Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο, οι διακοπές είναι πλέον κεκτημένο αναφαίρετο δικαίωμα. Είναι, όμως, τόσο απαραίτητες όσο πραγματικά πιστεύουμε; Έχει πλέον αποδειχτεί επιστημονικά ότι, χάρη στις διακοπές, μειώνονται οι ασθένειες των εργαζομένων και αυξάνεται η αποδοτικότητά τους στο διάστημα των εργάσιμων ημερών, οπότε και οι εργοδότες έχουν ένα λόγο παραπάνω -εκτός από την εκ του νόμου υποχρέωσή τους- να μας δίνουν απλόχερα την καλοκαιρινή μας άδεια. Τι κερδίζουμε από αυτό το διάστημα διακοπής από τις καθημερινές μας υποχρεώσεις; «Στις μέρες μας, οι ανάγκες είναι τέτοιες που οι διακοπές αποτελούν ένα απαραίτητο διάλειμμα για να ξεκουραστούμε -κυρίως ψυχικά- και να μαζέψουμε ενέργεια», μας απαντά ο κλινικός ψυχολόγος και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου ­Πανεπιστημίου δρ. Αναστάσιος Σταλίκας.

Είναι ένας χρόνος πολύτιμος, γιατί είναι χρόνος δικός μας. Είναι μια ευκαιρία -που την έχουμε όλο και λιγότερο- να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας και με τα «θέλω» μας, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, με τις σχέσεις μας (και να επενδύσουμε σε αυτές). Ένα διάστημα που προσφέρεται για να ονειρευτούμε, να σκεφτούμε, να κάνουμε σχέδια, αλλά και την απογραφή των όσων έχουν ήδη συμβεί…


Ναι. Προσέξτε, όμως. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «θέλω να φύγω από εδώ» και στο «θέλω να πάω εκεί». ­Πολλές φορές, οι άνθρωποι είμαστε τόσο κουρασμένοι από την καθημερινότητα, το στρες και τη δουλειά, που απλώς θέλουμε να αποδράσουμε, να φύγουμε από εδώ χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, να πάμε κάπου, οπουδήποτε. Ίσως να μην μπορούμε να το καταλάβουμε, αλλά το «θέλω να πάω κάπου συγκεκριμένα» είναι πολύ πιο ουσιαστικό από το «θέλω απλώς να φύγω». Είναι πολύ σημαντικό να πούμε: «Φέτος, θέλω να πάω στην Κρήτη, στη Σαντορίνη, στη Βενετία κλπ., επειδή μου αρέσει η θάλασσά της, να συναντήσω τους φίλους μου κλπ.». Σε ­αυτή την περίπτωση, έχουμε στόχο και είναι πιο πιθανό -ενασχολούμενοι με αυτόν- να βιώσουμε θετικά συναισθήματα, τα οποία δεν είναι πρόσκαιρα, όπως αυτά που μας προκαλούν οι ηδονές, όταν λόγου χάρη μας κάνουν ­μασάζ, τρώμε ένα ωραίο παγωτό κλπ., αλλά βαθύτερες συναισθηματικές καταστάσεις, όπως το ενδιαφέρον, η απορρόφηση, η αγάπη, η ικανοποίηση, η περιέργεια, η γενναιοδωρία κλπ., που φαίνεται να είναι ευεργετικές. Οι ψυχολόγοι θεωρούμε, λοιπόν, ότι φτάνοντας στον τόπο των διακοπών όπου έχουμε επιθυμήσει και επιλέξει να βρεθούμε, έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες να ­βιώσουμε όλα όσα έχουν να μας προσφέρουν οι διακοπές.


Ο καλύτερος χρόνος των διακοπών είναι 3 εβδομάδες. Έχει υπολογιστεί ότι χρειάζονται 2 εβδομάδες για να μπορέσει κάποιος να «αναρρώσει». Μαζί με το χρόνο που χρειάζεται για να ταξιδέψει και να εγκλιματιστεί, συστήνουμε οι διακοπές να διαρκούν 3 εβδομάδες. Τώρα, αν οι 3 εβδομάδες δεν είναι εφικτές, είναι απαραίτητες τουλάχιστον 2 εβδομάδες. Τα τριήμερα και τα τετραήμερα -ειδικά για τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων- είναι τελικά πιο κουραστικά, κυρίως λόγω των μετακινήσεων, που φτάνουν να διαρκούν περίπου όσο και οι ίδιες οι διακοπές.


Ανάλογα με τη διάρκεια και την ποιότητα των διακοπών, η ευεργετική επίδρασή τους, στην καλύτερη περίπτωση, είναι ο διπλός τους χρόνος και, στη χειρότερη, ο ίδιος με τις διακοπές. Έχουμε όλοι παρατηρήσει ότι όταν ­γυρίζουμε από διακοπές, είμαστε καλύτερα, πιο ήρεμοι, με περισσότερη ενέργεια… Παρά την ενέργεια που νιώθουμε, όμως, είναι σκόπιμο να «μπαίνουμε» σταδιακά στις υποχρεώσεις της δουλειάς, όχι τόσο όσον αφορά το χρόνο, αλλά κυρίως την ένταση, καθώς όσο μεγαλύτερη ένταση βάζουμε τόσο πιο εύκολα και γρήγορα «χάνεται» η ενέργεια που έχουμε μαζέψει.


Το κινητό μας -ανάλογα με τις υποχρεώσεις και τις ανάγκες μας- μπορούμε να το έχουμε ανοιχτό για επείγουσες καταστάσεις. Δεν βοηθά, όμως, το να δουλεύουμε όσο κάνουμε διακοπές. Είναι κάτι που μας κάνει κακό και είναι ασύμβατο με την έννοια των διακοπών. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο και «άκομψο» είναι να ασχολείστε με θέματα δουλειάς ενώ είστε ξαπλωμένοι στην παραλία… Επιπλέον, το να δουλεύουμε στις διακοπές κακομαθαίνει τόσο τους άλλους όσο και τον εαυτό μας, αφού ­καταργείται ο προσωπικός μας χρόνος.


Όλοι τις χρειάζονται για διαφορετικούς λόγους, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο. Κάποιοι για να ξεκουραστούν, άλλοι για να «ξεδώσουν», ορισμένοι για να αλλάξουν περιβάλλον… Σίγουρα, όλοι έχουν ανάγκη για ένα διάλειμμα από το «πρέπει». Αυτή είναι και η ουσία των διακοπών: να είναι πυξίδα της ημέρας μας οι επιθυμίες μας και όχι οι υποχρεώσεις.


Ό,τι γίνεται από υποχρέωση δεν είναι διακοπές. Αν, δηλαδή, πρέπει να πάμε στο χωριό μας, να δούμε τους γονείς μας, τα πεθερικά μας κλπ., μπορούμε να σκεφτούμε ως εξής: Πώς θα νιώθαμε αν δεν ήταν εκεί και δεν χρειαζόταν πραγματικά να πάμε; Θα στενοχωριόμασταν; Αν η απάντηση είναι «ναι», σημαίνει ότι θέλουμε να πάμε. Αν, όμως, είναι «όχι» και νιώθουμε ότι ανακουφιζόμαστε όταν δεν υπάρχει πια η υποχρέωση, σημαίνει ότι δεν θέλουμε πραγματικά να πάμε κι ότι, ίσως, δεν θα έπρεπε να πιεστούμε. Πρέπει να κατανοήσουμε πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να οργανώσουμε 10 ημέρες όπως εμείς τις θέλουμε. Κάνοντάς το, κερδίζουμε μιαν άλλη αίσθη­ση ύπαρξης, οντότητας, ελευθερίας…


Με τους δικούς μας ανθρώπους. Είναι μια ευκαιρία να ξαναβρούμε την ανθρώπινη διάστασή μας, να ξαναβρεθούμε κοντά με τους ανθρώπους μας και να ξαναστήσουμε τις προσωπικές μας σχέσεις, που τις χάνουμε στην καθημερινότητα. Αυτό, βέβαια, είναι και δίκοπο μαχαίρι, καθώς συχνά κατά τη διάρκεια των διακοπών εμφανίζονται τα πρώτα σοβαρά προβλήματα στα ζευγάρια. Γιατί; Επειδή στις διακοπές περνούν πολύ χρόνο μαζί. Τα ζευγάρια, στην καθημερινότητά τους, δεν βρίσκονται ιδιαίτερα και πολλές φορές τις ελλείψεις στην επικοινωνία, στην ερωτική επιθυμία, στη διάθεση να κάνουν πράγματα από κοινού, τις αποδίδουν στην κούραση. Κι όταν ξαφνικά βρίσκουν το χρόνο να είναι μαζί, βλέπουν ότι υπάρχει απουσία επικοινωνίας και ότι, πιθανώς, έχουν χάσει αυτό που ήταν ως ζευγάρι. Αυτό έχει, βέβαια, και ένα καλό. Γιατί έτσι αναγκάζονται να κάνουν κάτι, να προσπαθήσουν να ξαναφτιάξουν τη σχέση τους… Από την άλλη πλευρά, θα λέγαμε ότι, αν κάποιος πάει με το/τη σύντροφό του διακοπές και περάσουν καλά, δεν πλήξουν, δεν τσακωθούν, θα μπορούσαν να θεωρούν ότι η σχέση τους πάει καλά. Αυτό, όμως, προϋπο­θέτει ότι έχουν περάσει το χρόνο τους μαζί και όχι ότι πήγαν διακοπές και καθένας τους έκανε διαφορετικά πράγματα ή/και παρέα με άλλους ανθρώπους.

Στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη, το διάστημα ξεκούρασης και παύσης από τις εργασίες ήταν ταυτόσημο με θρησκευτικές γιορτές και αργίες. Αιώνες αργότερα, ­περί το 1900, οι σχολικές διακοπές συνέπιπταν με την περίοδο του καλοκαιρινού θερισμού, επειδή τα παιδιά έπρεπε να βοηθήσουν στις αγροτικές εργασίες. ­Καθώς, όμως, για το καλοκαίρι διέκοπταν το σχολείο και τα παιδιά των πόλεων -όπου δεν υπήρχαν βέβαια αγροτικές εργασίες-, προέκυψε η ανάγκη να πρέπει να διακόψουν και οι εργαζόμενοι γονείς, ώστε να περνούν χρόνο με τα παιδιά τους, αλλά και να μην τα αφήνουν μόνα τους. Από την άλλη, οι διακοπές για τους ­Έλληνες -προπολεμικά ακόμη- συνδυάζονταν με ­θεραπευτικούς σκοπούς, π.χ. ιαματικά λουτρά.




Αν τα παιδιά μπορούν να περάσουν ένα διάστημα χωρίς τους γονείς τους, σε κάποια κατασκήνωση για ­παράδειγμα, σίγουρα υπάρχει για όλους ένα κέρδος. Τα παιδιά στην κατασκήνωση, χωρίς την προστασία αλλά και τις απαγορεύσεις των γονιών τους, αυτονομούνται, κοινωνικοποιούνται, μπαίνουν σε μια ομάδα, δοκιμάζονται… Και στους γονείς, όμως, κάνει καλό να μένουν λίγο μόνοι τους. Ανανεώνονται ως ζευγάρι και, επιπλέον, απελευθερώνονται από τις υποχρεώσεις.


Οι άνθρωποι πηγαίνουν μόνοι τους διακοπές για διαφορετικούς λόγους: Κάποιοι το επιλέγουν επειδή θέλουν να «κοιτάξουν» λίγο τον εαυτό τους, άλλοι επειδή είναι ­μοναχικοί από τη φύση τους. Υπάρχουν, βέβαια, και οι άνθρωποι που δεν έχουν παρέα, αλλά μπορούν π.χ. να προτιμήσουν διακοπές σε γκρουπ.


Όλα εξαρτώνται από το λόγο για τον οποίο νιώθει αυτή την ανάγκη. Επειδή φοβάται ότι δεν θα περάσει καλά με τον/την σύντροφό του (όπου εδώ υπάρχει ένας πιθανός προάγγε­λος προβλημάτων) ή επειδή χρειάζεται να περάσει λίγο χρόνο με τον εαυτό του;

Μετά τις διακοπές, πολλοί άνθρωποι ξεκινούν ψυχοθεραπεία, επειδή βρέθηκαν αντιμέτωποι με καταστάσεις που είτε σχετίζονται με τους ίδιους είτε με τη σχέση τους και μέχρι πρότινος επέλεγαν να αγνοούν. Δεν είναι απίθα­νο, δηλαδή, να συνειδητοποιήσουν ότι το συναίσθημα της μοναξιάς, τα προβλήματα στη σχέση τους, η έλλειψη ενδιαφερόντων, δεν οφείλονται στη ρουτίνα, αφού αυτά είναι παρόντα και στις διακοπές. Σε ένα βαθμό, λοιπόν, οι διακοπές είναι και ένα τσεκάπ, επειδή «βλέπουμε» και «ακούμε» όσα πράγματα ήδη υπήρχαν και δεν ­μπορούσαμε να τα «δούμε».



Ο κ. Αναστάσιος Σταλίκας σπούδασε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Concordia του Μόντρεαλ και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Οτάβα στον Καναδά. Υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο McGill και διευθυντής στην Ψυχοεκπαιδευτική Κλινική του ίδιου πανεπιστημίου. Σήμερα, είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συγγράψει περισσότερα από 30 επιστημονικά άρθρα, 6 βιβλία, καθώς και μεμονωμένα κεφάλαια βιβλίων. Επίσης, είναι μέλος πολλών διεθνών και ελληνικών επιστημονικών ενώσεων και συμβουλίων.