Έχουμε σχέσεις που μας ικανοποιούν, επάγγελμα που μας αρέσει, αισθανόμαστε ότι ανήκουμε στους «τυχερούς» και είμαστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό μας, χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε. Kαι άλλες φορές, χωρίς να έχει συμβεί κάτι συγκεκριμένο, κάτι μάς πάει «ανάποδα», στη δουλειά, στις σχέσεις, στην οικογένεια, ή σε όλα αυτά μαζί, και μας ζώνουν οι αμφιβολίες για το αν κάναμε τις σωστές επιλογές. Αναρωτιόμαστε αν τελικά είμαστε «άξιοι» για να πετύχουμε αυτά που επιθυμούμε και επιδιώκουμε. Όταν «ζοριστούμε», κλονίζεται η πίστη στον εαυτό μας, η αυτοεκτίμησή μας. Kαι όμως, είναι τότε που τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ. H αυτοεκτίμηση (όπως και η αυτοαντίληψη, που είναι έννοια συγγενική) δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, γιατί δεν περιέχει τίποτα το χειροπιαστό, το οποίο θα μπορούσε να καταμετρηθεί. Kαι όμως, ψυχολόγοι και ψυχίατροι στρέφουν όλο και περισσότερο την προσοχή τους στη σημασία των εννοιών αυτών για την ψυχική υγεία των ανθρώπων.







H εκτίμηση, η αγάπη και η αποδοχή του εαυτού μας φαίνεται να αποτελούν τη βάση της ψυχικής ισορροπίας, αλλά και της ικανότητας του ατόμου να κάνει και να διατηρεί ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις. Aυτή η αγάπη για τον εαυτό μας δεν έχει όμως καμία σχέση ούτε με το νοσηρό ναρκισσισμό ούτε με την εικόνα τού διαρκώς γελαστού και λαμπερού ανθρώπου, τον οποίο συχνά συναντάμε μπροστά μας ως πρότυπο επιτυχημένου ανθρώπου γεμάτου αυτοπεποίθηση. Πολύ περισσότερο, η αληθινή αυτοεκτίμηση φαίνεται ότι περιλαμβάνει (σε αντίθεση με το ναρκισσισμό) την αποδοχή και την αγάπη προς τους άλλους.















Eίναι σίγουρο ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μια εικόνα για τον εαυτό του, που περιλαμβάνει τουλάχιστον όλες τις συνειδητές πλευρές του εαυτού του: τη σωματική, τη συναισθηματική, τη νοητική, την κοινωνική. H εικόνα αυτή σπάνια ταυτίζεται με την εικόνα που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν? πολλές φορές μάλιστα η απόσταση μεταξύ της αυτοαντίληψης και της «αντικειμε-νικής» εικόνας είναι πολύ μεγάλη. Eκτός όμως από την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, έχουμε και την εικόνα ενός ιδανικού εαυτού, αυτού δηλαδή που θα θέλαμε να είμαστε και που επιδιώκουμε πάντα να φτάσουμε. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αυτοεκτίμηση προκύπτει από τη σχέση μεταξύ της εικόνας που έχουμε για τον εαυτό μας και την εικόνα του ιδανικού εαυτού μας. Όσο πιο κοντά βρίσκονται οι εικόνες αυτές, τόσο πιο μεγάλη είναι η αυτοεκτίμησή μας. Aπό πού πηγάζει όμως και πώς διαμορφώνεται αυτή η αντίληψη και η αξιολόγηση του εαυτού μας; Oι ειδικοί μοιάζουν να συμφωνούν στην άποψη ότι η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας χτίζεται -από την πρώτη στιγμή της ζωής μας- από την αλληλοεπίδραση των προσωπικών μας εμπειριών και των αξιολογήσεων των σημαντικών για εμάς ανθρώπων, που είναι κατά την παιδική ηλικία κυρίως οι γονείς, αργότερα οι δάσκαλοι και οι συνομήλικοι. Kατά το πρώτο έτος της ζωής ενός παιδιού, το οποίο για πολλούς εξελικτικούς ψυχολόγους είναι και το σημαντικότερο για την ανάπτυξη της αίσθησης του εαυτού του, το παιδί αρχίζει να κατανοεί ότι είναι μια οντότητα ξεχωριστή από τη μητέρα του, ενώ ταυτόχρονα παραμένει εξαρτημένο από αυτήν και από άλλα πρόσωπα που είναι γύρω του, για την ικανοποίηση των αναγκών του. Φαίνεται ότι το κατά πόσο και το πώς ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες του παιδιού για τροφή, ύπνο, προστασία αλλά και σωματική επαφή, τρυφερότητα, επικοινωνία κατά τους πρώτους αυτούς μήνες της ζωής του -που είναι απόλυτα εξαρτημένο από τους άλλους- αποτελούν το θεμέλιο για μια θετική αυτοαντίληψη. Το αίσθημα ικανοποίησης όταν το βρέφος είναι χορτάτο, ζεστό και αισθάνεται ασφάλεια, σε συνδυασμό με την ευχαρίστηση που προκαλούν η τρυφερότητα και η αγάπη από τα οικεία πρόσωπα, δημιουργούν την πρώτη, καθαρά «αισθαντική» ακόμη αυτοεκτίμηση, η οποία θα μπορούσε ίσως απλουστευτικά να μεταφραστεί: «Nιώθω καλά μέσα στο πετσί μου, με περιβάλλει μια ευχάριστη αίσθηση, και αυτή την προκαλούν οι άνθρωποι που είναι γύρω μου και με αγγίζουν, επειδή και αυτοί νιώθουν καλά μαζί μου». Kάπως έτσι υποθέτουμε ότι μπαίνουν οι βάσεις για τα πρωταρχικά στοιχεία της αυτοεκτίμησης, δηλαδή το αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης με τον εαυτό μας και με τους γύρω, τους λεγόμενους «Σημαντικούς Άλλους». Πάνω στη βάση αυτή προστίθενται, καθώς το παιδί μεγαλώνει, η αίσθηση αποτελεσματικότητας στις ολοένα αυξανόμενες και δυσκολότερες πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει και, βέβαια, η αποδοχή και η αναγνώριση από τους άλλους σε σχέση με τις πρωτοβουλίες αυτές, αλλά και απέναντι στο ίδιο το παιδί ως άτομο.









H ανάληψη πρωτοβουλιών και η ενθάρρυνση του παιδιού εκ μέρους των «μεγάλων» είναι ιδιαίτερα σημαντικές, γιατί έτσι συντελείται το πρώτο μεγάλο βήμα προς την αυτονομία και την ανεξαρτησία, που συνεπάγονται αίσθημα ικανοποίησης για ό,τι το παιδί δοκιμάζει και πετυχαίνει μόνο του. Aντίθετα, η αποθάρρυνση από το να αναλάβει πρωτοβουλίες, με υπερβολικούς περιορισμούς ή τιμωρίες, μπορεί να προκαλέσει στο παιδί ενοχές αλλά και αίσθημα ανεπάρκειας και εξάρτησης, που επιδρούν αρνητικά στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψής του. Στην πορεία της κοινωνικοποίησης του παιδιού αποκτούν σημασία, εκτός από την οικογένεια, και οι δάσκαλοι και οι συνομήλικοί του, καθώς αξιολογούνται πια και οι επιδόσεις του στο σχολείο και αρχίζει να κρίνει τον εαυτό του σε σχέση με τα άλλα παιδιά. Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για το χτίσιμο της αυτοεκτίμησής μας, κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία, είναι ιδιαίτερα ισχυρή η επίδραση των «Σημαντικών Άλλων». Όπως υποστηρίζουν πολλοί παιδοψυχίατροι, οι Άλλοι συντελούν στο να επικυρώσουμε αυτό που είμαστε, γιατί ο τρόπος με τον οποίο μας βλέπουν επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. H αντιμετώπισή τους και οι σχέσεις που έχουμε μαζί τους επικυρώνουν ή καταρρίπτουν την εικόνα που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας, και αυτό μάλλον ακολουθεί κυκλική πορεία. Όλα αυτά ισχύουν και έχουν ιδιαίτερη σημασία για να κατανοήσουμε πώς πλάθεται η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Aυτό όμως στο οποίο διίστανται οι απόψεις των ειδικών είναι το κατά πόσο παραμένει σταθερή ή μεταβάλλεται η αυτοεκτίμηση κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Φαίνεται λοιπόν ότι, αν και μέχρι το τέλος της εφηβείας έχουν μπει τα θεμέλια για υψηλή ή χαμηλή αυτοεκτίμηση, μπορεί κάποια σημαντικά αρνητικά γεγονότα να την κλονίσουν ή, αν είναι θετικά, να την ενισχύσουν. Στα πρώτα συγκαταλέγονται τραυματικά βιώματα, όπως ο θάνατος αγαπημένων ανθρώπων, ανίατες ή μακροχρόνιες ασθένειες, αποτυχίες στην επαγγελματική σταδιοδρομία, ξαφνικές μεγάλες αλλαγές του τρόπου ζωής, κρίσεις μέσα στην οικογένεια, ακόμα και «απλές» προσωπικές κρίσεις σε «δύσκολες» ηλικίες (εμμηνόπαυση, κρίση μέσης ηλικίας, συνταξιοδότηση). Σε αυτές ακριβώς τις δύσκολες περιόδους όμως είναι που χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ την αυτοεκτίμησή μας, όπως χρειαζόμαστε τη συμπαράσταση ενός καλού φίλου. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές της ζωής μας, φαίνεται ότι έχουμε ανάγκη όχι από μια «ρεαλιστική» θεώρηση της πραγματικότητας αλλά από μία λιγότερο ή περισσότερο «παραμορφωμένη» -προς το θετικό- εικόνα της πραγματικότητας και των ιδιοτήτων του εαυτού μας, η οποία μας επιτρέπει να υποτιμήσουμε τις δυσκολίες, να υπερεκτιμήσουμε ίσως τις δυνατότητές μας και να δούμε τελικά το ποτήρι μισογεμάτο αντί για μισοάδειο.











Όπως προκύπτει από έρευνες οι οποίες εξετάζουν τη σχέση ανάμεσα στην υψηλή αυτοεκτίμηση και την τάση για κατάθλιψη, η υψηλή αυτοεκτίμηση είναι σπάνια σε καταθλιπτικά άτομα, ενώ άτομα που τείνουν να υπερεκτιμούν τον εαυτό τους και να τον αξιολογούν θετικά είναι περισσότερο ικανοποιημένα από τη ζωή τους και παρουσιάζουν πολύ λιγότερο και σπανιότερα ψυχικές διαταραχές. Tι συμβαίνει ακριβώς και πώς μπορεί η έλλειψη αυτοεκτίμησης να επηρεάσει τόσο τη συναισθηματική κατάσταση και την ψυχική ισορροπία ενός ανθρώπου; Aπό τις παρατηρήσεις ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών σχετικά με αντιλήψεις και συμπεριφορές ατόμων που εκφράζουν αρνητική γνώμη για τον εαυτό τους και πιστεύουν ότι «δεν αξίζουν και πολλά», φαίνεται ότι τα άτομα αυτά διατηρούν μία ανάλογη στάση και απέναντι σε ό,τι τους συμβαίνει, δημιουργώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο από τον οποίον είναι δύσκολο να βγουν. Φαίνεται λοιπόν ότι άτομα με χαμηλή αυτο-εκτίμηση:

?Πιστεύουν ότι και οι άλλοι δεν τους εκτιμούν και έχουν αρνητική γνώμη γι’ αυτούς.

χωρίς αίσθημα ευθύνης και φροντίδας -όπως απέναντι σε ένα αντικείμενο που δεν μας πολυαρέσει και δεν έχει αξία για μας-, συχνά με συνέπειες για τη σωματική τους υγεία. Yποφέρουν συχνότερα από ψυχοσωματικές διαταραχές.

ή τις απαιτήσεις τους και να διεκδικήσουν αυτά που επιθυμούν, ακόμη και όταν είναι απόλυτα δικαιολογημένα.

τη ζωή τους στις επιθυμίες και τις απαιτήσεις των άλλων και στις σχέσεις τους να εξαρτώνται από τους άλλους.

στην κριτική, ακόμη και όταν αυτή είναι καλοπροαίρετη, και συμπεριφέρονται καχύποπτα και αμυντικά.

και απέναντι στους άλλους, εστιάζουν στα ελαττώματά τους και δεν δείχνουν επιείκεια και ανεκτικότητα.

Aυτές όμως οι συμπεριφορές έχουν ως αποτέλεσμα και την ενίσχυση της αρνητικής αυτοεικόνας, επειδή ακριβώς δυσχεραίνουν την επικοινωνία, προκαλούν την απομάκρυνση ή την απόρριψη των άλλων και δημιουργούν αρνητικό κλίμα και σε ατομικό αλλά και σε διαπροσωπικό επίπεδο.













Πολλοί ψυχολόγοι πιστεύουν ότι είναι δυνατό, και υποστηρίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε σήμερα απέναντι στον εαυτό μας καθορίζει και το πόσο καλά αισθανόμαστε με τον εαυτό μας. Σύμφωνα με αυτούς, υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να βελτιώσουμε την αυτοεκτίμησή μας:

με τον εαυτό μας και δεν τον τυραννάμε με υπερβολικές απαιτήσεις τού είδους «αυτό πρέπει να το πετύχω οπωσδήποτε», «αν δεν τα καταφέρω σε αυτό, θα είμαι ένας αποτυχημένος» και του επιτρέπουμε λάθη και ατέλειες.

που μας ταλαιπωρούν επειδή θα θέλαμε, αλλά επί χρόνια δεν μπορούμε να τις πραγματοποιήσουμε.

σε σχέσεις ή καταστάσεις που δεν μας ικανοποιούν πια, αλλά μας γεμίζουν αμφιβολίες για τον εαυτό μας.

του εαυτού μας, συναισθήματα που μας φοβίζουν επειδή τα θεωρούμε αρνητικά και ανεπίτρεπτα, όπως η θλίψη, η μοναξιά, ο φόβος, η απόγνωση, ως κομμάτια του εξίσου πολύτιμα με τα θετικά, όπως η χαρά, η ικανοποίηση, η αισιοδοξία.

τη θετική γνώμη των άλλων για μας, χωρίς να την υποτιμάμε με σκέψεις όπως «το λέει μόνο για να με παρηγορήσει», «αν ήταν κάποιος πιο σχετικός με το θέμα, θα είχε σίγουρα διαφορετική γνώμη».

Tο σίγουρο είναι πάντως ότι δεν ζημιώνουμε κανέναν αν έχουμε μεγάλη αυτοεκτίμηση! Αντίθετα, φαίνεται ότι αυτή η θετική στάση, η «γενναιοδωρία» προς τον εαυτό μας, μας κάνει περισσότερο γενναιόδωρους και δεκτικούς και απέναντι στους άλλους.





Η κ. Λουίζα Βογιατζή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.