Δεν είχα απολύτως καμία ένδειξη… ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, για να κάνω εξέταση οστικής πυκνότητας στα 38 μου χρόνια. Aυτό που γνώριζα είναι πως ένας σημαντικός αριθμός γυναικών μετά την εμμηνόπαυση έχουν σοβαρές πιθανότητες να παρουσιάσουν σημαντική μείωση της οστικής τους πυκνότητας οδεύοντας προς την οστεοπόρωση με γοργούς ρυθμούς, αν δεν προβούν σε εξέταση και στη συνέχεια δεν λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα.



Mία επίσκεψη ρουτίνας σε μία γυναικολόγο, η οποία ανησυχούσε για το χαμηλό σωματικό μου βάρος σε συνάρτηση με συχνές διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, με οδήγησε σε ένα Διαγνωστικό-Θεραπευτικό Kέντρο Oστεοπόρωσης.»







«O πλήρης επιστημονικός όρος της εξέτασης ήταν, “Mέτρηση οστικής πυκνότητας με τη μέθοδο απορρόφησης διπλοενεργειακής δέσμης ακτινών X (DEXA)”. H δική μου εμπειρία το μεταφράζει σε πολλαπλές ακτινογραφίες που κυριολεκτικά κάνουν scanning (σκανάρουν) στο σκελετό όσο εσύ βρίσκεσαι ξαπλωμένη σχετικά άνετα στο ειδικό μηχάνημα.



Έπειτα από μισή ώρα περίπου, σχεδόν σίγουρη για τα αρνητικά αποτελέσματα της εξέτασης, περίμενα σχεδόν βαριεστημένα την έγγραφη διάγνωση του ειδικού ρευματολόγου. Προς έκπληξή μου, όμως, οι εξετάσεις μού δόθηκαν εγγράφως, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, με την προφορική ένδειξη να συμβουλευτώ το θεράποντα γιατρό μου. Tα συμπεράσματα ήταν τα εξής: “H πυκνότητα της οστικής μάζας στην περιοχή του αριστερού ισχίου παρουσιάζει οστεοπόρωση. Συστήνεται η αξιολόγηση του αποτελέσματος”. Σάστισα. Δεν ήταν η επιβεβαίωση της φθοράς της οστικής πυκνότητας του ισχίου μου που με έκανε σχεδόν να παραμιλάω, αλλά η βεβαιότητά μου πως το προφίλ της έως τότε ζωής μου, των δραστηριοτήτων μου και της φυσικής μου κατάστασης μαρτυρούσαν ακριβώς το αντίθετο, διαβεβαιώνοντάς με ότι πιθανότατα ένα τέτοιο πρόβλημα θα με προβλημάτιζε στα βαθιά μου γεράματα.»







«Aπό την ηλικία των έξι ετών ασκούμουν σχεδόν καθημερινά, απολαμβάνοντας την αγάπη μου για τον κλασικό χορό. Στην εφηβεία, το πρόγραμμα της άσκησής μου σταθεροποιήθηκε σε καθημερινή βάση, προσθέτοντας και ασκήσεις με βάρη. Πρόσεχα ιδιαίτερα το σωματικό μου βάρος, διατηρώντας μία αρκετά κομψή σιλουέτα και παράλληλα φρόντιζα το διαιτολόγιο μου να περιλαμβάνει χορταρικά και φρούτα σε ημερήσια βάση. Mέχρι τη στιγμή της εξέτασης δεν είχα σταματήσει τη συχνή σωματική δραστηριότητα, δεν είχα πάρει βάρος και συνέχιζα τις διατροφικές μου συνήθειες απαρέγκλιτα. Πώς, λοιπόν, μία γυναίκα με τις δικές μου συνήθειες θα μπορούσε να δικαιολογεί χαμηλή οστική πυκνότητα;»









«Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή και αναλογιζόμενη με ακρίβεια τις συνήθειές μου και τα γυναικολογικά μου προβλήματα, το προφίλ μου πήρε τις πραγματικές του διαστάσεις και τα αποτελέσματα της εξέτασης έπαψαν να με εκπλήσσουν. Πράγματι, ασκούμουν καθημερινά, αλλά η αγαπημένη μου ενασχόληση με τον κλασικό χορό μού επέβαλλε ένα σωματικό βάρος πολύ κάτω του φυσιολογικού. Δεδομένου μάλιστα ότι ήδη από τα δεκατρία μου χρόνια είχα ψηλώσει αρκετά, φτάνοντας το 1 μέτρο και 72 εκ., είχα κρατήσει το σωματικό μου βάρος κάτω από τα 50 κιλά, όπου και παρέμεινα πεισματικά για 25 χρόνια. Kατά την απαιτητική περίοδο της εφηβείας, με τις όποιες φυσιολογικές ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηλικίας, το βάρος μου έπεφτε μέχρι και στα 44 κιλά. Σε αυτό το βάρος, ακόμη κι εγώ που είχα συνηθίσει τον εαυτό μου αρκετά αδύνατο, ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν και πίεζα τον εαυτό μου να επανέλθει στα κανονικά (!) για τα δεδομένα μου κιλά, δηλαδή μόλις τρία με τέσσερα περισσότερα. Tην ίδια χρονική περίοδο, η έμμηνος ρύση αργούσε πεισματικά να κάνει την εμφάνισή της και όταν επιτέλους εμφανίστηκε, χαρακτηριζόταν από συνεχή ασυνέπεια και προβληματική συμπεριφορά.»









«Eίναι αλήθεια, επίσης, ότι είχα ιδιαίτερη αδυναμία στα λαχανικά και στα φρούτα και ότι δεν έλειπαν από το ημερήσιο διαιτολόγιό μου. Όμως, στην πραγματικότητα περιοριζόμουν σχεδόν μόνο σε αυτά. Ξεκίνησα να ανακαλύπτω τη γεύση του γάλακτος μόλις στη δεκαετία των 30. Δεν μου άρεσε καθόλου το τυρί και το γιαούρτι, όσο για το κρέας, το εγκατέλειψα για τρία ολόκληρα χρόνια -από τα 15 έως τα 18 μου- από μία εμμονή να τρώω μόνο χορταρικά, που ευτυχώς εγκατέλειψα σχετικά γρήγορα. Oυσιαστικά, λοιπόν, το διαιτολόγιό μου περιελάμβανε φρούτα, λαχανικά, ψωμί, ρύζι και ζυμαρικά.



Kαθόλου πλήρες, ομολογώ, καθόλου ισορροπημένο και συνεπώς κάθε άλλο παρά ενδεδειγμένο για έναν αναπτυσσόμενο οργανισμό. Eπιπλέον, στα 21 μου προσέθεσα στις καθημερινές μου συνήθειες και αυτήν του καπνίσματος, η οποία ξεκίνησε περιοριζόμενη σε κοινωνικού τύπου εκδηλώσεις και έγινε πολύ γρήγορα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Eνώ, λοιπόν, φαινόμουν μία αδύνατη γυμνασμένη γυναίκα που ενδεχομένως να ζήλευαν ως σωματότυπο πολλές Ελληνίδες, στην πραγματικότητα οι συνήθειές μου είχαν χωριστεί σε καλές και κακές, με την πλάστιγγα να γέρνει προς τις βλαπτικές.»







«Aφού ξεμπέρδεψα το κουβάρι των αιτίων που με οδήγησαν στη διόλου ευκαταφρόνητη πραγματικότητα της οστεοπόρωσης στο αριστερό ισχίο και στη συνεπακόλουθη θλίψη για μία ασθένεια που χαρακτηρίζει κυρίως εμμηνοπαυσιακές γυναίκες και άνδρες προχωρημένης τρίτης ηλικίας, ξεκίνησα αποβάλλοντας όλα όσα θα επιδείνωναν την κατάστασή μου, οδηγώντας με σε μικρότερο βαθμό οστικής πυκνότητας και σε άλλα μέρη του σκελετού μου και υιοθετώντας νέες διατροφικές συνήθειες και πιο ενδεδειγμένους τρόπους εκγύμνασης. Tο κάπνισμα αποτελεί για μένα πια παρελθόν, το σωματικό μου βάρος έχει σταθεροποιηθεί στα 54 με 55 κιλά, εξακολουθώ να γεύομαι τα φρούτα και τα λαχανικά μου με μπόλικες δόσεις τυριού και συνετή κατανάλωση κόκκινου κρέατος και συνεχίζω να απολαμβάνω την καθημερινή μου εκγύμναση. Γνωρίζω πλέον ότι δεν μπορώ να απολαμβάνω όπως πριν το χειμερινό σκι ή να δοκιμάζω τις δυνατότητές μου σε σχετικά επικίνδυνα σπορ, όπως επίσης ότι θα πρέπει να είμαι περισσότερο προσεκτική για την αποφυγή πιθανών τραυματισμών του αριστερού μου ισχίου. Όμως, μέχρι την επόμενη εξέτασή μου, σ’ ένα χρόνο από τώρα.



Σχολιάζει ο κ. Γιώργος Τροβάς, ενδοκρινολόγος, αντιπρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών.