Και ξαφνικά όλα αλλάζουν… Το ζευγάρι χωρίζει, η οικογένεια διαλύεται και μαζί με αυτήν αλλάζουν μορφή η καθημερινότητα, οι ρυθμοί, οι συνήθειες, οι παρέες, η οικονομική κατάσταση, τα πάντα. Πραγματικά, τίποτα δεν είναι όπως ήταν πριν, κι αυτό είναι δύσκολο και οδυνηρό για όλους. Ο πατέρας είναι αυτός που στην πλειονότητα των περιπτώσεων φεύγει από την οικογένεια, αντιμετωπίζει τον αποχωρισμό από τα παιδιά του και από την οικογενειακή ζωή και, στην αρχή τουλάχιστον, υφίσταται τη μεγαλύτερη απώλεια και μοναξιά. Η μητέρα μένει με τα παιδιά κι έτσι εξακολουθεί να έχει οικογένεια. Αυτό, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, δηλαδή χωρίς σύζυγο, είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα, έχει όμως τεράστιο κόστος…
Ακόμη κι αν είναι οι γυναίκες αυτές που συχνά, όταν η σχέση δεν πάει καλά, «σπρώχνουν» για το τελικό βήμα του διαζυγίου, αυτό δεν σημαίνει ότι μετά αισθάνονται ανακούφιση και πετούν στα ουράνια επειδή «τελείωσε». Για τις περισσότερες γυναίκες με παιδιά, το διαζύγιο είναι ένα βήμα απόγνωσης που δεν το αποφασίζουν επιπόλαια και ελαφρά τη καρδία. Ειδικά στην Ελλάδα, βρίσκονται συχνά αντιμέτωπες με τον περίγυρό τους, ακόμη και με τους ίδιους τους γονείς τους, που διαφωνούν με το χωρισμό και τις κατηγορούν ότι δεν έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να «κρατήσουν το γάμο τους». Οι ενοχές πέφτουν βροχή και φυσικά βρίσκουν… εύφορο έδαφος. Καμία γυναίκα δεν γλιτώνει από τις ενοχές (και πρώτα από όλα τις δικές της), όταν υποψιάζεται ότι οι αποφάσεις, οι πράξεις, οι συμπεριφορές της μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά τα παιδιά της. Η καινούργια κατάσταση που έχουν οι μητέρες να αντιμετωπίσουν κάθε άλλο παρά εύκολη είναι.
Η περίοδος που έπεται του χωρισμού είναι συνήθως ιδιαίτερα χαοτική. Έτσι, ανάλογα με την περίπτωση, αρκετούς μήνες ή και χρόνια μετά, οι μητέρες που μένουν μόνες με τα παιδιά έχουν βαρύ συναισθηματικό φορτίο να κουβαλήσουν: τη δική τους θλίψη για το χωρισμό, τον πόνο για την αποτυχία του γάμου τους και την απώλεια του συντρόφου τους, τη μοναξιά, τις ενοχές, την αγωνία για το μέλλον, τις ανησυχίες τους για τα παιδιά. Ταυτόχρονα, το διαζύγιο και οι αλλαγές που επακολουθούν αποσταθεροποιούν ψυχολογικά τα παιδιά, που συχνά εμφανίζουν διαταραγμένες συμπεριφορές, γίνονται επιθετικά, ευάλωτα, κλείνονται στον εαυτό τους και στην καλύτερη περίπτωση έχουν «απλώς» ανάγκη από μεγαλύτερη προσοχή, φροντίδα και στήριξη, δηλαδή από τη μητέρα τους.
Αυτός ο συνδυασμός, μητρικών ενοχών από τη μια μεριά και αυξημένων συναισθηματικών αναγκών των παιδιών από την άλλη, κάνει τις περισσότερες γυναίκες να βάζουν σε δεύτερη μοίρα την προσωπική τους ζωή και τις δικές τους ανάγκες. Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα συνήθως είναι πολύ δύσκολα και η καινούργια κατάσταση ιδιαίτερα απαιτητική. Ολόκληρη η ζωή της μονογονεϊκής οικογένειας χρειάζεται αναδιοργάνωση:
Δεν ξέρουμε τα ποσοστά στην Ελλάδα, αλλά στη Γερμανία το 40% των μονογονεϊκών οικογενειών ζουν κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας, και στη χώρα μας σίγουρα δεν είναι καλύτερα τα πράγματα. Ακόμη και για τις μητέρες που έχουν δουλειά και έναν ικανοποιητικό μισθό, τα πράγματα δεν είναι εύκολα, ειδικά όταν τα παιδιά αρχίζουν ξένες γλώσσες, σπορ, φροντιστήρια, εξόδους. Το άγχος για το πώς θα τα βγάλουν πέρα είναι καθημερινή πραγματικότητα για τις μόνες μητέρες.
Αν για μια εργαζόμενη μητέρα που ζει με το σύζυγο και τα παιδιά της είναι δύσκολο να ισορροπήσει ανάμεσα σε δουλειά και οικογένεια και να βρει χρόνο και για τα δύο, μια μητέρα που μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της περπατά συνέχεια πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Οι περισσότεροι εργοδότες δεν βλέπουν με ενθουσιασμό τις απουσίες από τη δουλειά, όμως τα παιδιά αρρωσταίνουν, τα σχολεία έχουν ημέρες γονέων, απεργίες, σχολικές γιορτές, διακοπές. Και τις ημέρες που όλα «πάνε καλά», μετά τη δουλειά περιμένει το φαγητό, η μελέτη, το παιχνίδι, οι έγνοιες των παιδιών, οι μεταφορές τους από εδώ κι από εκεί, οι δουλειές του σπιτιού.
› Το φλερτ ως πολυτέλεια Ακόμη και να το ήθελαν, στις πιο πολλές γυναίκες δεν μένει ούτε ο χρόνος ούτε η διάθεση και η απαραίτητη ενέργεια που χρειάζεται για να ψάξουν, να «επενδύσουν», να αφιερώσουν σε μια καινούργια σχέση. Είναι μια φάση πανικού και μοναξιάς που η Τατιάνα, 28 ετών και μητέρα ενός μικρού αγοριού 2 ετών, περιγράφει ως εξής: «Σπίτι, δουλειά, μωρό: πτώμα από τη δουλειά, χωρίς να έχω δει το παιδί μου όλη μέρα, το τελευταίο πράγμα που έχω όρεξη να σκεφτώ είναι οι έξοδοι, οι παρέες, τα φλερτ. Οι φίλοι μου με κατηγορούν γι’ αυτό, αλλά δεν έχουν παιδιά, πώς να καταλάβουν; Ακόμη κι ένα Σαββατοκύριακο που τον “μικρό’’ τον παίρνει ο μπαμπάς του, το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ, να ξεκουραστώ, να χαλαρώσω λίγο. Ακόμη και να με πλησιάσει κανένας άνδρας, το πρώτο πράγμα που του λέω είναι ότι είμαι χωρισμένη κι έχω ένα μωρό. Η αντίδραση είναι πάντα ευγενική, αλλά η αναμενόμενη… ».
Αυτή η εκούσια μοναξιά, στην οποία υποβάλλουν τον εαυτό τους πολλές μητέρες μετά το χωρισμό για λόγους ως επί το πλείστον συναισθηματικούς, επιτρέπει να ξαναβρεί κανείς τον εαυτό του μετά το «στραπάτσο» του διαζυγίου. Σε αντίθεση με τους άνδρες, που τείνουν -όπως αποδεικνύουν οι στατιστικές- να κάνουν καινούργιες σχέσεις και να ξαναπαντρεύονται γρήγορα, οι γυναίκες έχουν ανάγκη από αυτό το διάστημα αναδιοργάνωσης, για να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να ανακαλύψουν ποιες είναι οι πραγματικές τους προτεραιότητες. Στο διάστημα αυτό, συνήθως αμφιταλαντεύονται συναισθηματικά ανάμεσα στο φόβο «Θα μείνω μόνη μου για πάντα» και στην αμφιβολία «Και ποιος μου λέει ότι μια καινούργια σχέση θα πάει καλύτερα από την παλιά;».
Η αρχική «απόσυρση», όμως, μπορεί εύκολα να γίνει μόνιμη. Πολλές μητέρες, άλλωστε, θεωρούν καθήκον τους να παραμείνουν αποκλειστικά αφοσιωμένες στα παιδιά τους μέχρι αυτά να μεγαλώσουν, εφόσον τα επιβάρυναν με τη σκληρή δοκιμασία του διαζυγίου. Αυτό έκανε και η Θεοδώρα, 49 ετών τώρα, με δύο παιδιά 18 και 20 ετών, που χώρισε πριν από 13 χρόνια. «Μετά το διαζύγιο ένιωσα ότι τα παιδιά μου με χρειάζονται όσο ποτέ. Ο πατέρας τους δεν ήταν πολύ τυπικός, δεν τον έβλεπαν συχνά κι εγώ προσπαθούσα με κάθε τρόπο να αναπληρώσω το κενό. Για προσωπική ζωή, έρωτες, άνδρες, δεν είχα ούτε το μυαλό ούτε τη διάθεση ούτε το χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι, όταν κάποια στιγμή, 4 χρόνια μετά το χωρισμό, άρχισε κάτι σαν ειδύλλιο με ένα συνάδελφο που μου άρεσε αρκετά, το σταμάτησα πολύ γρήγορα, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έπρεπε να βάλω τα παιδιά στη διαδικασία να συνηθίσουν έναν καινούργιο άνδρα και να με μοιράζονται μαζί του. Είχα και τη μητέρα μου που με βοηθούσε βέβαια πολύ με τα παιδιά, αλλά μου έλεγε πάντα: “Μόνο τα παιδιά σου να κοιτάξεις τώρα, τίποτε άλλο”. Τώρα, όμως, έρχονται στιγμές που το μετανιώνω… ». Η «θυσία» αυτή κρύβει τον κίνδυνο τα παιδιά να γίνουν το συναισθηματικό υποκατάστατο στην έλλειψη συντρόφου, κάτι που, όσο κι αν βολεύει αρχικά όλους, μακροπρόθεσμα επιβαρύνει τα παιδιά και δεν καλύπτει ουσιαστικά τη μητέρα.
Η απόφαση για μια καινούργια σχέση δεν είναι εύκολη για μια μητέρα μόνη που, μετά από έναν επώδυνο χωρισμό, μπορεί να επιλέξει να μην ξαναπαντρευτεί. Όποιον τρόπο ζωής όμως κι αν επιλέξει, με μόνιμο σύντροφο, με ερωτικές σχέσεις χωρίς δέσμευση, με ανεξαρτησία, ο σκοπός θα πρέπει πάντα να είναι η δημιουργία μιας προσωπικής ζωής που να την ικανοποιεί. Επειδή η ζωή γι’ αυτές είναι δύσκολη, οι μόνες μητέρες αποτελούν μια κοινωνική ομάδα ιδιαίτερα επιρρεπή σε ψυχολογικές διαταραχές, όπως είναι η κατάθλιψη. Μια ψυχολογικά ευάλωτη μητέρα, όμως, είναι μεγάλη επιβάρυνση για τα παιδιά, όσο κι αν τους έχει αφοσιωθεί.
Για τους λόγους αυτούς, το πρώτο μέλημα κάθε μόνης μητέρας, όταν περάσει η μεγάλη αναταραχή του χωρισμού και η ζωή ξαναρχίσει να παίρνει έναν πιο κανονικό ρυθμό, θα πρέπει να είναι η φροντίδα του εαυτού της και η αποκατάσταση της ψυχικής της ισορροπίας. Οι φίλοι μπορούν να αποδειχτούν πολύτιμοι σε αυτή τη διαδικασία, μερικές φορές όμως είναι απαραίτητη η βοήθεια ψυχολόγου. Το διαζύγιο δεν είναι μόνο μια επώδυνη εμπειρία που αφήνει τραύματα, αλλά και η αφορμή (και η ευκαιρία) για το ξεκίνημα μιας βαθύτερης γνωριμίας με τον εαυτό μας που μπορεί να αποβεί ευεργετική για την ίδια τη μητέρα, αλλά και τα παιδιά της. ●
Ο ρυθμός της ζωής και οι συνεχείς υποχρεώσεις δυσκολεύουν, βέβαια, πολύ τη δημιουργία καινούργιων σχέσεων και μιας προσωπικής ζωής για τις μητέρες που είναι μόνες. Όμως, οι λόγοι που τις κάνουν να διστάζουν να «ξαναφτιάξουν τη ζωή τους» είναι κυρίως συναισθηματικοί. Οι ανησυχίες για τις ενδεχόμενες αντιδράσεις των παιδιών (και οι πραγματικές τους αντιδράσεις), η κλονισμένη αυτοπεποίθηση μετά από την αποτυχία του γάμου τους, ο φόβος μιας νέας αποτυχίας είναι τα κυριότερα εμπόδια στο να ξανανιώσει μια γυναίκα τον εαυτό της ελκυστικό, έτοιμο να ερωτευτεί, να ξαναέχει ερωτική ζωή. Ακόμη κι αν βρεθεί «υποψήφιος» πρόθυμος να «υποστεί» τα παιδιά, τα ερωτηματικά που προκύπτουν για τη μητέρα είναι πολλά: «Τον έχω ερωτευτεί;», «Θέλω αυτόν ή απλά ένα στήριγμα για να μην είμαι μόνη;», «Κάνει για εμάς, για τα παιδιά;», «Πώς θα τους το πω;»,«Θα τον αγαπήσουν, θα τα αγαπήσει;».