Όλοι έχουμε τις ανασφάλειές μας! Κατά καιρούς, απογοητευόμαστε από τον εαυτό μας, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε σε αυτόν, αμφισβητούμε την αξία μας και νιώθουμε μικροί και ανάξιοι, ειδικά όταν συγκρινόμαστε με κάποιους που θαυμάζουμε, που θεωρούμε πρότυπα ή απλά πιστεύουμε ότι αντιπροσωπεύουν ό,τι έχει για εμάς σημασία και αξία. Ακόμη και οι -φαινομενικά τουλάχιστον- πιο σίγουροι για τον εαυτό τους άνθρωποι περνάνε κρίσεις αυτοαμφισβήτησης. Αυτές οι κρίσεις είναι φυσιολογικές και αναμενόμενες. Μοιάζουν να είναι μέρος της ανθρώπινης κατάστασης, τουλάχιστον έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στο δικό μας πολιτισμό. Είναι, μάλιστα, απαραίτητες ως διαδικασία επαναπροσανατολισμού μας μέσα στη ζωή: Πού βρίσκομαι, πού πάω και ποια είναι η σχέση μου με τους άλλους; Γίνονται, όμως, προβληματικές και επώδυνες, όταν κυριαρχούν στην καθημερινότητά μας: Όταν κάθε μας σκέψη και κάθε μας πράξη τείνουν να καταλήγουν στο ότι τελικά σε κάτι υστερούμε και ότι οι άλλοι, κάποιοι άλλοι, ένας άλλος έστω, είναι καλύτεροι από εμάς!



Η Γεωργία, 31 ετών, μας περιγράφει πώς βλέπει τον εαυτό της και τη ζωή της σε σχέση με τους άλλους: «… Προσπαθώ μεν, αλλά νιώθω τόσο κουρασμένη, γιατί πάντα βλέπω τους άλλους να είναι ”μπροστά”. Δεν μου αρέσει να το λέω έτσι, αλλά νιώθω ότι είναι καλύτεροι από μένα. Ας μη μιλήσω για την εμφάνιση, στο κάτω-κάτω έτσι γεννήθηκα, τι να γίνει… Αλλά στη ζωή τους οι φίλοι μου, οι αδερφές μου έχουν σχέσεις πιο πετυχημένες από αυτές που κάνω εγώ, προχωρούν στη δουλειά τους, κάνουν αυτό που τους αρέσει, εξελίσσονται, ”ανεβαίνουν”, η ζωή τους είναι γεμάτη! Πραγματικά, δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος τομέας στον οποίο να μην υστερώ. Και, βέβαια, αυτό με αποθαρρύνει, δεν νομίζω ότι μπορώ να τους φτάσω και χάνω εύκολα τη διάθεσή μου να προσπαθώ… ». Με το που διαβάζουμε αυτά που μας λέει η Γεωργία, αμέσως περνά από το μυαλό μας η σκέψη: «Ε, δεν μπορεί να είναι έτσι!». Αυτή η ψυχολογία, όμως, της συνεχούς «υστέρησης» είναι, δυστυχώς, αρκετά διαδεδομένη και συνοδεύεται από:
• Αυτοϋποτίμηση: Oι σκέψεις περιστρέφονται διαρκώς γύρω από τις ανεπάρκειες, τις ανικανότητες, τις αδυναμίες μας, ενώ αντίθετα χάνονται από το πεδίο της αντίληψής μας οι καλές και δυνατές πλευρές μας.
• Αρνητικά συναισθήματα: Συνήθως επικρατούν αρνητικά συναισθήματα θλίψης, ανησυχίας, φόβου, άγχους, ντροπής, ενοχής, που εντείνουν το αίσθημα της ανεπάρκειας και δυσκολεύουν όποιες προσπάθειες καταβάλλουμε για να βγούμε από αυτή τη «μειονεκτική» θέση στην οποία πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε.
• Αίσθημα κατωτερότητας: Oι σχέσεις με τους άλλους πάσχουν από το αίσθημα κατωτερότητας και τη δυσκολία να αισθανθούμε ισότιμοι με αυτούς και άξιοι της αγάπης, της φιλίας, της εκτίμησής τους. Κάθε κριτική και κάθε αμφισβήτηση προς το πρόσωπό μας εκλαμβάνονται ως ολοκληρωτική απόρριψη.
• Κακή σχέση με το σώμα μας: Η σχέση με το σώμα μας είναι μάλλον κακή, κάτι που μερικές φορές αντικατοπτρίζεται και στη στάση μας. Κακές διατροφικές συνήθειες, υπερβολικές δίαιτες ή το αντίθετο, υπερβολικό φαγητό, είναι συνηθισμένες. Επίσης, κάποιοι ή παραμελούν την εμφάνισή τους ή αντίθετα δεν τολμούν να εμφανιστούν μπροστά στους άλλους αν δεν είναι τέλεια ντυμένοι ή «φτιαγμένοι».



Όταν βλέπουμε τον ίδιο μας τον εαυτό ως κατώτερο και ανεπαρκή, συνήθως αυτή η «ματιά» έχει εγκατασταθεί μέσα μας από μικρή ηλικία και έχει εδραιωθεί με τα χρόνια.
• Παιδική ηλικία: Η υπερβολικά αυστηρή, επικριτική, μη ενθαρρυντική στάση των γονιών, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το παιδί λόγω προβολής δικών τους ανασφαλειών πάνω του, σε συνδυασμό συχνά με προσδοκίες πολύ υψηλές ή άσχετες με τις πραγματικές ικανότητες και ανάγκες του παιδιού, οι διαρκείς (έστω και ανείπωτες) συγκρίσεις με άλλους που τα καταφέρνουν «καλύτερα», μπορούν να δημιουργήσουν ένα γόνιμο υπέδαφος πάνω στο οποίο θα αναπτυχθεί στη συνέχεια η πεποίθηση ότι «οι άλλοι αξίζουν περισσότερο, είναι καλύτεροι από μένα». Συχνά, οι γονείς γίνονται οι πιο αμείλικτοι κριτές. Συνήθως, περιμένουν όλα όσα δεν πέτυχαν οι ίδιοι. Έτσι, παρακολουθούν και καταγράφουν με αγωνία τις αδυναμίες μας και αδυνατούν να μας δουν ως ανθρώπους ολοκληρωμένους, πολύπλευρους και κυρίως εντελώς διαφορετικούς από τους ίδιους. Το τραγικό είναι πως τη γνώμη αυτών ακριβώς των ανθρώπων την κάνουμε δική μας. Τη θεωρούμε ως τη μοναδική και αδιάσειστη αλήθεια, ενώ στην ουσία πρόκειται μόνο για μια γνώμη και μάλιστα οικτρά διαστρεβλωμένη.
• Εφηβεία: Η εφηβεία είναι συχνά μια τέτοια περίοδος, κατά την οποία αισθάνεται κανείς αδύναμος και ελλιπής, και συγκρίνοντας τον εαυτό του με τους άλλους, τους βρίσκει πάντα καλύτερους, πάντα πιο όμορφους, έξυπνους, λεπτούς, ψηλούς, γυμνασμένους, δυναμικούς, κοινωνικούς, ευχάριστους, ενδιαφέροντες, αστείους, ταλαντούχους. Oι συγκρίσεις πολλές φορές αποβαίνουν ισοπεδωτικές: Απογοήτευση, απόγνωση, θλίψη, αλλά και θυμός και εναντίωση είναι για πολλούς εφήβους το αποτέλεσμα. Για καλή μας τύχη, μετά το πέρας της εφηβείας συνήθως εδραιώνεται μια ισορροπία μεταξύ αυτού που βλέπουμε στους άλλους και αυτού που πιστεύουμε για τον εαυτό μας. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σιγά-σιγά στη διαμόρφωση μιας πιο σταθερής αυτοεικόνας, μιας «ταυτότητας», όπως συνήθως ονομάζεται. Μερικοί άνθρωποι, όμως, μοιάζουν να παραμένουν «κολλημένοι» ή να επιστρέφουν με την παραμικρή δυσκολία σε αυτή την εφηβική θεώρηση του εαυτού, που βλέπει όλους τους άλλους καλύτερους και βρίσκει διαρκώς τρόπους να αυτοϋποτιμάται. Μοιάζουν σαν να βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση των «αδυναμιών» τους και σε γενικές γραμμές πιστεύουν ότι δεν αξίζουν και πολλά πράγματα. Στις συγκρίσεις με άλλους είναι σχεδόν αναμενόμενο ότι βγαίνουν τελευταίοι και καταϊδρωμένοι, καταλήγοντας στο θλιβερό συμπέρασμα: «Δεν αξίζω, δεν καταφέρνω και πολλά, ο καθένας μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από μένα».



Για να καταφέρουμε να δούμε πιο θετικά τον εαυτό μας, είναι απαραίτητο να αμφισβητήσουμε την εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν:
1. Χρειάζεται να στραφούμε προς τους άλλους και να αρχίσουμε να ακούμε αυτά που έχουν να πουν για εμάς, χωρίς προκαταλήψεις του τύπου: «Το λέει από οίκτο», «Το λέει επειδή είναι άσχετος», «Το λέει γιατί δεν με ξέρει καλά», «Το λέει από υπερβολική ευγένεια». Δεν μπορεί να είμαστε οι μόνοι αλάνθαστοι και αντικειμενικοί ανάμεσα σε δεκάδες άσχετους και ανίκανους να κρίνουν!
2. Χρειάζεται να στραφούμε λίγο προς τον εαυτό μας και να βρούμε αν όλα αυτά που κυνηγάμε και φαίνονται άπιαστα είναι πράγματι δικές μας επιθυμίες και ανάγκες ή είναι υπολείμματα αυτών που κάποιοι άλλοι ίσως να περίμεναν από εμάς ή να θεωρούσαν σημαντικά.
3. Χρειάζεται να παραδεχτούμε (καθόλου εύκολο και ανώδυνο) ότι ίσως κάποια πράγματα δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε. Συνήθως, αυτό συμβαίνει όχι γιατί είμαστε εντελώς ανίκανοι σε έναν τομέα, αλλά γιατί, αν κοιτάξουμε μέσα μας, θα δούμε ότι δεν έχουν τέτοια σημασία για εμάς ώστε να θέλουμε να τα παλέψουμε τόσο πολύ.
4. Χρειάζεται, επίσης, να παραδεχτούμε ότι σε κάποια πράγματα τα έχουμε καταφέρει πολύ καλά, έστω κι αν στη συνέχεια θεωρήσαμε ότι ήταν ασήμαντα ή τα προσπεράσαμε κυνηγώντας κάποια πιο «σπουδαία».
5. Χρειάζεται να αμφισβητήσουμε τα πρότυπά μας. Είναι πράγματι τόσο καταπληκτικά όλα στις ζωές των άλλων; Πόσες φορές ζηλέψαμε κάτι στους άλλους (τη δουλειά τους, τη σχέση τους, την ευτυχία τους) για να ανακαλύψουμε αργότερα ότι τα πράγματα γι’ αυτούς δεν ήταν καθόλου ιδανικά;
6. Χρειάζεται να «μικρύνουμε τα μεγέθη». Δεν γίνεται να συγκρινόμαστε μονίμως με όσους βρίσκονται στην κορυφή, επειδή θεωρούμε ότι κανονικά κι εμείς εκεί θα έπρεπε να βρισκόμαστε. Εξάλλου, για να φτάσει κανείς στην κορυφή, πρέπει να περάσει και από χαμηλά και ενδιάμεσα στάδια. Καμιά φορά είναι απαραίτητο να σταθούμε απέναντι στον εαυτό μας, όπως θα στεκόμασταν απέναντι σε ένα φοβισμένο, αποθαρρυμένο παιδί. Δεν θα το βοηθούσαμε να ανακαλύψει και να στραφεί προς ό,τι αγαπά και κατέχει καλά, ώστε να αρχίσει να χαίρεται, να έχει επιτυχίες και να εμπιστευτεί τον εαυτό του; Αυτή την παιδική αίσθηση της χαράς γι’ αυτό που καταφέραμε, την έχουμε όλοι γνωρίσει και έχει καταγραφεί μέσα μας. Μόνο που χρειάζεται να τη «φρεσκάρουμε».


Ζητείται… ρεαλισμός!
Η αίσθηση ότι οι άλλοι είναι πάντα καλύτεροι είναι σχεδόν πάντα η μία όψη του νομίσματος, που από την άλλη γράφει με μεγάλα γράμματα: «Θα έπρεπε εσύ να είσαι ο/η καλύτερος/η από όλους!». Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να απαλλαγούμε από το αίσθημα κατωτερότητας και ανεπάρκειας, αν δεν αναρωτηθούμε ταυτόχρονα τι περιμένουμε από τον εαυτό μας και κατά πόσο αυτό είναι ρεαλιστικό, απαραίτητο, επίκαιρο, επιθυμητό τελικά, καθώς και αν εναρμονίζεται με την προσωπικότητά μας και τον τρόπο που έχουμε στήσει ή θέλουμε να στήσουμε την υπόλοιπη ζωή μας.






Η κ. Λουίζα Βογιατζή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.