Στο Λαντάκ του δυτικού Θιβέτ, που είναι «σκαρφαλωμένο» στα Ιμαλάια, κατά μέσο όρο έχουν ήλιο 325 ημέρες το χρόνο, αλλά πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Και πολύ χαμηλό εισόδημα. Έτσι, όσοι επιμένουν να ζουν σκαρφαλωμένοι εκεί ψηλά προσπαθούν να ζεσταθούν με τα πενιχρά μέσα που βρίσκονται στην περιοχή. Και ό,τι πιο κλασικό είναι βέβαια η κοπριά από τα μεγάλα ζώα. Όποιος μάλιστα έχει ταξιδέψει στα μέρη αυτά, από Πακιστάν μέχρι βόρεια Ινδία, είναι εξοικειωμένος με την εικόνα των μεγάλων σβόλων από κοπριά που είναι κολλημένοι στους εξωτερικούς τοίχους, αφημένοι για να στεγνώσουν και να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμη ύλη. Μια καύσιμη ύλη ανάγκης φυσικά και όχι απόλαυσης, αφού γεμίζει τα δωμάτια με αποπνικτικό καπνό και, εννοείται, μυρωδιά. Έχουν όμως φτάσει μέχρι το Λαντάκ εδώ και αρκετά χρόνια κάποιες μη κυβερνητικές οργανώσεις, που προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή των κατοίκων και μάλιστα με τρόπους που είναι οικολογικά αποδεκτοί και δεν χρειάζονται πολλά χρήματα. Φρόντισαν, λοιπόν, και για τη θέρμανση των σπιτιών. Στην αρχή με ξυλόσομπες, αλλά αυτό αποδείχτηκε όχι και τόσο ρεαλιστικό, αφού πλέον στα Ιμαλάια τα δέντρα δεν είναι και τόσο άφθονα. Βρέθηκε όμως ένας τρόπος που έκανε τους κατοίκους να διηγούνται κατάπληκτοι ότι αντί για τέσσερα σκεπάσματα τη νύχτα τώρα χρειάζονται μόνο ένα και τα παιδάκια τους μπορούν να κάθονται σε ένα ζεστό δωμάτιο και να κάνουν τα μαθήματά τους χωρίς να θέλουν να φύγουν.


Από το 1881 είχε κατατεθεί η σχετική αίτηση από τον Edward Morse και του είχε χορηγηθεί από το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των Ηνωμένων Πολιτειών το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας Νο 246626 για τον… τοίχο του. Και από τότε πέρασαν 83 ολόκληρα χρόνια χωρίς να φανεί ότι κίνησε το ενδιαφέρον κάποιου. Άλλωστε, οι αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα έβλεπαν τον τοίχο απλά ως ένα κέλυφος που σαν ένα είδος αφίσας αναδεικνύει τα προσόντα και τη φαντασία τους. Μόνο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, που αναπτύχθηκαν κάποιες απόψεις γύρω από την οικολογική αρχιτεκτονική, ο μηχανικός Felix Trompe και ο αρχιτέκτονας Jacques Michel παρουσίασαν την ξεχασμένη ευρεσιτεχνία του αμερικανού συναδέλφου τους, που από τότε και μέχρι σήμερα είναι γνωστή μόνο με το δικό τους όνομα. Πρόκειται για έναν τοίχο συχνά χωρίς ανοίγματα και σπανιότερα βαμμένο με σκούρο χρώμα, πάχους περίπου 20 εκ., μαζί μια γυάλινη επιφάνεια παράλληλη με τον τοίχο σε απόσταση περίπου 5 εκ., που τον καλύπτει ολόκληρο. Συνήθως, προτιμούμε το νότιο τοίχο του σπιτιού και επιδιώκουμε να καλύπτεται όσο γίνεται μεγαλύτερη επιφάνειά του με αυτό το… πλακέ θερμοκήπιο. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος το γιατί. Στη διάρκεια της ημέρας, η επιφάνεια θερμαίνεται. Με βάση τους νόμους της ακτινοβολίας των σωμάτων, ξέρουμε ότι η ηλιακή ενέργεια περνάει από το συνηθισμένο γυαλί σε ποσοστό περίπου 90%. Όταν όμως ο τοίχος θερμανθεί, ξέρουμε ότι επανεκπέμπει κάποιο ποσοστό από τη θερμική ακτινοβολία που δέχτηκε. Επειδή όμως αυτό γίνεται σε διαφορετική συχνότητα, στην οποία το γυαλί δεν παρουσιάζει διαφάνεια, δεν την αφήνει δηλαδή να περάσει, σε μεγάλο ποσοστό εγκλωβίζεται στο χώρο και κατά ένα μεγάλο μέρος (επειδή πάντα έχουμε ροή θερμικής ενέργειας από το πιο θερμό προς το πιο ψυχρό) στη διάρκεια της ημέρας και όσο υπάρχει ήλιος, ο νότιος τοίχος πίσω από το γυαλί θερμαίνεται. Έχει παρατηρηθεί ότι την υψηλότερη θερμοκρασία θα την έχει ο τοίχος 10 ώρες μετά τη στιγμή που θα σημειωθεί η μεγαλύτερη θερμοκρασία έξω, στο χώρο γύρω από το σπίτι. Έτσι, όλοι όσοι έτυχε να κάνουν χρήση αυτής της πολύ έξυπνης κατασκευής γνωρίζουν ότι κατά τις 7 με 8 το βράδυ ο τοίχος βγάζει μια πολύ ευχάριστη ζεστασιά μέσα στο δωμάτιο.


Αφού, λοιπόν, αποδείχτηκε ότι δουλεύει καλά η ιδέα των Morse-Trompe-Michel, άρχισαν και οι βελτιώσεις. Η πιο σημαντική, που τώρα θεωρείται πλέον κλασική και εφαρμόστηκε και στα σπίτια του Λαντάκ, είναι τα δύο παράλληλα με το έδαφος στενά ανοίγματα σε όλο το πλάτος του τοίχου, στο πάτωμα και στην οροφή. Στο κάτω εφαρμόζουμε μια περσίδα που ανοίγει μόνο από το εσωτερικό προς το έξω μέρος του τοίχου και στο επάνω μια άλλη που ανοίγει μόνο προς το εσωτερικό του σπιτιού. Αυτό βοηθάει στην καλύτερη κυκλοφορία του αέρα, αφού ο θερμός, πηγαίνοντας ψηλά, περνάει στο εσωτερικό και ο ψυχρός, ως βαρύτερος, οδηγείται από το κάτω μέρος προς τα έξω, όπου θα αναθερμανθεί και θα ξαναμπεί στο δωμάτιο. Το πάχος του τοίχου μπορεί να είναι από 10 έως και 40 εκ., ανάλογα με το τοπικό κλίμα, το υλικό κατασκευής του (πέτρα, πλίνθοι ή κεραμικά τούβλα) και τη μόνωση (άχυρο ή ξυλόμαλλο – Heraklith). Όσοι συνιστούν την κατασκευή τέτοιων τοίχων δεν συνιστούν ταυτόχρονα στην άλλη πλευρά τους, στο εσωτερικό του δωματίου, να καλύπτονται από ντουλάπια κουζίνας, ράφια με βιβλία ή γυψοσανίδα με ενδιάμεσο κενό αέρος, που λειτουργεί ως μονωτικό. Κάποιος αρχιτέκτονας έβαλε και προεκτάσεις τσιμεντένιες στον τοίχο, για να μην είναι δυνατόν να καλυφθεί η επιφάνειά του από οτιδήποτε. Θέλουμε, δηλαδή, έναν τοίχο ελεύθερο από παντού και μάλιστα χωρίς θερμογέφυρες, τις ανεπιθύμητες οδούς απόδρασης (τις οποίες αναλύσαμε στο προηγούμενο τεύχος), που προσφέρονται για να διαρρεύσει η θερμότητα προς τα έξω. Κάποιοι, μάλιστα, φροντίζουν να μονώνουν τον τοίχο στο κάτω μέρος, στην επαφή του με το έδαφος. Όσο για τους σκοτεινόχρωμους τοίχους, έχει βρεθεί η λύση να χρησιμοποιούνται τζάμια με σχέδια ή κάποιο διακοσμητικό θάμπωμα, για να μη φαίνονται μαύροι και άσχημοι. Υπάρχει και κάποιος συντελεστής απόδοσης ενός τέτοιου τοίχου, που ορίζεται ως το κλάσμα με αριθμητή τη θερμότητα που δίνεται στο κτίριο και παρονομαστή την ολική ηλιακή ενέργεια που πέφτει στον τοίχο.


Θεωρείται ότι ο συντελεστής απόδοσης της μεθόδου είναι από 13% και επάνω, αλλά προφανώς δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί από τον κάθε ιδιοκτήτη. Υπάρχει επίσης μια ακόμη παραλλαγή που προτείνεται από τον καθηγητή Wei Chen, ο οποίος θεωρεί ότι οι κλασικοί τοίχοι Trompe-Michel δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί όταν έχουμε πολλές κρύες νύχτες ή κρύες ημέρες και ταυτόχρονα δεν εμφανίζεται ο ήλιος, οπότε στον τοίχο κυκλοφορεί θερμότητα από το εσωτερικό του σπιτιού προς τα έξω. Προτείνεται, λοιπόν, ως «αντίδοτο» σε αυτό να καλύπτεται ο τοίχος πίσω από το γυαλί με ένα πορώδες υλικό που λειτουργεί ως μονωτής όταν είναι να φύγει θερμότητα από το εσωτερικό προς τα έξω. Έτσι, για όποιον θέλει μια βελτιωμένη έκδοση του τοίχου Trompe-Michel, μια καλή λύση για τα δικά μας δεδομένα θα ήταν να καλυφθεί ο τοίχος με πλάκες από ξυλόμαλλο, που θα λειτουργούν ως μονωτικό και ταυτόχρονα, έχοντας σκούρο καφέ χρώμα θα απορροφούν περισσότερη ακτινοβολία.


Στα σπίτια του Λαντάκ τα έξοδα για τους ευεργετικούς αυτούς τοίχους τα είχαν αναλάβει διάφορες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, εδώ, όμως, θα σκεφτεί κάποιος, τα έξοδα πρέπει να τα καλύψει ο ιδιοκτήτης. Αυτό είναι αλήθεια και είναι το πρώτο «αλλά». Η μόνη παρηγοριά είναι φυσικά η απόσβεση λόγω μειωμένων εξόδων θέρμανσης και η θαλπωρή που παρέχει μια τέτοια κατασκευή. Το άλλο «αλλά» φυσικά θα πρέπει να είναι για το τι κάνουμε το καλοκαίρι, που κάθε άλλο παρά θέλουμε να έχουμε έναν (ακόμη) ζεστό τοίχο, και μάλιστα πιο ζεστό από τους άλλους. Σε περιοχές πιο βόρειες από τη δική μας, που δεν έχουν μεγάλο πρόβλημα, αρκούνται στο να παρατηρήσουν ότι στη διάρκεια των θερινών μηνών ο ήλιος βρίσκεται αρκετά ψηλά ώστε οι ακτίνες του να μη χτυπούν σχεδόν κάθετα στο τζάμι και μάλιστα πέφτουν με αρκετά μικρή γωνία ως προς τη γυάλινη επιφάνεια, επιτρέποντας στις περισσότερες ακτίνες να ανακλώνται. Επιπλέον, προτείνουν να υπάρχει στο επάνω μέρος του τοίχου τέντα, ώστε να προστατεύεται ακόμη περισσότερο η κατασκευή από τις καλοκαιρινές ακτίνες. Μία ακόμη πρόταση είναι το τζάμι του τοίχου Trompe-Michel να είναι επάνω σε μια απλή κατασκευή που να επιτρέπει στον ιδιοκτήτη να το ανοίγει το καλοκαίρι εντελώς, δίνοντας «άδεια» στο «θερμοκήπιο» που τόσο τον εξυπηρέτησε το χειμώνα.

Oι τοίχοι μπορούν να αποκτήσουν ακόμη και… μάτια, αν το θελήσουμε. Στις φωτογραφίες φαίνεται μια κατασκευή που τη συναντάς σε οικολογικά προσανατολισμένα σπίτια. Με μπουκάλια ή και βάζα της μαρμελάδας τοποθετημένα το ένα ως προέκταση του άλλου, όχι μόνο θερμαίνεται ένας τοίχος, αλλά παίρνει και περισσότερο φως, ενώ αν χρησιμοποιήσουμε μπουκάλια διάφορων χρωμάτων, θα έχουμε και… ψυχεδελικό φωτισμό!