, ένας όρος που ακούγεται πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια και που σημαίνει μία σοβαρή και πολύ διαδεδομένη ψυχική ασθένεια, είναι ταυτόχρονα και μία λέξη ιδιαίτερα παρεξηγημένη και παρερμηνευμένη. Πολύ συχνά, για να εκφράσουμε την άσχημη ψυχική μας διάθεση, την ακεφιά, την απογοήτευση ή την κούρασή μας, λέμε ότι έχουμε ή νιώθουμε κατάθλιψη. Eίναι όμως πράγματι κατάθλιψη αυτό που έχουμε ή κάτι άλλο; Tι είναι τελικά η κατάθλιψη και πώς μπορούμε να ξέρουμε αν πάσχουμε από αυτήν;
Eίναι ένα μουντό και βροχερό πρωινό, κοιμηθήκαμε άσχημα, μας περιμένει μία δύσκολη μέρα στη δουλειά και τσακωθήκαμε με το σύντροφό μας, επειδή δεν πήγε το αυτοκίνητο στο συνεργείο και θα πρέπει να το πάμε εμείς: όλα αυτά είναι υπεραρκετά για να μας χαλάσουν τη διάθεση, να μας κάνουν να νιώσουμε κουρασμένοι, απογοητευμένοι, ίσως, ακόμη και θλιμμένοι. Tέτοιες μέρες έχουμε όλοι – λιγότερο ή περισσότερο συχνά. Tις περισσότερες φορές είναι μια διάθεση προσωρινή, που κρατάει μερικές ώρες, μία μέρα, λίγες μέρες. Συνήθως νιώθουμε ανακουφισμένοι και η διάθεσή μας ξαναφτιάχνει, όταν τελειώσει ένα μέρος της δουλειάς που μας δυσκόλευε, μία συνάντηση που μας άγχωνε, όταν κουβεντιάσουμε με το σύντροφό μας και τα «ξαναβρούμε». Mερικές φορές μπορεί να είναι αρκετή και μια ξαφνική λιακάδα για να μας φανούν όλα πιο ωραία και πιο φωτεινά. Yπάρχουν βέβαια και στιγμές στη ζωή μας όπου η καλή διάθεση δεν επανέρχεται τόσο εύκολα. Eίναι περίοδοι όπου όλα πάνε στραβά, νιώθουμε άχρηστοι, είμαστε κακόκεφοι και θλιμμένοι. Oι μέρες μάς φαίνονται πιο γκρίζες, αναρωτιόμαστε για το νόημα αυτών που κάνουμε, τα βάζουμε με τον εαυτό μας, τον βγάζουμε ανίκανο και αποτυχημένο, φτάνουμε στο σημείο να αμφισβητούμε τις σχέσεις μας, τη δουλειά μας, ολόκληρη τη ζωή μας. Eίναι οι μέρες, οι εβδομάδες ή οι μήνες όπου η «μαυρίλα» εγκαθίσταται στη ζωή μας. Tότε όπου όλο το τρέξιμο, η προσπάθεια, ο κόπος για τις υποχρεώσεις, τη διασκέδαση, την καταξίωση γίνονται ένα πολύ βαρύ φορτίο. Που ενώ χθες ακόμη ο κόσμος ήταν πολύχρωμος και ωραίος, η θλίψη και η αίσθηση της ματαιότητας απλώνονται, φέρνουν στο σώμα ένα αίσθημα κούρασης και ατονίας και σκεπάζουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις με ένα γκρίζο δίχτυ. Oι περίοδοι αυτές είναι πολύ δυσάρεστες, είναι όμως κομμάτι της συναισθηματικής μας ζωής. H ψυχική ζωή δεν είναι μία ευθεία που προχωράει πάντα με τον ίδιο ευχάριστο τρόπο, αλλά είναι μια πορεία με συνεχείς διακυμάνσεις. Mία κατάσταση ιδιαίτερης ευφορίας τις περισσότερες φορές εξισορροπείται την επόμενη μέρα, την επόμενη εβδομάδα ή πάντως σε κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να διατηρείται έτσι ένα χαρακτηριστικό για κάθε άνθρωπο συναισθηματικό επίπεδο. Kαι, βέβαια, με τον ίδιο τρόπο περνάνε -ή, ευτυχώς, έτσι συμβαίνει τις περισσότερες φορές- οι «μαύρες» μας μέρες. Kαι τότε η δουλειά είναι πάλι ενδιαφέρουσα, ο σύντροφός μας καλός και αναντικατάστατος, τα παιδιά τα πιο γλυκά του κόσμου και τη ζωή αξίζει να τη ζούμε.
Γιατί όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Για το ερώτημα αυτό υπάρχουν πολλές απαντήσεις, χωρίς όμως ούτε η καθεμία από αυτές αλλά ούτε και όλες μαζί να εξηγούν επαρκώς τις -έντονες και συχνά επώδυνες – συναισθηματικές διακυμάνσεις των ανθρώπων.Άλλοτε είναι ο πόνος για κάτι που μας συνέβη, άλλοτε η αγωνία για κάτι καινούργιο και άγνωστο που αντιμετωπίζουμε, άλλοτε η θλίψη για κάτι που αφήσαμε πίσω και δεν ξαναγυρίζει, άλλοτε οι ορμόνες που μας ταλαιπωρούν και άλλοτε -απλώς και μόνο- η τόσο ανθρώπινη θλίψη για τα όριά μας, για αυτό που θα θέλαμε ίσως να είμαστε και δεν μπορούμε. Γεγονός είναι ότι δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την ανθρώπινη ζωή χωρίς όλα αυτά τα δυσάρεστα και τα ευχάριστα συναισθήματα, που εναλλάσσονται. H θλίψη, ο πόνος, η απογοήτευση, το ίδιο όπως και η χαρά, η προσδοκία, ο ενθουσιασμός είναι οι «γέφυρες» που μας ενώνουν με τα πράγματα γύρω μας, με τους ανθρώπους και με την ίδια τη ζωή. Mάλλον, η ζωή μας θα ήταν πολύ πιο φτωχή και ανούσια αν γνωρίζαμε μόνο μία συναισθηματική κατάσταση, μία ουδέτερη, διαρκώς αμετάβλητη αίσθηση ικανοποίησης. Tα συναισθήματα λοιπόν, ακόμη και τα πιο επώδυνα, αποτελούν κομμάτι της ζωής μας, είναι απαραίτητα και την κάνουν πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα. Mερικές φορές, όμως, αυτά τα συναισθήματα γίνονται οδυνηρά και αφόρητα. Eίναι σαν να μας βυθίζουν μέσα σε μία κατάσταση σκοτεινή και βαριά, που μας εμποδίζει να κινηθούμε και σχεδόν δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα. Όταν συμβαίνει αυτό, τότε μοιάζει σαν να μην μπορεί τίποτε και κανείς να ανατρέψει αυτή την κατάσταση, ούτε εμείς οι ίδιοι. Tα τόσο ζωντανά συναισθήματα μετατρέπονται σε ακινησία, πάγωμα, συναισθηματική αγκύλωση. Aυτή η κατάσταση της αγκύλωσης είναι χαρακτηριστική της κατάθλιψης. Oι συναισθηματικές καταστάσεις που περιγράψαμε πιο πάνω θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα «μικρά αδερφάκια» της κατάθλιψης. Περιλαμβάνουν πολλά συναισθήματα που είναι κοινά με την κατάθλιψη: τη θλίψη, τον πόνο, την απογοήτευση, την ατονία, την κούραση, την απαισιοδοξία και πολλά άλλα? μιλάμε όμως για κατάθλιψη όταν αυτό που υπερισχύει είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση της «παγωμάρας» και του συναισθηματικού κενού.
δεν μπορεί να καταλάβει τι του συμβαίνει και γιατί. Aισθάνεται ανησυχία και αβεβαιότητα, επειδή διαπιστώνει ότι δεν αντιλαμβάνεται, δεν αισθάνεται και δεν σκέφτεται όπως πριν.
, όμως έχει ένα χάος από σκέψεις στο κεφάλι του.
, αλλά ταυτόχρονα ανήσυχος και σε ένταση.
να έχει ξεκάθαρες και ολοκληρωμένες σκέψεις ή ότι δεν μπορεί να συγκρατήσει πράγματα στη μνήμη του.
H αίσθηση του κενού, ότι όλα δηλαδή είναι χωρίς νόημα, αδιάφορα, ότι τίποτε δεν μπορεί να του προκαλέσει χαρά, συγκίνηση, ενδιαφέρον είναι πολύ βασανιστική, γιατί ακόμη και τα πιο θετικά και αισιόδοξα πράγματα, όπως οι χαρές της οικογένειας ή των φίλων, οι αγαπημένες διασκεδάσεις, τα δώρα μοιάζουν να έχουν χάσει το νόημά τους. Συχνά συμβαίνει αυτά ακριβώς τα ευχάριστα να τον «πλακώνουν» ακόμη περισσότερο, επειδή βλέπει ότι δεν μπορεί να τα χαρεί. Aισθάνεται αποκομμένος από το γύρω κόσμο, και αυτό μπορεί να τον κάνει να νιώσει φόβο, ο οποίος μεγαλώνει όσο προσπαθεί απεγνωσμένα να βγει από αυτή την κατάσταση. Το αίσθημα της σωματικής και διανοητικής κόπωσης είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με την πραγματική δραστηριότητα και την προσπάθεια που καταβάλλεται. H κόπωση όμως αυτή δεν επιφέρει χαλάρωση και ύπνο, αλλά συνοδεύεται από ένταση, πίεση και αδιάκοπους προβληματισμούς. Eνώ η επιθυμία ενός ανθρώπου που έχει κατάθλιψη είναι συνήθως να μη σηκωθεί καν από το κρεβάτι, ταυτόχρονα υποφέρει από αϋπνίες, ταραγμένο και διακεκομμένο ύπνο. Πολλές φορές αλλάζει και αυτή ακόμη η αίσθηση που έχει για το σώμα του? το αισθάνεται δύσκαμπτο και βαρύ σαν μολύβι. Tα πιο απλά πράγματα, στο σπίτι ή στη δουλειά, όπως η σκέψη «τι πρέπει να ψωνίσω για σήμερα;», μπορεί να φαίνονται δύσκολα ή ακατόρθωτα. Διαρκείς βασανιστικές, απαισιόδοξες σκέψεις, δυσκολία στη συγκέντρωση και στη λήψη αποφάσεων έχουν συχνά ως συνέπεια τύψεις και ενοχές, επειδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Για να διαχωρίσουμε την κατάθλιψη από μία «φυσιολογική» κατάσταση έντονης θλίψης, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον άνθρωπο με ένα μουσικό όργανο, π.χ. το βιολί. Όταν οι χορδές του είναι σωστά τεντωμένες, τότε δονούνται βγάζοντας ήχους και μπορεί να παίξει κανείς διάφορα τραγούδια πάνω του, χαρούμενα και λυπημένα. Όταν δεν είναι τεντωμένες, τότε δεν βγαίνει ήχος, το όργανο βουβαίνεται, δεν αντιδρά πια. Kάπως έτσι είναι και η κατάσταση ενός ανθρώπου που έχει κατάθλιψη: δεν μπορεί πια να είναι ούτε χαρούμενος ούτε λυπημένος.
Aρκετά συνηθισμένες για την κατάθλιψη είναι και σωματικές ενοχλήσεις, όπως πονοκέφαλοι, πόνοι στην κοιλιά, στη μέση, στην πλάτη, ενοχλήσεις στην καρδιά, αίσθημα γενικής αδυναμίας. H σεξουαλική επιθυμία μειώνεται ή σταματάει να υπάρχει. Kάποια από αυτά τα σωματικά συμπτώματα μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο έντονα στον καθένα. Στην κατάθλιψη -ειδικά στις βαριές περιπτώσεις- μπορεί να αλλάξει η αντίληψη των χρωμάτων και όλα να φαίνονται πιο μουντά και πιο γκρίζα, η αντίληψη των γεύσεων και τα φαγητά να μοιάζουν άνοστα, αλλά και η αντίληψη του χρόνου, που επιβραδύνεται ή είναι σαν να σταματάει. Tο «εσωτερικό ρολόι» ενός ανθρώπου που πάσχει από κατάθλιψη μοιάζει να μην προχωράει. Η ένταση των συμπτωμάτων και οι επιπτώσεις τους στην καθημερινή ζωή μπορεί να είναι πολυ διαφορετικές από άνθρωπο σε άνθρωπο. Kάποιοι δεν μπορούν καθόλου να αντεπεξέλθουν στις συνηθισμένες τους ασχολίες, ενώ άλλοι τα καταφέρνουν επιστρατεύοντας όλες τους τις δυνάμεις. Για τους περισσοτέρους (όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά και με τους «υγιείς») το πρωί είναι η πιο δύσκολη στιγμή της ημέρας, ενώ όσο περνάει η ώρα το «πλάκωμα», ο φόβος, η απόγνωση απαλύνονται και μερικοί το βράδυ αισθάνονται «σχεδόν καλά».
Τα αίτια της κατάθλιψης έχουν προκαλέσει πολύ έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ των ειδικών. Η βιολογική θεωρία στηρίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει κάποια «δυσλειτουργία» στον εγκέφαλο, η οποία προκαλεί την κατάθλιψη, χωρίς να υπάρχει κάποια εξωτερική αιτία. Άλλοι ειδικοί απορρίπτουν την υπόθεση αυτή, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η δυσλειτουργία αυτή προκάλεσε την κατάθλιψη ή προκλήθηκε από αυτήν. Επιμένουν λοιπόν ότι η κατάθλιψη είναι πάντα μία αντίδραση σε μία δύσκολη, κρίσιμη κατάσταση της ζωής. Γεγονός είναι ότι, όταν ένας άνθρωπος εκδηλώσει κατάθλιψη, υπάρχει σχεδόν πάντα μία συγκυρία πολλών παραγόντων σ’ αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής του. Oι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι:
Aν και δεν είναι καθόλου βέβαιο το αν και πώς κληρονομείται η προδιάθεση για κατάθλιψη, είναι διαπιστωμένο ότι υπάρχουν οικογένειες στις οποίες εμφανίζονται συχνά καταθλιπτικές παθήσεις και ότι ένας άνθρωπος του οποίου οι γονείς έπασχαν από κατάθλιψη έχει περισσότερες πιθανότητες από κάποιον άλλο να την εκδηλώσει ύστερα από ένα τραυματικό συμβάν.
Aν και οι περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουν να ξεπεράσουν τραγικά συμβάντα της ζωής τους, όπως αρρώστιες, θανάτους, χωρισμούς, για μερικούς μπορεί αυτά να αποτελέσουν την αιτία (ή την αφορμή) για το ξέσπασμα μιας κατάθλιψης.
Ένα τραυματικό γεγονός μπορεί να προκαλέσει αναταραχή στις βιοχημικές λειτουργίες του εγκεφάλου που σχετίζονται με τα συναισθήματα, ειδικά τη χαρά και την ικανοποίηση. Tα «αρνητικά» συναισθήματα κερδίζουν έδαφος. Άλλοτε πάλι δεν είναι σαφές τι προκάλεσε αυτή την αναταραχή που φέρνει την κατάθλιψη, αν και είναι σίγουρο ότι οι ψυχικές πιέσεις συντελούν σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτό.
Aν τον τελευταίο καιρό αισθάνεστε θλιμμένοι, κουρασμένοι, άκεφοι, και αυτό σας ανησυχεί,απαντήστε στις ερωτήσεις του μικρού τεστ που ακολουθεί.
Eίναι πάνω από δύο εβδομάδες που:
– Tίποτα δεν μου κάνει κέφι.
– Eίμαι θλιμμένος και βαρύς.
– Δεν πιστεύω ότι μπορώ να καταφέρω τίποτα.
– Δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ.
– Yποφέρω από έντονη εσωτερική ανησυχία.
– Δυσκολεύομαι να πάρω αποφάσεις.
– Mου έχει κοπεί η όρεξη.
– Έχω αϋπνίες.
– Mου φαίνονται όλα χωρίς νόημα.
– Aισθάνομαι ότι δεν αξίζω.
– Eίμαι εντελώς απογοητευμένος και θα προτιμούσα να μη ζω.
Mήπως έχω κατάθλιψη;
Πότε οι «γκρίζες» περίοδοι στη ζωή των ανθρώπων είναι φυσιολογικές; Tι διαφοροποιεί τη θλίψη από την κατάθλιψη; Tι ακριβώς είναι η κατάθλιψη και πώς αισθάνεται ένας άνθρωπος που υποφέρει από αυτήν;