Άνδρες-γυναίκες, μικροί-μεγάλοι, όποια δουλειά κι αν κάνουμε, όποιες και να είναι οι ιδιότητες και οι ρόλοι μας, το ντύσιμο είναι ένας «κανόνας» από τον οποίο κανένας δεν γλιτώνει, ακόμη κι αν το θέλει. Μάλλον, βέβαια, κανείς δεν το θέλει. Όσο βασανιστικό κι αν είναι ενίοτε (και για κάποιους και κάποιες το καθημερινό ντύσιμο είναι συχνά ένα «μαρτύριο»), όλοι θέλουμε να ντυνόμαστε, όχι μόνο για να μην κρυώνουμε, για να σκεπάζουμε τη γύμνια μας ή για να προστατεύουμε το σώμα μας. Το ντύσιμο είναι η προετοιμασία μας για να «βγούμε στη σκηνή» της ζωής.
Όμοια με το θέατρο, αλλάζουμε κοστούμια ανάλογα με το έργο, τη σκηνή, το ρόλο, τα συναισθήματα. Είτε ντυνόμαστε με την τελευταία λέξη της μόδας είτε φοράμε και ξαναφοράμε τα ρούχα που πιστεύουμε ότι μας ταιριάζουν -ακριβά, φθηνά, φανταχτερά, σεμνά, μαύρα ή πολύχρωμα-, τα ρούχα είναι μια απεικόνιση του εσωτερικού μας κόσμου που δείχνουμε σε όλους. Μπορούμε, άλλωστε, να το διαπιστώσουμε και στον εαυτό μας. Όταν βρεθούμε σε μια αίθουσα με κόσμο, όταν είμαστε καλεσμένοι μαζί με ανθρώπους που γνωρίζουμε λίγο ή καθόλου σε ένα φιλικό σπίτι, τι είναι αυτό που μας κάνει να διαμορφώσουμε μια πρώτη εντύπωση για τους γύρω μας; Μία εικόνα που, σαν να ρίχνουμε μια ματιά σε φωτογραφία, σαν ένα «σκανάρισμα», μας δίνει τις πρώτες πληροφορίες για τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας. Η εικόνα αυτή περιλαμβάνει το πρόσωπο, τα μαλλιά, τη στάση του σώματος και ασφαλώς τα ρούχα, και μπορεί να επηρεάσει αρκετά τα συναισθήματα συμπάθειας ή αντιπάθειας που αναπτύσσουμε για τον άνθρωπο αυτόν. Με αυτό το πρώτο «σκανάρισμα», αποκωδικοποιούμε τα μηνύματα του άλλου. Και μπορεί, βέβαια, αν είμαστε «θύματα της εικόνας», να μας κάνει να τον απορρίψουμε και να χάσουμε κάθε ενδιαφέρον να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Ίσως, μάλιστα, είμαστε τέτοια θύματα περισσότερο από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε. Το ίδιο δύσκολο είναι για πολλούς να παραδεχτούν ότι δίνουν σημασία στα ρούχα που φοράνε. Κι όμως, σε κανέναν δεν είναι αδιάφορο το τι φοράει, εκτός αν πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή, οπότε αλλοιώνεται η εικόνα που έχει για τον εαυτό του.
Το ντύσιμο είναι μια μορφή επικοινωνίας. Βρίσκεται ακριβώς στο σύνορο (και είναι ένα σύνορο) μεταξύ του εσωτερικού μας κόσμου και του εξωτερικού, του κοινωνικού κόσμου. Ανήκει σε εμάς, είναι κομμάτι μας, αφού το επιλέγουμε και το φέρουμε πάνω μας, και ταυτόχρονα είναι κάτι που βρίσκεται ήδη έξω από εμάς. Μπορούμε να πούμε ότι με αυτά που φοράμε έχουμε μια πολύ προσωπική συνομιλία με τον κόσμο, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Είναι αξιοθαύμαστο το πώς το ντύσιμο μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα παραβάν που μας κρύβει και μια οθόνη που μας προβάλλει!
Η Αννέτα είναι μια πολύ έξυπνη και πνευματώδης, επιτυχημένη επιστήμονας. Είναι 38 ετών, είχε έναν αποτυχημένο γάμο στα 27 της που κράτησε ενάμιση χρόνο και από τότε ζει μόνη. Τα ρούχα της συχνά φέρνουν σε αμηχανία τους γύρω της. Πράσινη φαρδιά μακριά φούστα, πολύχρωμο φαρδύ πουκάμισο, γιλέκο από απομίμηση δέρματος, κάπως παλιωμένα μοκασίνια και, μαζί με αυτά, μια έκφραση που είναι σαν να λέει «Δεν αισθάνομαι καθόλου άνετα». Σε εκμυστηρεύσεις σε μια φίλη, παραδέχεται ότι δεν αισθάνεται καθόλου γυναίκα, ότι μόνο με την άσπρη, ουδέτερη ποδιά του εργαστηρίου, που είναι ίδια για άνδρες και γυναίκες, νιώθει άνετα. Αισθάνεται ότι δεν ξέρει ποια και πώς θέλει να είναι σαν γυναίκα και γι’ αυτό προτιμά να κρύβεται πίσω από ρούχα ουδέτερα, που δεν αρέσουν ούτε στην ίδια. Δεν της είναι αδιάφορο το τι εντύπωση δίνει στους άλλους, αλλά έχει παραιτηθεί. Αυτό ακριβώς είναι το μήνυμα που δίνουν και τα ρούχα της.
Δεν δίνουν όλοι την ίδια σημασία στα ρούχα και στην εμφάνιση. Για κάποιους είναι «αναγκαίο κακό» και, εκτός από κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις, διαλέγουν ρούχα πρακτικά και ευκολοφόρετα που να μη χρειάζεται να ασχοληθούν πολλή ώρα με το καθημερινό τους ντύσιμο. Για άλλους, το ντύσιμο είναι μια τελετουργία που περιλαμβάνει την αγορά, τους κατάλληλους συνδυασμούς ρούχων, παπουτσιών και αξεσουάρ, την καθημερινή φροντίδα ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Η τέλεια εμφάνιση και η τεράστια σημασία που δίνουν κάποιοι άνθρωποι στο ντύσιμό τους -και προκαλούν το θαυμασμό- δεν είναι οπωσδήποτε ένδειξη αυτοπεποίθησης και σιγουριάς. Συχνά, είναι η προσπάθεια να καλυφθεί μια έντονη ναρκισσιστική ανισορροπία. Κάποιος που είναι σίγουρος για τον εαυτό του δεν έχει ανάγκη από τη συνεχή επιβεβαίωση ότι είναι καλοντυμένος, ωραίος, άψογος. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά από τα μοντέλα που θαυμάζουμε -και συχνά ζηλεύουμε- για την τέλεια εμφάνιση και το υπέροχο ντύσιμό τους πάσχουν από νευρική ανορεξία (και όχι μόνο), που είναι η κατεξοχήν πάθηση της αρνητικής αυτοεικόνας.
Επειδή ακριβώς έχουμε μάθει από μικροί να «χρησιμοποιούμε» τα ρούχα ως σύνορο του αυστηρά προσωπικού μας χώρου, αλλά ταυτόχρονα και ως σημείο συνάντησής του με τον εξωτερικό κόσμο, γι’ αυτό είναι δύσκολο να μην κουβαλούν καμία απολύτως σημασία για εμάς.
Η μητέρα μας ήταν η πρώτη προσωπική μας «ενδυματολόγος» (για πολλές γυναίκες και η παντοτινή), με κάποιον τρόπο το ντύσιμό μας κουβαλά κάπου τη στάμπα της, έστω και πολύ καλά κρυμμένη. Η μητέρα είναι αυτή που με τον τρόπο που φροντίζει το σώμα μας, που μας ντύνει και που με τα όνειρα, τις προσδοκίες και τους δικούς της κανόνες («Μια γυναίκα πρέπει να είναι πάντα περιποιημένη», «Να φοράς ρούχα απλά, να μην προκαλείς», «Τα αγόρια δεν φοράνε χτυπητά χρώματα», «Τι παριστάνεις με τα μαύρα, δεν σου πάνε καθόλου», «Τα τακούνια είναι για άλλον τύπο γυναίκας, πιο αεράτο») καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το σώμα μας και το ντύνουμε.
Η Αμαλία είναι 45 ετών και εξακολουθεί να ντύνεται λίγο πανκ, όπως έκανε σαν νεαρό κορίτσι, για να αντιδράσει στη συντηρητική και καταπιεστική μητέρα της. Τα ρούχα της εξακολουθούν να λένε, έστω λιγότερο δυνατά: «Δεν θα μου πεις εσύ πώς θα ντυθώ! Δεν θα μοιάσω σ’ εσένα!».
Στην εφηβεία ξεκινούν όλα. Τα ρούχα είναι τόσο σημαντικά, γιατί επιτρέπουν στον έφηβο να ελέγχει την εμφάνισή του σε μια περίοδο που το σώμα του ξαφνικά -και πολλές φορές με επώδυνο τρόπο- μεταβάλλεται. Το ντύσιμο είναι, από τη μια μεριά, προβολή της προσωπικής ταυτότητας απέναντι στους γονείς («Δεν είμαι σαν εσάς») και, από την άλλη, κρύψιμο του ακόμη αβέβαιου και ανασφαλούς εαυτού πίσω από τις «σωστές» μάρκες, τα ρούχα-στολή, που φορούν με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο διάφορες ομάδες εφήβων και αισθάνονται έτσι ότι «ανήκουν» κάπου. Στην ενήλικη ζωή, περίπου μέχρι την ηλικία των 30 ετών, αποκτούμε σιγά-σιγά έναν περισσότερο «δικό μας» τρόπο ντυσίματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να αλλάξει πια.
Το ντύσιμο ακολουθεί τα συναισθήματά μας και την προσωπική μας πορεία. Μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας, ο τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας, καθρεφτίζονται στον τρόπο που ντυνόμαστε. Όταν νιώθουμε πιο σίγουροι, πιο συμφιλιωμένοι με τον εαυτό μας, αλλάζουν και κάποια πράγματα στο ντύσιμό μας. Για άλλους μπορεί να είναι αυτό περισσότερη φροντίδα, για άλλους περισσότερη χαλαρότητα, για άλλους πιο «ανοιχτό», «εξωστρεφές» ντύσιμο ή πιο φωτεινά χρώματα. Μερικές φορές, βέβαια, μπορούμε να αντιστρέψουμε τα πράγματα και να χρησιμοποιήσουμε το ντύσιμο σαν ελιξίριο της ψυχής. Μετά από μια δύσκολη και κουραστική ημέρα, σε μια περίοδο που νιώθουμε ότι τα πράγματα δεν μας πάνε καλά, καταφεύγουμε στα ρούχα και προσπαθούμε, φροντίζοντας την εμφάνισή μας, να φροντίσουμε και τον εαυτό μας, να νιώσουμε καλύτερα, να αλλάξουμε διάθεση. Αυτό πολύ συχνά έχει αποτέλεσμα, έστω και μόνο σαν μια πράξη φροντίδας προς τον εαυτό μας που καταλήγει σε ένα βλέμμα ικανοποίησης προς το είδωλό μας στον καθρέφτη. Αν και συνήθως δεν κρατάει πολύ, είναι πάντως πολύ ανακουφιστικό και είναι σημαντικό να μπορούμε να το κάνουμε.
Τα ρούχα, λοιπόν, αποκαλύπτουν αρκετά για εκείνους που τα φορούν. Όχι, όμως, τόσα όσα μπορούν οι ίδιοι να μας πουν. Μπορεί να μείνουμε κατάπληκτοι για το πόσο έξω μπορεί να πέσαμε στη γνώμη που σχηματίσαμε για έναν άνθρωπο μόνο από την εμφάνισή του. Οι κώδικές μας δεν συμπίπτουν πάντα. Γι’ αυτό, αν θέλουμε πραγματικά να μάθουμε τι λένε για κάποιον τα ρούχα του, δεν έχουμε παρά να τον ρωτήσουμε.
Η κ. Λουίζα Βογιατζή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.
Συνήθως, προσπαθούμε με το ντύσιμό μας να παρουσιαστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στους γύρω μας, κατά κάποιον τρόπο να παρουσιάσουμε έναν ιδανικό εαυτό. Γι’ αυτό και συχνά διαλέγουμε ρούχα που δεν ταιριάζουν οπωσδήποτε με τον τύπο ή το σώμα μας, αλλά με αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Τότε είναι που το ντύσιμό μας «δεν μας πάει». Αυτό που ονομάζεται στον κόσμο της μόδας «στυλ» δεν είναι τίποτε άλλο από την αρμονία που αποπνέει η εμφάνιση ενός ανθρώπου όταν νιώθει άνετα και καλά μέσα στα ρούχα του, ότι τον αντιπροσωπεύουν, οποιουδήποτε είδους κι αν είναι αυτά: κλασικά, μοντέρνα, εκκεντρικά, φροντισμένα ή ατημέλητα, καινούργια ή παλιά. Γι’ αυτό και σε πολλούς -νέους συνήθως- ανθρώπους που προσπαθούν να ντυθούν σύμφωνα με τη μόδα, χωρίς να τους συνδέει κάτι με το είδος των ρούχων που φορούν, το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές σαν «κακοφωνία».