Επισκέφτεστε το γιατρό, για να απαλλαγείτε από ένα συγκεκριμένο ιατρικό πρόβλημα, και ξαφνικά αποκτάτε… ένα ακόμη! Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, είναι γεγονός ότι ορισμένες φορές η φαρμακευτική αγωγή που πρέπει να ακολουθήσετε για την αντιμετώπιση μιας ασθένειας -ή ακόμη και η ίδια η φύση της νόσου- ενδέχεται να προκαλέσει μια «παράπλευρη απώλεια», που συνήθως αφορά μια δεύτερη ιατρική ειδικότητα. Κάποιες φορές, το «νέο» πρόβλημα εμφανίζει έντονα συμπτώματα, άλλες φορές μπορεί να «κρύβεται» καλά. Αν δεν είστε σε θέση να αποφύγετε τις «παράπλευρες απώλειες», καλό είναι να τις γνωρίζετε, ώστε να μπορείτε να επισκεφτείτε έγκαιρα τον κατάλληλο γιατρό και να τις αντιμετωπίσετε σωστά.
Ο καρδιολόγος ή ο υπερτασιολόγος σάς έχει χορηγήσει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και η πίεσή σας είναι καλά ρυθμισμένη.
Προβλήματα στύσης.
Η στύση είναι ουσιαστικά ζήτημα «υδραυλικό», αφού, για να επιτευχθεί, πρέπει οι «σωλήνες», δηλαδή τα αγγεία (σηραγγώδη σώματα), να γεμίσουν με αίμα. Στην περίπτωση, όμως, κάποιας ασθένειας που επηρεάζει τους «σωλήνες» (π.χ. υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης) και επομένως «χαλάει» το «υδραυλικό σύστημα», τότε υπάρχει η πιθανότητα να επηρεαστεί η στύση (να μην είναι ολοκληρωμένη ή να μην έχει διάρκεια). Τα αγγεία σκληραίνουν και ο μηχανισμός που απαιτείται για την επίτευξη της στύσης αλλάζει. Πέρα, όμως, από την ίδια τη φύση της ασθένειας, που ενδέχεται να συνδέεται με τη στύση, ανάλογα προβλήματα συνήθως δημιουργούνται από τη φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί ένας υπερτασικός ασθενής.
Ουρολόγος.
Στη στύση είναι σημαντικά 3 στοιχεία: Να υπάρχει στύση, να είναι ισχυρή και να έχει διάρκεια. Είναι, δηλαδή, πιθανό να επηρεαστεί ελαφρά ένας από αυτούς τους παράγοντες. Πολύ σπάνια, πάντως, οι υπερτασικοί ασθενείς έρχονται αντιμέτωποι με την ανικανότητα. Η θεραπεία είναι εξατομικευμένη και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ένταση του προβλήματος, το είδος της θεραπείας για την υπέρταση, η ηλικία κλπ. Συνήθως, σε πρώτη φάση, ο ουρολόγος, σε συνεργασία με τον καρδιολόγο, αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να αλλάξει η αντιυπερτασική φαρμακευτική αγωγή (π.χ. αλλαγή φαρμάκου ή συνδυασμός φαρμάκων). Στη συνέχεια, ίσως χρειαστεί για ένα διάστημα η χορήγηση φαρμάκων για τη στυτική δυσλειτουργία, ώστε ο ασθενής να μπορέσει να έχει φυσιολογική στύση, αλλά και να βελτιωθεί η ψυχολογία του.
Λίγοι είναι οι ασθενείς με έλκος στομάχου ή εντέρου που δεν γνωρίζουν ότι απαγορεύεται η λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Ωστόσο, αρκετοί από αυτούς θεωρούν ότι, αν τα πάρουν σε αναβράζουσα μορφή, σε υπόθετο ή σε ενέσιμη μορφή, δεν κινδυνεύουν.
Αιμορραγία του πεπτικού συστήματος.
Όλα τα φάρμακα με αντιφλεγμονώδη δράση μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγία στο πεπτικό σύστημα (γαστρορραγία ή εντερορραγία). Από τη στιγμή που απορροφώνται από τον οργανισμό, κατευθύνονται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος στα κύτταρα του στομάχου και τους προκαλούν βλάβη.
Παθολόγος.
Αν κάποιος έχει έλκος του στομάχου ή του εντέρου, μπορεί να παίρνει αντιφλεγμονώδη φάρμακα μόνο μετά από συνεννόηση με το γιατρό του, για συγκεκριμένο διάστημα και για συγκεκριμένο λόγο, μαζί με σκευάσματα που προστατεύουν το γαστρεντερικό σύστημα. Για την αντιμετώπιση συνηθισμένων ενοχλήσεων (πονοκέφαλος, πόνοι περιόδου, οσφυαλγίες κλπ.), καλό είναι να προτιμώνται κοινά παυσίπονα, που περιέχουν την ουσία παρακεταμόλη, δεν πειράζουν το στομάχι και επομένως δεν προκαλούν αιμορραγία στο πεπτικό σύστημα. Στην περίπτωση που παρουσιαστεί γαστρορραγία ή εντερορραγία (οι πρώτες ενδείξεις είναι κόπρανα με μαύρο ή έντονο ερυθρό χρώμα), κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί νοσηλεία λίγων ημερών, για να υπάρξει παρακολούθηση του ασθενoύς, ενώ σε δεύτερη φάση θα γίνει γαστροσκόπηση και κολονοσκόπηση, προκειμένου να εξακριβωθεί το σημείο της αιμορραγίας.
Το κόκκινο χρώμα των ματιών σας και η έντονη φαγούρα που νιώθατε τον τελευταίο καιρό αποδείχτηκε ότι οφείλονται σε αλλεργία. Ο οφθαλμίατρος, στον οποίο απευθυνθήκατε, σας παρέπεμψε στον αλλεργιολόγο. Εκείνος με τη σειρά του σας σύστησε τη λήψη κορτιζόνης λόγω των έντονων συμπτωμάτων, τα οποία δεν υποχώρησαν με τη χρήση αντιαλλεργικών κολλυρίων.
Γλαύκωμα.
Αρκετοί ασθενείς θεωρούν ότι η κορτιζόνη για τα μάτια είναι ένα απλό κολλύριο και, ακριβώς επειδή η χρήση του τους ανακουφίζει, το χρησιμοποιούν όποτε οι ίδιοι το θεωρούν σκόπιμο (ακόμη και για διάστημα 1-2 μηνών).
Η παρατεταμένη, όμως, λήψη της κορτιζόνης απαγορεύεται. Μάλιστα, οι οφθαλμίατροι προειδοποιούν ότι μετά τη 15η ημέρα ελλοχεύει ο κίνδυνος να ανεβάσει κανείς πίεση στα μάτια (συμβαίνει στο 1/3 περίπου του πληθυσμού). Συνήθως, η πίεση επανέρχεται στα φυσιολογικά της επίπεδα όταν ο ασθενής διακόψει την κορτιζόνη, αλλά υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθεί το λεγόμενο «κορτιζονικό γλαύκωμα», ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και η εμφάνιση καταρράκτη, ακόμη και σε νεαρές ηλικίες. Το πρόβλημα εντείνεται, μάλιστα, επειδή στην Ελλάδα η κορτιζόνη χορηγείται και χωρίς τη συνταγή γιατρού, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Οφθαλμίατρος.
Η κορτιζόνη πρέπει να χορηγείται μόνο όταν η αλλεργία βρίσκεται σε οξεία φάση και η φλεγμονή δεν υποχωρεί με τα συνήθη αντιαλλεργικά κολλύρια. Η χρήση της δεν πρέπει να ξεπερνά τις 15 ημέρες και η διακοπή της πρέπει να είναι προοδευτική, καθώς η απότομη διακοπή ενός αντιφλεγμονώδους φαρμάκου, όπως η κορτιζόνη, μπορεί να οδηγήσει σε υποτροπή των συμπτωμάτων. Επίσης, αν και οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν, υπάρχουν δύο μορφές κορτιζόνης: η μία είναι ισχυρή και η άλλη πιο ήπια. Ο κίνδυνος να αυξηθεί η πίεση του ματιού είναι πολύ μικρότερος όταν χρησιμοποιείται η ελαφριά μορφή. Αν, λοιπόν, παίρνετε κορτιζόνη για αρκετές ημέρες (πάνω από 10-15), επισκεφτείτε έναν οφθαλμίατρο, αφού ίσως έχετε ανεβασμένη πίεση στα μάτια χωρίς κανένα σύμπτωμα. Στην περίπτωση που έχει δημιουργηθεί γλαύκωμα, επιβάλλεται η άμεση διακοπή της κορτιζόνης. Αν χρειαστεί, ο οφθαλμίατρος χορηγεί ήπια κορτιζόνη και παρακολουθεί διαρκώς την πίεση του ματιού, ενώ, σε συνεργασία με τον αλλεργιολόγο, μπορεί να συστήσει στον ασθενή και τη λήψη αντισταμινικών φαρμάκων. Αν η κατάσταση δεν αντιμετωπιστεί, η πίεση παραμένει υψηλή, πιέζει τις ίνες του οπτικού νεύρου και σταδιακά καταστρέφει το οπτικό πεδίο.
Η ψυχολογική σας κατάσταση έχει βελτιωθεί αισθητά, λίγους μήνες μετά την έναρξη της αντικαταθλιπτικής αγωγής. Στον ερωτικό τομέα, όμως, δεν τα πάτε τόσο καλά.
Σεξουαλική δυσλειτουργία.
Τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά προκαλούν παρενέργειες στη σεξουαλική ζωή ανδρών και γυναικών. Στους άνδρες παρατηρείται καθυστέρηση στην εκσπερμάτιση (μάλιστα, κάποια από αυτά τα φάρμακα χορηγούνται και σε όσους υποφέρουν από πρόωρη εκσπερμάτιση) και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χαλαρή στύση, ενώ στις γυναίκες μειώνεται η σεξουαλική διάθεση και παρεμποδίζεται ο οργασμός.
Ανδρολόγος-ουρολόγος.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να αναφέρετε το πρόβλημα στον ψυχίατρο που σας παρακολουθεί. Η σεξουαλική δυσλειτουργία δεν αποτελεί μόνιμη κατάσταση, αλλά παρενέργεια που θα σταματήσει να υφίσταται μόλις διακοπεί η λήψη του αντικαταθλιπτικού. Έτσι, μερικοί ασθενείς ανέχονται το πρόβλημα, επειδή ξέρουν ότι δεν θα διαρκέσει πολύ. Άλλωστε, η ίδια η κατάθλιψη προκαλεί ανάλογα προβλήματα και η επάνοδος στη φυσιολογική λειτουργία απαιτεί χρόνο. Ωστόσο, για τις γυναίκες ή τους άνδρες που δυσκολεύονται να αποδεχθούν το πρόβλημα ή παίρνουν αντικαταθλιπτικά για περισσότερο από 1 χρόνο, ο ψυχίατρος μπορεί να αποφασίσει να αλλάξει το φάρμακο, να μειώσει τη δόση του ή ακόμη και να αποφασίσει συνδυασμό αντικαταθλιπτικών. Οι άνδρες, επίσης, μπορούν να απευθυνθούν και σε έναν ανδρολόγο-ουρολόγο, που θα τους δώσει φάρμακα για τη στυτική δυσλειτουργία.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Πέτρο Σκαπινάκη, επίκουρο καθηγητή Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, την κ. Γιώτα Δημάκα, αλλεργιολόγο, διευθύντρια στο Αλλεργιολογικό Τμήμα του 1ου Νοσοκομείου ΙΚΑ, τον κ. Νικόλαο Γιαννόπουλο, καρδιολόγο, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον κ. Ηλία Δαβίλλα, χειρουργό-ουρολόγο, τον κ. Στυλιανό Δερμιτζάκη, ειδικό παθολόγο, και τον κ. Γιώργο Στάμα, χειρουργό-οφθαλμίατρο, επιστημονικό υπεύθυνο του οφθαλμολογικού κέντρου «Οφθαλμική διάγνωση».
Doctor… Who?
Πότε η πόρτα του αλλεργιολόγου οδηγεί κατευθείαν στον οφθαλμίατρο και πόσο συχνά ο καρδιολόγος «χρειάζεται» τον ουρολόγο; Σε ποιες περιπτώσεις εν ολίγοις… δεν αρκεί μόνο ένας γιατρός;