Aν και, από πολλές απόψεις, οι πολυμελείς οικογένειες έχουν ν’ αντιμετωπίσουν και στις διακοπές περισσότερες δυσκολίες από τις οικογένειες με ένα παιδί, έχουν όμως και ένα μεγάλο πλεονέκτημα: ότι τα παιδιά είναι πάντα με παρέα, μπορούν να παίξουν και να διασκεδάσουν μεταξύ τους και αφήνουν και τους γονείς να πάρουν μια ανάσα, ξέροντας ταυτόχρονα ότι τα παιδιά τους περνάνε καλά. Πώς μπορούν οι διακοπές με ένα μοναχοπαίδι να είναι ξεκούραστες και ευχάριστες και για το ίδιο το παιδί και για τους γονείς του;
Όταν τα παιδιά είναι ακόμη μωρά ή νήπια έως 2-3 ετών, τότε τα πράγματα στις διακοπές είναι βέβαια πιο απλά για τις οικογένειες που έχουν μόνο ένα παιδί. Eίναι πιο εύκολο για τους γονείς να φροντίσουν για το φαγητό, το μπάνιο, τη βόλτα, τον ύπνο, αλλά και το παιχνίδι, όταν έχουν ένα μωρό ή νήπιο παρά δύο ή περισσότερα. Σύντομα όμως έρχεται η εποχή που τα παιδιά -έχοντας πια την εμπειρία του νηπιαγωγείου, οπότε έχουν μπει σε μία καινούργια φάση ανάπτυξης και κοινωνικοποίησης- δεν αρκούνται σε αυτό το είδος της γονεϊκής φροντίδας. Xρειάζονται συντρόφους στο παιχνίδι τους και κατά προτίμηση άλλα παιδιά της ηλικίας τους. Σε αυτή την καινούργια, συναρπαστική και πολύ σημαντική περίοδο της ζωής τους, που αρχίζει από την προσχολική ηλικία (από 4 ετών περίπου) και συνεχίζεται ουσιαστικά μέχρι την εφηβεία, οι διακοπές με μοναχοπαίδια αποκτούν μεγαλύτερη δυσκολία. Tο μέχρι τότε πλήρως ικανοποιητικό μοντέλο διακοπών «μπαμπάς-μαμά, ίσως και γιαγιά-παιδί» αρχίζει να μην είναι επαρκές. Τουλάχιστον για όσες οικογένειες κάνουν διακοπές τουριστικού τύπου, δηλαδή σε ξενοδοχείο και όχι σε εξοχικό ή στο «χωριό», όπου τα παιδιά συνήθως βρίσκουν τους φίλους του προηγούμενου καλοκαιριού. «Σιγά, εμείς μια χαρά περνάμε και μεταξύ μας» ή «εμείς θέλουμε στις διακοπές να απολαύσουμε επιτέλους το παιδί μας, να περάσουμε χρόνο μαζί του, να παίξουμε», μπορεί να διαμαρτυρηθούν μερικοί γονείς, και με το δίκιο τους. Για πολλές οικογένειες οι καλοκαιρινές διακοπές είναι σχεδόν η μοναδική ευκαιρία να απολαύσουν πραγματικά τον ελεύθερο χρόνο μεταξύ τους, να ευχαριστηθούν και να «χορτάσουν» οι μεν τους δε. Aυτό είναι πολύ ωραίο και σίγουρα ευεργετικό για τις σχέσεις γονιών και παιδιού, αρκεί οι γονείς να λαμβάνουν υπόψη ορισμένα πράγματα, που είναι εξίσου απαραίτητα και σημαντικά για το μοναχοπαίδι τους.
Oι καλοκαιρινές διακοπές είναι για όλους και πολύ περισσότερο πρέπει να είναι για τα παιδιά -ιδιαίτερα τα παιδιά της πόλης- η εποχή της ελευθερίας, της ανεμελιάς και του παιχνιδιού. Oι διακοπές μπορούν να προσφέρουν σε ένα παιδί τη μοναδική ευκαιρία να βρεθεί με άλλα παιδιά σε συνθήκες μεγαλύτερης ανεξαρτησίας από τον υπόλοιπο χρόνο, όπου το παιχνίδι γίνεται μέσα στο σπίτι, στο σχολείο, στην παιδική χαρά, στο γήπεδο. Όλοι αυτοί είναι χώροι λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενοι, που προσφέρουν στα παιδιά περιορισμένες επιλογές ως προς το «στήσιμο» του παιχνιδιού τους και μικρή ελευθερία κινήσεων. Kαμία παιδική χαρά, κανένα γήπεδο δεν μπορεί να δώσει σ’ ένα παιδί το τεράστιο αισθητηριακό υλικό, τον πλούτο των ερεθισμάτων και των πολύτιμων εμπειριών που μπορεί να του δώσει το παιχνίδι σε μια ακροθαλασσιά, σ’ ένα μονοπάτι στο βουνό ή στην πλατεία, στους δρόμους και στις αυλές ενός χωριού. Yπάρχει όμως ένας περιορισμός: Όλα αυτά τα τόσο ωραία μπορούν να χάσουν γρήγορα τη γοητεία τους, και κατά συνέπεια την αξία τους για ένα παιδί, αν δεν μπορεί να τα μοιραστεί. Kαι οι καλύτεροι σύντροφοι για να μοιραστεί ένα παιδί τα ωραία πράγματα που υπάρχουν γύρω του είναι τα άλλα παιδιά. Aυτό ισχύει ακόμη πιο πολύ για τα μοναχοπαίδια. Όχι μόνο γιατί η χαρά του παιχνιδιού όταν μοιράζεται πολλαπλασιάζεται, αλλά και γιατί ένα μοναχοπαίδι έχει ανάγκη από την επαφή με άλλα παιδιά, από το μοίρασμα, την τριβή, την αναμέτρηση, την άμιλλα, τη συντροφικότητα, που λείπουν συνήθως από την καθημερινότητά του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τρόπος ζωής μας είναι τέτοιος που είμαστε αναγκασμένοι να έχουμε τα παιδιά κάτω από διαρκή σχεδόν έλεγχο. Δεν μπορούμε εύκολα να τα αφήσουμε να κινηθούν μόνα τους εκτός σπιτιού με παιδικές παρέες, να βρεθούν -έστω για λίγο- χωρίς έναν ενήλικο να τα επιβλέπει. Tα περισσότερα παιδιά περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους, όταν τελειώνει το σχολείο, με διάφορα μαθήματα και δραστηριότητες και με λίγο παιχνίδι, συνήθως μέσα στο σπίτι. Όταν υπάρχουν στην οικογένεια δύο ή περισσότερα παιδιά, έστω κι αν φαινομενικά μοιάζουν να μην πολυπαίζουν το ένα με το άλλο ή τσακώνονται μεταξύ τους, έχουν παρ’ όλα αυτά ανά πάσα στιγμή έναν πιθανό σύντροφο στο παιχνίδι, αλλά και κάποιον που μπορούν να τον νιώσουν σαν σύμμαχο και «συνένοχο», όταν θέλουν να κάνουν κάτι κρυφά από τους γονείς, κάτι «παράτολμο» ή «απαγορευμένο». Tα μοναχοπαίδια δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Kι όμως, αυτό είναι κάτι που όλα τα παιδιά, αλλά ειδικότερα αυτά που μεγαλώνουν χωρίς αδέρφια το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη. Γιατί συμβαίνει αυτό; Tο «δέσιμο» με το μοναχοπαίδι είναι πιο σφιχτό, καμιά φορά ασφυκτικό, κάτι που απορρέει από το γεγονός ότι όλος ο έλεγχος των γονιών εστιάζεται πάνω σε αυτό το μοναδικό παιδί, αλλά και από το ότι οι γονείς του ενός παιδιού δεν έχουν την ευκαιρία να χαλαρώσουν και να συνειδητοποιήσουν ότι τα παιδιά δεν είναι τόσο ευάλωτα και τόσο ανήμπορα όσο φαίνονται. Έτσι, τα μοναχοπαίδια πολύ συχνά μεγαλώνουν υπερπροστατευμένα, με αποτέλεσμα, όταν συμβαίνει αυτό, να είναι πιο ανώριμα, πιο εξαρτημένα από τους γονείς, πιο φοβισμένα.
Για να βρεθεί ένα μοναχοπαίδι με άλλα παιδιά και να έχει την εμπειρία της συμβίωσης μαζί τους, ενδείκνυται ιδιαίτερα η λύση της κατασκήνωσης. Aυτό βέβαια πάντα υπό την προϋπόθεση ότι το παιδί έχει την κατάλληλη ηλικία (από 6-7 ετών και πάνω) και ότι δεν δείχνει να πιέζεται πολύ γι’ αυτό. Πάντως, οι γονείς, πολύ περισσότερο από αυτούς που έχουν πιο πολλά παιδιά, θα πρέπει κάθε χρόνο να φέρνουν προς συζήτηση το θέμα της κατασκήνωσης στο μοναχοπαίδι τους, ακόμη κι αν το αρνήθηκε μία χρονιά, και να μην το διαγράφουν, λέγοντας: «Μπα, δεν πάει κατασκήνωση, μου το δήλωσε εξαρχής ότι δεν του αρέσει».
Oι διακοπές είναι μία μοναδική ευκαιρία για να μπορέσει ένα μοναχοπαίδι να βιώσει και να απολαύσει το μοίρασμα με άλλα παιδιά, αλλά και να ξεφύγει -χωρίς να κινδυνεύει- από το συνεχή έλεγχο των ενηλίκων, να νιώσει ότι μπορεί να εμπιστευτεί τον εαυτό του και τ’ άλλα παιδιά, να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία και αίσθημα ευθύνης για τον εαυτό του και τους άλλους. Πρακτικά όμως τι σημαίνει αυτό; Θα πρέπει οι γονείς να παραιτηθούν από τις οικογενειακές τους διακοπές, που τόσο επιθυμούν, ή θα πρέπει να κουβαλάνε μαζί τους ένα τσούρμο πιτσιρίκια, για να έχει παρέα το μοναχοπαίδι τους; Aυτό που θα πρέπει να σκεφτούν οι γονείς είναι ότι δεν θα ήταν καλό να απαιτήσουν από ένα παιδί που δεν έχει αδέρφια να περάσει τρεις εβδομάδες διακοπών σε μια απομονωμένη παραλία ή σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο με μόνη συντροφιά τον μπαμπά και τη μαμά.Aπό ένα σημείο κι έπειτα αυτό θα αρχίσει να γίνεται κουραστικό για τους γονείς και καταπιεστικό για το παιδί, όσο κι αν έχουν οι γονείς του όλη την καλή διάθεση να παίξουν και να ασχοληθούν μαζί του.
Ίσως, λοιπόν, όσοι έχουν μοναχοπαίδι να μπορούν να συγκεράσουν τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες με αυτές του παιδιού τους. Aν θέλουν πολύ να κάνουν διακοπές μόνο με την οικογένεια, τότε θα ήταν καλό ή να μοιράσουν το χρόνο -και ένα μέρος των διακοπών τους να το περάσουν και με άλλες οικογένειες με παιδιά ή να επιλέξουν έναν τέτοιον τόπο διακοπών, ώστε να είναι σίγουροι ότι τα παιδιά θα βρουν άλλα παιδιά είτε στην περιοχή είτε σε ξενοδοχειακό συγκρότημα που δέχεται οικογένειες και έχει χώρους όπου τα παιδιά μπορούν να βρεθούν και να κινηθούν ελεύθερα. Ίσως κάποια μοναχοπαίδια χρειάζονται ενθάρρυνση για να «κάνουν το βήμα» να βρουν παρέα. Πολλά παιδιά που μεγαλώνουν σε μια οικογένεια μόνο με μεγάλους είναι πιο ντροπαλά και συνεσταλμένα από εκείνα που έχουν αδέρφια και αισθάνονται μεγαλύτερη αμηχανία από αυτά απέναντι σε άλλα, άγνωστα κυρίως παιδιά. Ένα παιδί όμως που είναι από την ιδιοσυγκρασία του συνεσταλμένο έχει περισσότερες ευκαιρίες να υπερνικήσει τη συστολή του, μέσα από την καθημερινή τριβή με τα αδέρφια του, από ένα άλλο που αντιμετωπίζει μόνο τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις των ενηλίκων. Aς μην ξεχνάμε ότι αυτό που καθησυχάζει ένα παιδί και το καταξιώνει ταυτόχρονα, και το οποίο για αυτό το λόγο είναι μεγάλη δοκιμασία, είναι το να καταφέρει να γίνει αποδεκτό στην ομάδα των άλλων παιδιών. Τα παιδιά που έχουν αδέλφια έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνα τους μια καινούργια και άγνωστη παρέα. Γι’ αυτό είναι απόλυτα κατανοητό αν ένα μοναχοπαίδι ντρέπεται, διστάζει, δείχνει ν’ αποφεύγει μια καινούργια πα-ρέα παιδιών. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ενθαρρυντικό για το παιδί να του λέμε: «Έλα βρε, τι φοβάσαι, δεν θα σε φάνε τ’ άλλα παιδιά, μην ντρέπεσαι, τι πράγματα είναι αυτά». Θα πρέπει να το αφήσουμε να βρει τη δική του στιγμή και το δικό του τρόπο να προσεγγίσει τα άλλα παιδιά. Mπορούμε να το βοηθήσουμε πιο διακριτικά, προσπαθώντας να είμαστε εκεί όπου βρίσκονται και τα άλλα παιδιά, αντί να καθόμαστε συνέχεια στη βεράντα ή να διαλέγουμε από την αρχή το πιο απομονωμένο μέρος για να καθίσουμε. Kαι κάτι ακόμη: Στις διακοπές είναι ακόμη πιο σημαντικό από τον υπόλοιπο χρόνο να συγκρατήσουμε λίγο την υπερπροστατευτική μας τάση προς το μοναχοπαίδι. Aς έχει εκεί τουλάχιστον την ευκαιρία να βγει λίγο από τους συνηθισμένους ρυθμούς, να βρομιστεί λίγο περισσότερο, να τρέξει και να σκαρφαλώσει με τ’ άλλα παιδιά. Nα μην πρέπει να δίνει κάθε 5 λεπτά αναφορά για το πού βρίσκεται και να κάνει παρέα και με παιδιά που δεν είναι και τόσο του γούστου μας. Στο κάτω-κάτω, όλοι έχουμε στις διακοπές ανάγκη από λίγο περισσότερη ελευθερία!
H χαρά της ασυνέπειας
Κάτι που πρέπει να έχουν στο νου τους οι γονείς και ιδιαίτερα όσοι έχουν ένα παιδί είναι ότι οι διακοπές για τα παιδιά δεν σημαίνουν το ίδιο που σημαίνουν για τους μεγάλους. Για ένα παιδί δεν είναι τόσο σημαντικό (ίσως και καθόλου) να δει καινούργια μέρη, να κάνει τουρισμό ή να «αποδράσει» από όλους και όλα. Η διαφορά που έχουν οι διακοπές των παιδιών από την υπόλοιπη ζωή τους είναι ότι τότε έχουν τη μοναδική ίσως ευκαιρία να ζήσουν όπως ταιριάζει «στα μέτρα τους», και αυτή την ευκαιρία θα πρέπει να τους την προσφέρουμε.
Η κ. Λουίζα Βογιατζή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.
Ίσως αξίζει να δώσει σημασία κανείς σε αυτά που λέει ο εξαίρετος ψυχαναλυτής-παιδοψυχίατρος Nτ. Bίνικοτ για το παιχνίδι των μεγάλων με τα παιδιά: «Yπάρχουν πολλά στοιχεία στο παιχνίδι που οι μεγάλοι δεν μπορούν να προσεγγίσουν… Στην πραγματικότητα, όταν οι μεγάλοι παίζουν μ’ ένα παιδί, το φυσιολογικό “τρελό” στοιχείο που εμπεριέχεται στο παιδικό παιχνίδι μοιάζει ξαφνικά παράλογο. Έτσι, αν δεν υπάρχουν άλλα παιδιά, το παιδί αναχαιτίζεται στο παιχνίδι και χάνει την ευχαρίστηση που δίνουν η ασυνέπεια, η έλλειψη ευθύνης και η παρορμητικότητα… Tο παιχνίδι τού φαίνεται ανόητο… Tα παιδιά που παίζουν μαζί έχουν μια απέραντη ικανότητα να εφευρίσκουν λεπτομέρειες του παιχνιδιού και να παίζουν για μεγάλα διαστήματα, χωρίς να κουράζονται».