός. Μάλιστα, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι απίθανο να κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν μια σχέση -ακόμα κι αν αυτή δεν είναι καλή- για να μη νιώσουν ότι κάποιος τους απέρριψε επειδή -σύμφωνα με την άποψή τους- μειονεκτούν. Από την άλλη, δεν είναι απίθανο να επιδιώκουν να καθοριστούν και να αποκτήσουν αξία μέσω των όσων έχουν αποκτήσει, για παράδειγμα μια καλή δουλειά, ένα ακριβό αυτοκίνητο, ένα μεγάλο σπίτι, εντυπωσιακά ρούχα κ.λπ.
Tο 2005 έγιναν περισσότερες από 10 εκατομμύρια πλαστικές στην Αμερική
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΝ κ. ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ, MSc, ψυχολόγο υγείας, με εκπαίδευση στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία και τη Συμβουλευτική, διευθύντρια στο Κέντρο Εφαρμοσμένης Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής.
«Δεν μου αρέσω»
Μόνο το 5% των γυναικών παγκοσμίως νιώθουν άνετα να χρησιμοποιήσουν τη λέξη «όμορφη» για τον εαυτό τους. Γιατί άραγε τόσες πολλές γυναίκες βλέπουν αρνητικά -ή σχεδόν αρνητικά- τον εαυτό τους και πώς μπορεί να αναστραφεί αυτό;_x000D_