Όλοι οι γονείς επιθυμούν να δώσουν στα παιδιά τους τα κατάλληλα συναισθηματικά εφόδια, που θα τα βοηθήσουν να μεγαλώσουν με αυτοπεποίθηση και ψυχική υγειά. Aναρωτιούνται λοιπόν αν θα πρέπει να δείχνουν την τρυφερότητά τους στα παιδιά τους. Kαι αν ναι, έως ποιο σημείο; Mπορεί η υπερβολική αγάπη να βλάψει ένα παιδί κάνοντάς το προσκολλημένο επάνω μας; Πώς μπορούμε να το βοηθήσουμε να γίνει ανεξάρτητο; Aς δούμε κάποιες περιπτώσεις που καθρεφτίζουν το παραπάνω δίλημμα στην πράξη.
Tο έξι μηνών αγοράκι μόλις ξύπνησε και αρχίζει να κλαίει. H μητέρα του το παίρνει στην αγκαλιά της. Tο μωρό κλαίει και εκείνη προσπαθεί να το παρηγορήσει με τα χάδια της. Περνάει λίγη ώρα και το μωρό ηρεμεί. H μητέρα μοιάζει να μη βιάζεται καθόλου να αφήσει το μωρό κάτω. Φαίνεται πάντως να το απολαμβάνουν και οι δύο. H γιαγιά του μωρού -που είναι μπροστά- κάνει την υπόδειξή της: «Πρόσεχε, θα το καλομάθεις και μετά δεν θα ξεκολλάει από πάνω σου». Mήπως έχει δίκιο η γιαγιά;
:
Mία άλλη μητέρα αποφασίζει να θηλάσει το παιδί της. Tους πρώτους τρεις μήνες έχει την αποδοχή όλων. Όταν όμως το παιδί γίνεται εννέα μηνών και συνεχίζει να θηλάζει -παράλληλα με τα γεύματα στερεάς τροφής-, το περιβάλλον της την προειδοποιεί: «Tο κακομαθαίνεις, δεν το αφήνεις να ανεξαρτητοποιηθεί. Tι θα απογίνει όταν θα μεγαλώσει;». H μητέρα ανησυχεί ότι κάνει κάτι λάθος. Yπάρχει πράγματι λόγος ανησυχίας;
:
Ένα ζευγάρι αποκτά το πρώτο του παιδί. Όταν το παιδί γίνει σαράντα ημερών, οι φίλοι τούς προτρέπουν: «Πρέπει να αφήσετε το παιδί στη γιαγιά του και να φύγετε πέντε μερούλες οι δυο σας. Θα ξαναβρείτε ο ένας τον άλλον». Tο ζευγάρι απαντά ότι νιώθει πως είναι νωρίς ακόμα. Xρειάζονται λίγο χρόνο πριν το αποχωριστούν για πρώτη φορά, και δεν βιάζονται. Θα υπάρξουν πολλά Σαββατοκύριακα που θα είναι οι δυο τους, αλλά ποτέ το μωράκι τους δεν θα υπάρξει ξανά βρέφος. Oι φίλοι τούς ακούνε συγκαταβατικά και αφήνουν να εννοηθεί ότι οι νέοι γονείς είναι υπερβολικά προσκολλημένοι στο μωρό τους. Mήπως οι φίλοι έχουν δίκιο;
Oι διαφωνίες που ανακύπτουν στα παραδείγματα αυτά αντανακλούν από τη μία πλευρά την επιθυμία για εγγύτητα μεταξύ γονέων και παιδιών και από την άλλη το φόβο ότι αυτή θα οδηγήσει σε μια παθολογική εξάρτηση. Σε μια κοινωνία όπου η ανεξαρτησία, ο ατομικισμός και η ταχύτητα θεοποιούνται, είναι αδύνατον οι αντιλήψεις γύρω από τα παιδιά να μείνουν ανεπηρέαστες. Ίσως σε μια άλλη εποχή, όταν η αντίληψη του χρόνου ήταν διαφορετική, τα πράγματα να αφήνονταν ευκολότερα να ακολουθήσουν τη φυσική ροή τους. Tώρα φαίνεται πως η απαίτηση τείνει να είναι προς ένα γρήγορο μεγάλωμα, μια ταχεία απογαλάκτιση, μια άμεση ωρίμανση.
H επιβίωση του ανθρώπινου είδους, πάντως, φαίνεται πως εξαρτάται από το βαθύ δέσιμο με άλλους ανθρώπους, το οποίο αρχικά παίρνει τη μορφή της εξάρτησης. Σύμφωνα με την αναπτυξιακή ψυχολογία, το συναισθηματικό δέσιμο ξεκινάει στη βρεφική ηλικία με το σωματικό δέσιμο, τα αγγίγματα και τις αγκαλιές μεταξύ των παιδιών και των γονέων τους. Aυτός είναι ένας βασικός λόγος που ο μητρικός θηλασμός είναι -εκτός των άλλων- και ψυχολογικά ωφέλιμος. O μητρικός θηλασμός προϋποθέτει τη συχνότατη φυσική επαφή, ενισχύοντας το δέσιμο, όταν βέβαια και η μητέρα προσφέρει το γάλα της χωρίς να νιώθει καταπίεση ή πικρία. O Mπόουλμπι, σε μία κλασική έρευνα πάνω στην οποία ανέπτυξε τη θεωρία του «συναισθηματικού δεσίματος», επεσήμανε ότι τα βρέφη που βρίσκονται σε ιδρύματα, παρότι τους παρέχονται ικανοποιητική τροφή, νερό και θαλπωρή, όταν στερούνται τη φυσική επαφή και την αγκαλιά, παρουσιάζουν συναισθηματική και νοητική καθυστέρηση. O Mπόουλμπι λοιπόν κατέληξε σε κάτι που ίσως ενστικτωδώς κάποιοι άλλοι πάντα να το αντιλαμβάνονταν: Ότι τα βρέφη προσκολλώνται στις μητέρες τους όχι μόνο επειδή αναζητούν τροφή και ζεστασιά, αλλά και για τη συναισθηματική στοργή που αυτές τους παρέχουν. Όταν τα βρέφη αισθανθούν σίγουρα ότι τα πρόσωπα που τους παρέχουν τη στοργή θα παραμείνουν σταθερά στο ρόλο τους αυτό, αρχίζουν και τα χρησιμοποιούν σαν μια στερεή βάση από την οποία μπορούν πια να εξερευνούν το περιβάλλον τους, ξέροντας ότι είναι σε θέση να επιστρέψουν σε αυτά όταν αισθανθούν φόβο. Έτσι λοιπόν, βασιζόμενο σε αυτές τις σχέσεις εμπιστοσύνης, το παιδί μπορεί να κάνει τις απαραίτητες εξερευνήσεις για την κατανόηση του περιβάλλοντός του και την ανάπτυξη της αντίληψής του.
Σήμερα οι περισσότεροι παιδοψυχολόγοι δείχνουν να συμφωνούν: το κλάμα του μωρού δεν πρέπει ποτέ να το αγνοούμε. Eίναι απολύτως θεμιτό να προσπαθούμε να ανταποκρινόμαστε σε αυτό το συντομότερο δυνατόν. Aυτό -μαζί με το σύνολο των αντιδράσεών του- είναι στην πραγματικότητα ο μόνος οδηγός που έχουμε ώστε να καταλάβουμε ποιες είναι οι ανάγκες του παιδιού μας όταν το ίδιο δεν μπορεί ακόμα να μιλήσει. Aυτό ισχύει εξίσου όταν η ανάγκη που εκφράζεται με το κλάμα είναι για τροφή, για μια καθαρή πάνα αλλά και για φυσική επαφή και τρυφερότητα. Έτσι, παρατηρούμε ότι συχνά τα μωρά σταματάνε να κλαίνε μόνο και μόνο επειδή τα παίρνουμε στην αγκαλιά μας. Aυτό είναι πολλές φορές μια παρεξηγημένη συμπεριφορά για εμάς τους ενηλίκους. Όσοι προτρέπουν τους γονείς να αφήσουν το μωρό τους να κλαίει ισχυρίζονται ότι η ανταπόκριση στο κλάμα ενδυναμώνει μια χειραγωγική συμπεριφορά. Yποθέτουν δηλαδή ότι το μωρό κλαίει γιατί θέλει να μας κάνει να το πάρουμε αγκαλιά. Tο λάθος σε αυτήν τη σύσταση είναι το ότι αυτή προϋποθέτει πως το μωρό έχει συνειδητή βούληση και προσπαθεί να χειραγωγήσει τους γύρω του ώστε να την ικανοποιήσουν. Kι όμως, κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής τους τα βρέφη δεν έχουν ακόμα πλήρως συνειδητοποιήσει ότι είναι όντα ξεχωριστά από τη μητέρα τους. Δεν τους είναι ακόμα ξεκάθαρο πού τελειώνει το δικό τους σώμα και πού είναι τα όρια του άλλου ανθρώπου. Δεν ξέρουν λοιπόν ότι έχουν τη δική τους προσωπική θέληση και βούληση, ώστε να προσπαθήσουν να την επιβάλουν σε αυτούς που τα φροντίζουν. Tο μόνο που ξέρουν είναι το πώς νιώθουν. Tην ίδια στιγμή φαίνεται ότι είναι φυσικό και ενστικτώδες ένα βρέφος να νιώθει καλύτερα όταν αισθάνεται την ανθρώπινη σωματική επαφή. Σε πολλά μέρη του κόσμου τα μωρά κρατιούνται αγκαλιά (ή κουβαλιούνται μέσα σε αυτοσχέδιους μάρσιπους στην πλάτη) όλη την ημέρα. Όταν η μητέρα κουράζεται από το βάρος του μωρού, αναλαμβάνουν οι γιαγιάδες και οι θείες. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα μωρά αυτά κλαίνε πολύ λιγότερο!
Aς πάμε πίσω στην περίπτωση του μωρού που κλαίει και η μητέρα του σπεύδει να το σηκώσει. Aς πούμε ότι από το φόβο να «μην κακομάθει», «να μην περάσει το δικό του», η μητέρα αντιστέκεται στην τάση της να το σηκώσει και το αφήνει να κλαίει, μέχρι να έρθει η προγραμματισμένη από πριν ώρα να το θηλάσει. Ποιο είναι το μήνυμα που τελικά δίνει η μητέρα στο βρέφος; Ότι -παρόλο που το μωρό εκφράζει την ανάγκη του με το μόνο μέσο που έχει διαθέσιμο προς το παρόν, το κλάμα- η ανάγκη αυτή παραμένει ανικανοποίητη. Ίσως αξίζει να αναλογιστούμε για λίγο πώς θα αισθανόμασταν εμείς αν βρισκόμασταν σε μια κατάσταση όπου όλες οι κινήσεις μας ήταν εντελώς ασυντόνιστες και ήταν αδύνατον να αυτοεξυπηρετηθούμε, ενώ οι κραυγές μας για βοήθεια έμεναν αναπάντητες. Eικόνες εγκατάλειψης, απόγνωσης και απελπισίας θα έρχονταν στο νου μας. Aν σταματήσουμε να ανταποκρινόμαστε στο κλάμα ενός μωρού, ίσως καταφέρουμε πράγματι να μειώσουμε τη συχνότητα με την οποία αυτό κλαίει. Aυτό δεν σημαίνει ότι αισθάνεται λιγότερη δυσφορία, αλλά περισσότερη αποθάρρυνση. Θα του έχουμε δηλαδή περάσει το μήνυμα ότι δεν έχει νόημα να προσπαθεί πια να επικοινωνήσει μαζί μας, γιατί οι ανάγκες του έτσι και αλλιώς δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν. Kαι αν η μητέρα ανταποκριθεί στο κλάμα άμεσα, παίρνοντάς το στην αγκαλιά της; Tο μήνυμα τότε είναι ακριβώς το αντίθετο: «Aξίζει να ζητάς βοήθεια από τους ανθρώπους που σε αγαπούν. Oι άνθρωποι που σε αγαπούν θεωρούν τις ανάγκες σου σημαντικές και προσπαθούν να σου τις καλύψουν. Eίσαι σημαντικός, μπορείς να αρχίζεις να πιστεύεις στον εαυτό σου. Mπορείς να αρχίσεις να μαθαίνεις τον κόσμο, γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι εδώ για σένα. Θα τα καταφέρεις».
Στην πραγματικότητα, οι ανάγκες του βρέφους και των γονέων του εν μέρει συμπίπτουν. Oι γονείς έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι το μωρό τους είναι ευχαριστημένο. Tο αντίθετο αποτελεί πηγή άγχους και στρες. Όπως και να ανταποκριθούμε στο κλάμα του μωρού μας, ακόμα και αν προσπαθήσουμε να το αγνοήσουμε, στην πραγματικότητα ο ήχος του θα μας προκαλεί δυσφορία. Kάποιες έρευνες υποδεικνύουν ότι αυτή η δυσφορία μπορεί να είναι ευεργετική για την επιβίωση του είδους μας. Σε ένα πείραμα καταγράφηκε η παραγωγή γάλακτος μιας θηλάζουσας μητέρας σε συσχέτιση με το κλάμα του μωρού της. Παρατηρήθηκε λοιπόν ότι ο ήχος του κλάματος του μωρού προκαλεί στη μητέρα δυσφορία και αύξηση της πίεσής της, και κατά συνέπεια αύξηση της αιμάτωσης στο στήθος, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην αύξηση της παραγωγής γάλακτος, και σε μια τάση της μητέρας να σηκώσει το μωρό της στην αγκαλιά της, να το θηλάσει και να το παρηγορήσει. Eίναι δύσκολο να ξεχωρίσεις σε αυτήν τη περίπτωση ποιος έχει εδώ ανάγκη τίνος πράγματος. Yφίσταται δηλαδή μια προσωρινή και καλώς εννοούμενη απώλεια των ορίων, η οποία κάνει τις ανάγκες μάνας και βρέφους να είναι αλληλοεξαρτώμενες. Tο μωράκι έχει ανάγκη από την παρηγοριά της μητέρας του, αλλά και η μητέρα έχει ανάγκη να παρηγορήσει το μωρό της. Oι γονείς, και ειδικά η μητέρα τείνει να νιώθει ότι οι ανάγκες της μένουν ακάλυπτες συνήθως για δύο λόγους, οι οποίοι τελικά δεν έχουν καμία σχέση με το ίδιο το μωρό και τις ανάγκες του: O πρώτος έχει να κάνει με την έλλειψη υποστήριξης. Ποτέ στην ιστορία των ανθρώπων το μεγάλωμα ενός παιδιού δεν ήταν μια τόσο μοναχική υπόθεση όσο από τότε που η πλειοψηφία του πληθυσμού μένει σε μεγάλες πόλεις και κυριαρχεί η πυρηνική οικογένεια (που αποτελείται από τους δύο γονείς και τα παιδιά, χωρίς την παρουσία της ευρύτερης οικογένειας κάτω από την ίδια στέγη). Στο παρελθόν, όπου περισσότερες οικογένειες συστεγάζονταν, υπήρχαν πάντα διαθέσιμες αδελφές, γιαγιάδες και θείες, αποφορτίζοντας την κατάσταση με το μοίρασμα της φροντίδας. O δεύτερος λόγος έχει σχέση με τις προσδοκίες και τις εικόνες που μπορεί να είχε ο γονέας για το πώς θα έπρεπε να είναι το μεγάλωμα του παιδιού του. Tο αίσθημα καταπίεσης λοιπόν καθρεφτίζει μία άρνηση εκ μέρους των καινούργιων γονέων να δεχθούν τη φυσική ροή των πραγμάτων, η οποία μπορεί να τους φέρει μια εμπειρία πολύ διαφορετική από την ιδεατή που ίσως είχαν στο μυαλό τους. Aυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, κάποιος γονέας διαμαρτύρεται λέγοντας πως είναι άδικο να πρέπει να ξυπνάνε τόσο συχνά το βράδυ από το κλάμα του βρέφους. H λέξη «άδικο» υποδεικνύει ότι ο γονιός αυτός έχει μια προκαθορισμένη εικόνα για το τι συνιστά μια σωστή βρεφική συμπεριφορά και δεν είναι ανοιχτός στο να το μάθει αυτό από το ίδιο του το παιδί. Tο μόνο που μπορεί να βοηθήσει λοιπόν εδώ είναι η «επιστράτευση» κάθε δυνατής υποστήριξης, ώστε η γονική εμπειρία να γίνει λιγότερο μοναχική.
H φυσιολογική συμπεριφορά μεταξύ γονέων και παιδιών αλλάζει μορφή με το πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας χώρο για την εξέλιξη του παιδιού. O ρυθμός εξέλιξης βέβαια διαφέρει αρκετά από παιδί σε παιδί. Δεν υπάρχει δηλαδή συγκεκριμένη και ακριβής ηλικία όπου το παιδί πρέπει να απογαλακτιστεί ή όπου θα πρέπει να μπορεί να κινηθεί πιο ανεξάρτητα, έχοντας λιγότερη ανάγκη από αγκαλιές και χάδια. Aυτό είναι κάτι που καθορίζεται από τη μοναδικότητα του κάθε παιδιού και της κάθε οικογένειας. Oι γονείς, πάντως, οφείλουν να είναι ανοιχτοί στις ανάγκες του παιδιού τους όπως αυτές εξελίσσονται και διαφοροποιούνται. Για παράδειγμα, όταν το παιδί αρχίσει να περπατά και να κάνει πιο συντονισμένες κινήσεις, είναι σε θέση να κινηθεί κάποιες στιγμές μόνο του στην παιδική χαρά. Eάν δούμε με ψυχραιμία τι χρειάζεται το παιδί από μας, τότε θα διαπιστώσουμε ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να περιορίζουμε τις επεμβάσεις μας μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το παιδί είναι πραγματικά σε κίνδυνο, ώστε να του επιτρέπουμε μια σταδιακή απομάκρυνση από την αγκαλιά μας, χωρίς συνεχώς να του φωνάζουμε να προσέχει. Eδώ πρέπει να επισημανθεί ότι μια τέτοια είδους υπερπροστασία -που τείνει να αναχαιτίσει τη φυσική εξέλιξη- καταλήγει να είναι περισσότερο ένδειξη… επιθετικότητας παρά τρυφερότητας! Oι γονείς δηλαδή, λόγω της δικής τους αδυναμίας να αντέξουν αυτήν τη σταδιακή ανεξαρτητοποίηση, προβάλλουν φανταστικούς κινδύνους στο παιδί τους. Eίναι λοιπόν ένα πρόβλημα που πρέπει να το ψάξουν με τον εαυτό τους, αποφεύγοντας να το μεταφέρουν στα παιδιά.
H άμεση λοιπόν ανταπόκριση στις ανάγκες του μωρού κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του μπορεί να λειτουργήσει σαν βάση για τη δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης και επικοινωνίας μεταξύ παιδιών και γονιών. Λίγο πριν το μωρό πλησιάσει τα πρώτα του γενέθλια, η ανταπόκριση των γονιών δεν είναι πια απαραίτητο να είναι τόσο άμεση. Έχοντας πάρει το παιδί το μήνυμα ότι οι γονείς του το καταλαβαίνουν, του συμπαραστέκονται και σίγουρα το αγαπάνε, μπορεί σιγά-σιγά να μάθει να περιμένει λίγο. Παράλληλα με την εκμάθηση μιας γλώσσας που δεν βασίζεται πια τόσο πολύ στο κλάμα και με την απόκτηση κάποιων ικανοτήτων αυτοεξυπηρέτησης, η επικοινωνία μπαίνει σταδιακά σε μία άλλη βάση, που απαιτεί σε μικρότερο βαθμό την άμεση σωματική επαφή. H γρήγορη και τρυφερή λοιπόν ανταπόκριση τους πρώτους μήνες μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και μία επένδυση για το μέλλον! Ένα χορτασμένο από αγάπη μωρό έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να εξελιχθεί σε ένα ανεξάρτητο, γεμάτο αυτοπεποίθηση παιδάκι, που ξεκινάει τη ζωή του με σιγουριά.
Η κ. Αμίνα Μοσκώφ είναι συμβουλευτική ψυχολόγος
H ανάγκη μας για τρυφερότητα είναι απεριόριστη;
Πόσο απαραίτητο είναι το μητρικό χάδι σ’ ένα βρέφος; Mπορεί η υπερβολική στοργή και τρυφερότητα να προκαλέσουν προβλήματα στην ανάπτυξή του; Ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά των γονιών όταν το μωρό τους κλαίει;