Βρέθηκε ότι τα παιδιά που στη βρεφική και στη νηπιακή ηλικία κοιμόντουσαν λιγότερες ώρες από όσες συστήνονται από τους ειδικούς είχαν αυξημένες πιθανότητες να είναι παχύσαρκα και να έχουν υπερβολικό λίπος στα 7 τους χρόνια. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από το MassGeneral Hospital for Children και δημοσιεύτηκε στο Ιατρικό Επιστημονικό Περιοδικό Pediatrics, δεν καθορίζει μία συγκεκριμένη περίοδο λιγοστού ύπνου που να επηρεάζει το αν θα είμαστε παχύσαρκοι αργότερα στη ζωή μας.
Η συγκεκριμένη μελέτη χρησιμοποίησε δεδομένα από το Project Viva μία μακρόχρονη έρευνα σχετικά με την επίδραση στην υγεία διαφόρων παραγόντων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τη γέννα. Οι πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη συγκεντρώθηκαν από προσωπικές συνεντεύξεις με μητέρες όταν τα παιδιά τους ήταν 6 μηνών, 3 και μετά 7 ετών και από ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν όταν τα παιδιά ήταν 1, 2, 4, 5 και 6 ετών αντίστοιχα.
Ανάμεσα σε άλλες ερωτήσεις οι μητέρες ρωτήθηκαν πόσες ώρες κοιμόντουσαν τα παιδιά τους, τόσο τη νύχτα όσο και στη διάρκεια της ημέρας. Οι μετρήσεις που λήφθηκαν από τα παιδιά δεν περιλάμβαναν μόνο το ύψος, το βάρος και τον δείκτη μάζας σώματός τους στην ηλικία των 7 ετών που τα μέτρησαν, αλλά και άλλες μετρήσεις όπως το ποσοστό λίπους του σώματος, το κοιλιακό λίπος, το πόσα εκατοστά ήταν η μέση, η κοιλιά και η περιφέρειά τους κλπ. μετρήσεις δηλαδή που περιγράφουν πολύ καλύτερα και αποτελεσματικά τον καρδιομεταβολικό κίνδυνο από ότι ο δείκτης μάζας σώματος από μόνος του.
Ο μειωμένος ύπνος θεωρήθηκε ο λιγότερος από 12 την ημέρα για τις ηλικίες από 6 μηνών ως 2 ετών, από 10 ώρες καθημερινά για τις ηλικίες 3 και 4 ετών και από 9 ώρες για τις ηλικίες από 5 ως 7 ετών.
Γενικά τα παιδιά που κοιμόντουσαν τις λιγότερες ώρες είχαν τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας και κοιλιακού λίπους, που θεωρείται το πλέον επικίνδυνο. Οι λιγότερες ώρες ύπνου ήταν πιο συνηθισμένες σε οικογένειες με χαμηλότερο εισόδημα, όπου οι μητέρες ήταν λιγότερο μορφωμένες κλπ.
Αν και χρειάζεται περισσότερη μελέτη για να βρεθεί πώς ο ύπνος επηρεάζει το βάρος οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι επηρεάζει τις ορμόνες που ρυθμίζουν την όρεξη και τον κορεσμό, ότι υπάρχουν κοινά γενετικά μονοπάτια που αφορούν τον ύπνο και τον μεταβολισμό, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε καλές διατροφικές επιλογές όταν νυστάζουμε και ότι στις οικογένειες που οι συνήθειες του ύπνου δεν είναι ιδανικές αντίστοιχα δεν είναι και οι διατροφικές. Επιπλέον, ο ανεπαρκής ύπνος μπορεί να οδηγεί και σε συνήθειες που ευνοούν την αυξημένη κατανάλωση φαγητού, όπως είναι η τηλεόραση.
Σε κάθε περίπτωση οι επιστήμονες συμβουλεύουν τους γονείς να εστιάσουν στο να βελτιώσουν τις συνήθειες του ύπνου τόσο του δικού τους όσο και των παιδιών τους, γιατί αυτή η πρακτική θα τους βοηθήσει να διατηρήσουν μία πιο αδύνατη σιλουέτα, αλλά και μία καλύτερη ποιότητα ζωής γενικότερα.