Η ντροπή: Ένα συναίσθημα πολύ γνώριμο και ταυτόχρονα ιδιαίτερα οδυνηρό, που αν ψάξουμε λίγο, το βρίσκουμε χωμένο ανάμεσα στις πιο παλιές μας αναμνήσεις. Άμεσα συνυφασμένη με την παιδική ηλικία και την αίσθηση του να είναι κανείς μικρότερος, αδύναμος και ανεπαρκής, που συνοδεύει τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, θα θέλαμε να διαγράψουμε την ντροπή από το συναισθηματικό μας ρεπερτόριο και να μπορούμε να ζούμε χωρίς αυτήν. Είναι όμως τόσο φριχτό και τόσο απορριπτέο αυτό το συναίσθημα ή μήπως είναι απλά παρεξηγημένο;
Αν κάνουμε μια αναδρομή στις δυσάρεστες αναμνήσεις μας, όλοι έχουμε να θυμηθούμε στιγμές ντροπής, στιγμές που μας «έπιασαν» να κάνουμε κάτι «απαγορευμένο», στιγμές που αποκαλύφθηκε κάτι που θα θέλαμε να μην ξέρει κανείς για μας, στιγμές που νιώσαμε να μας μειώνουν μπροστά σε άλλους, στιγμές που αισθανθήκαμε ότι η συμπεριφορά δικών μας ανθρώπων μας «ρεζιλεύει». Η ζωή είναι γεμάτη με τέτοια βιώματα ντροπής, που είναι από τα πιο οδυνηρά γιατί η ντροπή είναι ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα. Ίσως γι’ αυτό και η επιστήμη της Ψυχολογίας ποτέ δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ντροπή, σε αντίθεση π.χ. με την ενοχή, το φόβο ή το θυμό. Υπάρχει κάτι το απειλητικό στο συναίσθημα της ντροπής, αν σκεφτεί κανείς ότι τη στιγμή που νιώθουμε ντροπή θέλουμε «να ανοίξει η γη να μας καταπιεί», «να εξαφανιστούμε από προσώπου γης», με λίγα λόγια να σταματήσουμε να υπάρχουμε για τους άλλους, έστω για μερικές στιγμές.
Η ντροπή, λοιπόν, είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό συναίσθημα που πηγάζει από την αίσθηση ότι μας βλέπουν και συνδέεται άμεσα με το περιφρονητικό βλέμμα των άλλων, είτε γιατί όντως μας βλέπουν είτε γιατί εμείς το φανταζόμαστε. Άλλα συναισθήματα σχετίζονται συχνά με «πράγματα» (π.χ. φοβόμαστε τους κεραυνούς, τα σκυλιά ή το ύψος, αηδιάζουμε με ένα βρόμικο πιάτο ή μια άσχημη μυρωδιά, χαιρόμαστε με μια ωραία μουσική ή για την προαγωγή που πήραμε), όμως η ντροπή δεν υπάρχει χωρίς την «παρουσία» κάποιου άλλου ανθρώπου, είναι η απειλητική αίσθηση της περιφρόνησης ή της απόρριψης από τους άλλους.
Όταν νιώθω ντροπή είναι γιατί κάποιος με βλέπει όπως είμαι, αλλά δεν θέλω να είμαι, βλέπει κάτι σε εμένα που θα ήθελα να μην υπάρχει και φοβάμαι ότι θα με απορρίψει γι’ αυτό. Ντρέπομαι ή ντροπιάζομαι για στοιχεία μου που υπάρχουν (έστω και στιγμιαία, έστω και σε ελάχιστο βαθμό) και δεν μπορώ να αλλάξω, τουλάχιστον όχι άμεσα. Ντρέπομαι:
• Γιατί έχω μια κρεατοελιά στο πιγούνι, γιατί είμαι χοντρός, γιατί νιώθω άσχημη, γιατί έχω πεταχτά αυτιά.
• Γιατί δεν καταλαβαίνω αυτό που λένε ή διαβάζω, γιατί νιώθω χαζός, γιατί δεν έχω αρκετές γνώσεις, γιατί δεν τα καταφέρνω καλά στο σχολείο…
• Γιατί με είδαν γυμνή, γιατί με έπιασαν να φιλάω ένα αγόρι, να λέω ψέματα, να κλέβω, να κοιτάω από την κλειδαρότρυπα…
• Γιατί με είπαν βρόμικο, ανίκανο, αχάριστο, αμόρφωτο, δειλό…
• Γιατί απέτυχα σε αυτό που είχα αναλάβει, γιατί έκανα ένα αδιόρθωτο λάθος, γιατί «κρέμασα κάποιον που βασιζόταν σε εμένα», γιατί δεν φέρθηκα καλά στο φίλο μου, γιατί έχω πολλά λεφτά ενώ άλλοι πεινάνε…
• Γιατί με το παιδί μου, το γονιό μου, το σύντροφό μου, συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω.
Η ντροπή μοιάζει πολύ με την ενοχή κι όμως είναι αρκετά διαφορετική. Η ενοχή προέρχεται από την αίσθηση της παραβίασης μιας απαγόρευσης και το φόβο της τιμωρίας και σχετίζεται άμεσα με την απαγορευμένη πράξη, δηλαδή αυτό που κάναμε ενώ δεν έπρεπε να το κάνουμε. Η ντροπή, από την άλλη, σχετίζεται με αυτό μέσα μας που μας κάνει να κάνουμε κάτι ή να είμαστε κάπως και προέρχεται από την αίσθηση της ταπείνωσης στα μάτια κάποιου ή κάποιων επειδή είμαστε έτσι και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Και τα δύο, όμως, είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον ως παιδαγωγικά «εργαλεία», με άσχημα πολύ συχνά αποτελέσματα.
O θεσμός της οικογένειας και του σχολείου έκανε χρήση των συναισθημάτων αυτών ως μέσο για να επιβάλλει την εξουσία στα μέλη της (ο φόβος της τιμωρίας και του ντροπιάσματος μεγάλωσε γενιές), σε βαθμό που πολύ συχνά ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Εκτός από το ξύλο και τις αμείλικτες τιμωρίες ως τρόπο διαπαιδαγώγησης, πολλοί γονείς ή δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν και το διασυρμό ή την απειλή του διασυρμού και του ρεζιλέματος (π.χ. σε ορισμένα σχολεία αυστηρών αρχών, οι «ατίθασοι» μαθητές περιφέρονταν με μια ταμπέλα κρεμασμένη στο λαιμό τους που έγραφε το «παράπτωμά» τους). Αυτή η «εκμετάλλευση» του συναισθήματος της ντροπής ως μέσου εξουσίας -ενός συναισθήματος άλλωστε που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη και δεν χρειάζεται να το «προκαλέσουμε» για να εμφανιστεί- οδήγησε στη «δυσφήμησή» της και στην αμηχανία των γονιών απέναντι σε καθετί που θα μπορούσε να ντροπιάσει τα παιδιά τους, γεγονός που μοιάζει σήμερα δυσβάσταχτο για πολλούς γονείς. Κι ενώ η πρόθεσή μας είναι να προστατέψουμε τα παιδιά μας από το οδυνηρό συναίσθημα της ντροπής, αλλά και της ταπείνωσης και της κατωτερότητας που μπορεί να το συνοδεύουν, συχνά αυτό που τελικά καταφέρνουμε είναι να τα στερούμε από τις συνέπειες των πράξεών τους και από την επαναξιολόγηση της συμπεριφοράς τους μέσα από την -δυσάρεστη μεν, αναγκαία δε- εμπειρία της απόρριψης.
Το συναίσθημα της ντροπής έχει τη ρίζα του στις πρώτες στιγμές της ζωής, όταν βλέπουμε τι είμαστε μέσα στο βλέμμα της μητέρας. Όταν αυτό δηλώνει δυσαρέσκεια και μη αποδοχή, τότε μεγαλώνει μέσα μας η αίσθηση ότι κάτι «δεν πάει καλά», κάτι «στραβό» υπάρχει πάνω μας, κάτι «λάθος», κάτι «μη αγαπητό» (αυτό ακριβώς είναι και το συναίσθημα, κάθε φορά που ένα βλέμμα επιτιμητικό πέφτει πάνω μας). Ταυτόχρονα, αυτή η αίσθηση, όταν εναλλάσσεται με το αίσθημα της αποδοχής και της αγάπης από τους άλλους, είναι ένα από τα πιο δυνατά κίνητρα για να εξελιχθούμε, να αναπτύξουμε τις ικανότητές μας, να γίνουμε αυτόνομοι. Είναι επίσης ακρογωνιαίος λίθος στη διαμόρφωση ενός προσωπικού συστήματος αξιών. Στην πορεία της ζωής, η ντροπή μάς παρακινεί να ξεπεράσουμε ελλείψεις και στενά προσωπικά όρια και ταυτόχρονα περιορίζει την ύβρη και την υπερεκτίμηση του εαυτού μας και μας κάνει καλύτερους (συν)ανθρώπους.
Χρειάζεται βέβαια πολύ συνειδητή προσπάθεια από το γονιό για το παιδί και από τον κάθε ενήλικο για τον εαυτό του, ώστε να πετύχει τη «σωστή δόση» ντροπής. Να καταφέρει, δηλαδή, η ντροπή του να παραμένει μέσα στα όρια της αίσθησης αμοιβαιότητας και της αλληλοεκτίμησης που μας συνδέει με τους άλλους και να μην παραμορφώνεται ούτε σε αίσθημα κατωτερότητας και κοινωνικής ανεπάρκειας ούτε σε κοινωνική αναλγησία, θράσος και έλλειψη σεβασμού. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο, αφού η ντροπή μοιάζει να έχει αλλάξει πρόσωπο. Αν, για παράδειγμα, αρκετά πρόσφατα ακόμη, η θέα του γυμνού σώματος, η αποκάλυψη οποιουδήποτε «μυστικού» σεξουαλικού περιεχομένου ήταν πηγή απεριόριστης ντροπής, σήμερα οι γονείς παρακολουθούν καθημερινά σίριαλ με σκηνές σεξ (ήπιες έστω) μαζί με τα ανήλικα παιδιά τους χωρίς να αισθάνεται κανείς τους ούτε καν αμηχανία. Θα μπορούσε σχεδόν να σκεφτεί κανείς ότι η εποχή της ντροπής έχει περάσει. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Μπορεί ένας έφηβος να μην ντροπιάζεται επειδή τον έπιασε ο καθηγητής του να καπνίζει, πόσοι έφηβοι όμως δεν αισθάνονται καθημερινά ντροπή επειδή δεν μπορούν να φορέσουν συγκεκριμένες μάρκες ρούχων ή νέοι άνθρωποι επειδή δεν μπορούν να συμμετέχουν στο λαμπερό life style που βλέπουν γύρω τους; Η ντροπή υπάρχει, είναι αρχέγονο συναίσθημα και η δύναμή της είναι η ίδια όπως ήταν πάντα. Αυτό που δεν είναι ίδιο είναι οι αξίες που την τροφοδοτούν και αυτές ίσως είναι που χρειάζεται να επαναδιαπραγματευτούμε.
Oι σχέσεις με τους κοινωνικούς θεσμούς στην Ελλάδα παραδοσιακά μοιάζουν να βασίζονται περισσότερο στην ντροπή παρά στην ενοχή, σε αντίθεση με τις περισσότερες δυτικές χώρες (οι γονείς έλεγαν στα παιδιά τους «Δεν ντρέπεσαι να το κάνεις αυτό και να σε ρεζιλέψουν;» και όχι «Μην το κάνεις αυτό γιατί απαγορεύεται»). Έτσι, ο καθένας ρύθμιζε την κοινωνική του συμπεριφορά (και) με βάση την ντροπή που ένιωθε απέναντι στους συγγενείς, τους φίλους, τους γνωστούς, τους γείτονες, που μπορούσαν κάθε στιγμή να τον «δουν», να τον «τσακώσουν». Στη σημερινή Ελλάδα, που ο καθένας ζει και κινείται σχεδόν ανώνυμα στο περιβάλλον του, δεν υπάρχει το βλέμμα όλων αυτών στους οποίους θα μπορούσε να ρεζιλευτεί, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε πολύ λιγότερο την υποχρέωση να συμπεριφερθούμε «κόσμια» ή να εμφανίζουμε πρωτοφανή κοινωνική αναλγησία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρέβλωσης της ντροπής είναι οι διάφορες εκπομπές τύπου reality show, όπου οι άνθρωποι κάνουν ουρές για να βγουν στην τηλεόραση και να βγάλουν σε κοινή θέα τα άπλυτά τους, τα κουσούρια τους και γενικά όλα όσα πριν μερικές δεκαετίες θα ήθελαν να μην ξέρει κανείς. Επίσης, η περίπτωση των πολιτικών που αποδεικνύονται δημοσίως καταφανώς ανίκανοι ή ανεπιτυχείς σε αυτό που κάνουν και συνεχίζουν να το κάνουν χωρίς την παραμικρή ένδειξη ντροπής, ταπείνωσης, μεταμέλειας, απολογίας.
Ντροπή: Το πιο παρεξηγημένο συναίσθημα
Όσο απειλητική και δυσάρεστη κι αν είναι η ντροπή, αποτελεί ωστόσο ένα από τα πιο δυνατά κίνητρα για να εξελιχθούμε και να αποκτήσουμε αυτονομία. Πώς γεννιέται το συναίσθημα αυτό και για ποιους λόγους ντρεπόμαστε;