Νεότερη έρευνα δείχνει ότι όσοι γνωρίζουν μία δεύτερη γλώσσα παρουσιάζουν τη νόσο Αλτσχάιμερ σε μεγαλύτερη ηλικία από εκείνους που μιλούν μόνο μία γλώσσα. Εντούτοις, οι ειδικοί δεν μπορούν να είναι σίγουροι αν η δεύτερη γλώσσα βοηθά αυτή καθαυτή ως είδος άσκησης του εγκεφάλου ή αν εκείνοι που εξαρχής είχαν αρκετά προικισμένο εγκέφαλο, ώστε να μάθουν δεύτερη γλώσσα, απλά είχαν και τρόπον τινά περισσότερες εφεδρείες, ώστε να αντιστέκονται στην εκδήλωση της νόσου Αλτσχάιμερ.
Στη συγκεκριμένη έρευνα, οι ειδικοί από το Πανεπιστήμιο Γιορκ του Τορόντο συνέκριναν 211 άτομα με Αλτσχάιμερ – 102 δίγλωσσα άτομα και 109 άτομα που μιλούσαν μόνο μία γλώσσα. Εστιάστηκαν στην ηλικία εκδήλωσης της νόσου Αλτσχάιμερ κάθε ομάδας και διαπίστωσαν ότι όσοι ήξεραν 2 γλώσσες εκδήλωσαν τη νόσο κατά μέσο όρο 5 χρόνια αργότερα από τους άλλους. Ποιος είναι ο λόγος;
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι το άτομο που μιλά 2 γλώσσες αναγκαστικά χρησιμοποιεί περισσότερο συγκεκριμένα κέντρα του εγκεφάλου και οικοδομεί με το πέρασμα των χρόνων ένα είδος «γνωστικού αποθέματος», το οποίο του χρησιμεύει στην τρίτη ηλικία, όταν είναι και αναμενόμενο κάποιοι να εκδηλώσουν άνοια ή Αλτσχάιμερ. Η δεύτερη γλώσσα πάντως δεν φαίνεται να προστατεύει πλήρως από τη νόσο. Εκείνο που φαίνεται πως κυρίως αποφέρει είναι ότι καθυστερεί την εκδήλωση της ασθένειας και μερικές φορές την κάνει ηπιότερη.
«Είναι σαν να μένουμε όλοι αργά ή γρήγορα από βενζίνη», είπε η επικεφαλής της έρευνας, ψυχολόγος Ellen Bialystok. Και προσέθεσε: «Όμως, εκείνοι που ξέρουν δεύτερη γλώσσα μοιάζει να έχουν ένα δεύτερο “ρεζερβουάρ”, που κρατά το μυαλό τους σε εγρήγορση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».
Άλλες έρευνες έχουν δείξει επίσης ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία (πιθανόν όχι άπταιστα), βοηθά σημαντικά και με έναν ακόμα τρόπο. Συγκεκριμένα, έχουν δείξει ότι μάλλον αυξάνει τον όγκο του εγκεφάλου.
Η δεύτερη γλώσσα όπλο για τη νόσο Αλτσχάιμερ
Νεότερη έρευνα δείχνει ότι όσοι γνωρίζουν μια δεύτερη γλώσσα παρουσιάζουν τη νόσο Αλτσχάιμερ σε μεγαλύτερη ηλικία από εκείνους που μιλούν μόνο μια γλώσσα.