Πόσες φορές δεν έχετε βρεθεί μεταξύ φίλων συζητώντας κάποιο θέμα υγείας για το οποίο οι γνώμες διίστανται και όλοι επιμένουν στην άποψή τους, συχνά επικαλούμενοι και τις γνώμες των ειδικών; «Πάρε ασπιρίνη για να μην πάθεις έμφραγμα», ισχυρίζεται ο ένας. «Μην την παίρνεις, θα “τρυπήσει” το στομάχι σου», απαντά ο άλλος… «Θα κάνω λέιζερ για τη μυωπία μου», ανακοινώνει ο ένας και οι υπόλοιποι τον αποτρέπουν επειδή έχουν ακούσει ότι μπορεί να μην απαλλαχθεί οριστικά από τα γυαλιά του. Τελικά, τι ισχύει; Ποια άποψη είναι επιστημονικά ορθή και ποια όχι; Και τι πρέπει να επιλέξει όποιος βρίσκεται μπροστά σε τέτοια διλήμματα;


Εάν δεν συντρέχουν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (π.χ. δεν καπνίζετε, δεν έχετε υψηλή πίεση ή χοληστερίνη κλπ.), δεν υπάρχει λόγος να παίρνετε ασπιρίνη προληπτικά. Αντιθέτως, συνιστάται η αποφυγή της, επειδή η λήψη της σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης γαστρορραγίας κατά 3 έως και 5%, εάν έχετε ευαίσθητο στομάχι. Αλλά, ακόμη και αν υπάρχει κάποιος παράγοντας καρδιαγγειακού κινδύνου, και πάλι δεν υπάρχουν επίσημες συστάσεις για την προληπτική λήψη ασπιρίνης. Η διαδεδομένη, αλλά λανθασμένη αντίληψη για την προληπτική λήψη της ασπιρίνης μάλλον οφείλεται στο ότι υπάρχει μια κατηγορία ασθενών στους οποίους πράγματι χορηγείται προληπτικά η ασπιρίνη. Πρόκειται για τους άνω των 50 ετών με τουλάχιστον τρεις παράγοντες καρδιαγγεια­κού κινδύνου οι οποίοι είναι… ατίθασοι ασθενείς, δηλαδή αμελούν τις εξετάσεις και τα φάρμακά τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ασπιρίνη μειώνει τον καρδιακό κίνδυνο σχεδόν κατά 10% (καθιστώντας π.χ. ένα επερ­χόμενο έμφραγμα πιο ήπιο). Επίσης, η ασπιρίνη μπορεί να συστηθεί και στους άνω των 55 ετών με τουλάχιστον δύο παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.
Ο καρδιολόγος είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει αν για εσάς προσωπικά είναι απαραίτητη η προληπτική λήψη ασπιρίνης. Σε αυτή την περίπτωση, θα σας συστήσει κατά πάσα πιθανότητα μία δόση επικαλυμμένης ασπιρίνης των 80-100 mg ημερησίως μετά το γεύμα.


Ο πόνος στη μέση καλό είναι να αντιμετωπίζεται με ήπια παυσίπονα, όπως η παρακεταμόλη, και όχι με αντιφλεγμονώδη. Τα τελευταία αποτελούν την τελική επιλογή για την ανακούφιση του πόνου και πρέπει να χορηγούνται από το γιατρό, δεδομένου ότι μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες (γαστρορραγία, άνοδο της πίεσης κλπ.). Εάν τα απλά αναλγητικά δεν σας ανακουφίσουν, μπορείτε να δοκιμάσετε ένα μυοχαλαρωτικό, λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι προκαλεί υπνηλία και απώλεια της προσοχής. Συνεπώς, δεν πρέπει να οδηγήσετε ή να ασχοληθείτε με άλλες απαιτητικές εργασίες. Εάν ο πόνος επιμένει για 2-3 ημέρες, χρειάζεται να απευθυνθείτε σε έναν ειδικό.
Πέρα από τα φάρμακα, για να ανακουφιστείτε από τον πόνο, ξαπλώστε σε εμβρυϊκή θέση ή ανάσκελα, βάζοντας ένα μαξιλάρι κάτω από τα γόνατα. Ακόμη, θα σας βοηθήσει αν κάνετε ένα χλιαρό ντους, καθώς και μαλάξεις με λάδι στους πονεμένους μυς της μέσης.


Το κρυολόγημα οφείλεται σε ιό που θα «κάνει τον κύκλο του» (5-7 ­ημέρες) και στη συνέχεια θα υποχωρήσει. Συνεπώς, χρειάζεται να κάνετε ­υπομονή και όχι να πάρετε αντιβίωση, η οποία δεν καταπολεμά τους ιούς αλλά τα μικρόβια. Από αυτό τον κανόνα εξαιρούνται ορισμένες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού (οι καρδιοπαθείς, οι πάσχοντες από βρογχικό άσθμα ή χρόνια βρογχίτιδα, οι ηλικιωμένοι), επειδή έχουν αυξημένες ­πιθανότητες να εξελιχθεί η ιογενής λοίμωξη (το κρυολόγημα) σε μικροβιακή. Εάν δεν ανήκετε σε αυτές τις ομάδες, τότε θα πρέπει να ξεκουραστείτε, να μην καπνίζετε και να τρώτε σούπες ­πλούσιες σε πρωτεΐνες (π.χ. ψάρι, κοτόπουλο, μοσχάρι). Για το βήχα να πίνετε άφθονα υγρά που βοηθούν στην απόχρεμψη και για την καταρροή να κάνετε πλύσεις με φυσιολογικό ορό ή εν ανάγκη με μη κορτιζονούχα αποσυμφορητικά σπρέι – αλλά όχι για περισσότερο από μία εβδομάδα.
Αν μετά την πέμπτη ημέρα το κρυολόγημά σας δεν έχει υποχωρήσει, τότε συμβουλευτείτε το γιατρό σας, επειδή μπορεί πράγματι να χρεια­στείτε αντιβίωση.


Η αφαίρεση των σπίλων (ελιών) για αισθητικούς λόγους δεν εγκυμονεί κινδύνους και «επιτρέπεται», σύμφωνα με τους ειδικούς. Όσο για τη μέθοδο αφαίρεσης (χειρουργική αφαίρεση ή λέιζερ), αυτή επιλέγεται από τον ειδικό αφού πρώτα αξιολογήσει το είδος και το μέγεθος της ελιάς.
Επίσης, ορισμένα είδη σπίλων που σχετίζονται με αυξημένες πιθανότητες εξέλιξης σε κακόηθες μελάνωμα πρέπει οπωσδήποτε να αφαιρούνται. Τα χαρακτηριστικά ενός «ύποπτου» σπίλου είναι η ασυμμετρία του, η ένταση του χρώματός του ή η ποικιλία των χρωμάτων του, η μεγάλη διά­μετρος (άνω των 3-5 χιλιοστών) και η αλλαγή των χαρακτηριστικών του, σε συνδυασμό με την ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού κακοήθους μελανώματος. Ο έμπειρος δερματολόγος μπορεί να αξιολογήσει τις «ύποπτες» ελιές, αλλά μπορεί να γίνει και ειδική εξέταση γι’ αυτόν το σκοπό (δερματοσκοπική μελέτη). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αφαίρεση γίνεται μόνο χειρουργικά (με νυστέρι) και ποτέ με λέιζερ, που μπορεί να αφήσει υπολείμματα του σπίλου στο δέρμα, κάτι που δεν είναι επιθυμητό. Επίσης, μετά τη χειρουργική αφαίρεση ενός σπίλου γίνεται πάντα βιοψία.
Μετά την αφαίρεση της ελιάς είναι απαραίτητη η προστασία της περιοχής από τον ήλιο. Επίσης, ενδέχεται να έχετε οίδημα και ενόχληση στο εν λόγω σημείο. Ίσως χρειαστεί να πάρετε παυσίπονα ή και αντιβίωση προληπτικά.



Σύμφωνα με πολύ πρόσφατη έρευνα, οι γυναίκες με ενθέματα ενδεχομένως να έχουν ένα μικρό κίνδυνο ανάπτυξης μιας σπάνιας μορφής λεμφώματος. Ωστόσο, οι ειδικοί εξηγούν ότι αυτή η έρευνα είναι πολύ περιορισμένη (σε μόλις 11 γυναίκες) για να αναιρέσει τα συμπεράσματα παλαιότερης επιδημιολογικής μελέτης σε 3.000 γυναίκες, σύμφωνα με την οποία τα ενθέματα σιλικόνης δεν προκαλούν προβλήματα υγείας, δεν παρεμβαίνουν στη λειτουργία του μαστού, ούτε στις διαγνωστικές εξετάσεις, όπως η μαστογραφία. Επιπλέον, χάρη στα ενθέματα τελευταίας τεχνολογίας, τα προβλήματα που είχαν αναφερθεί στο παρελθόν έχουν σχεδόν μηδενιστεί. Στα σημαντικότερα προβλήματα του παρελθόντος ανήκε η διαρροή υγρής σιλικόνης, που μπορούσε να προκαλέσει καλοήθεις όγκους (σιλικονώματα), και η δημιουργία εσωτερικής ουλής (κάψας) στους ιστούς του μαστού που ακουμπούσαν στη λεία επιφάνεια της σιλικόνης. Στα νέα ενθέματα δεν υπάρχουν διαρροές και η επιφάνειά τους είναι τραχιά για να μη δημιουργείται κάψα. Επίσης, τα ενθέματα δεν επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της διαγνωστικής ψηλάφησης του στήθους.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, το στήθος σας θα «συμπεριφερθεί» όπως ένα φυσιολογικό στήθος, δεδομένου ότι το ένθεμα τοποθετείται «κάτω» από το στήθος σας.


Όχι, επειδή το αλκοόλ μεταβάλλει τη συμπεριφορά των λευκοκυττάρων του αίματος, που είναι υπεύθυνα για την άμυνα του οργανισμού. Έτσι, τα αντιβιοτικά χάνουν ένα «σύμμαχό» τους, δεδομένου ότι δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά όταν η άμυνα του οργανισμού έχει αποδυναμωθεί. Το αλκοόλ επιταχύνει, επίσης, το μεταβολισμό των φαρμάκων, οπότε αυτά αποβάλλονται ταχύτερα από τον οργανισμό, γεγονός που μειώνει τη δράση τους. Επιπλέον, ορισμένα αντιβιοτικά (όπως κάποια είδη κεφαλοσπορινών και η μετρονιδαζόλη) σε συνδυασμό με το αλκοόλ προκαλούν τη λεγόμενη αντίδραση δισουλφιράμης, η οποία εκδηλώνεται περίπου 3-4 ώρες μετά την κατανάλωση αλκοόλ. Ο πάσχων αισθάνεται έντονη δυσφορία, μειώνεται η πίεσή του και νιώθει σαν να παθαίνει έμφραγμα. Συνήθως τα συμπτώματα υποχωρούν, αλλά ενδέχεται και να ενταθούν οπότε και θα απαιτηθεί νοσοκομειακή φροντίδα.
Εάν πιείτε αλκο­όλ ενώ παίρνετε αντιβίωση, μην πανι­κοβληθείτε. Το πιο πιθανό είναι ότι ο οργανισμός σας είναι σε θέση να «χειριστεί» αυτή τη μικρή παρεκτροπή.



«Είναι ασφαλές, σύμφωνα με την αξιο­λόγηση από τις αμερικανικές αρχές (Centers for Disease Control and Pre­vention) 375.000 περιπτώσεων εμβολιασμού», επισημαίνει ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμ­βολιασμών κ. Ανδρέας Κωνσταντό­πουλος. Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντό­πουλο, «οι παρενέργειες του εμβολίου είναι πιθανός τοπικός ερεθισμός της περιοχής και εκδήλωση χαμηλού πυρετού. Η δε αποτελεσματικότητά του είναι της τάξεως του 80%». Πάντως, αξίζει να αναφερθεί ότι οι αμερικανικές αρχές αξιολόγησαν το εμβόλιο Gardasil μετά από 10.326 αναφορές για παρενέργειες (λιποθυμίες, σπασμοί και αλλεργικές αντιδράσεις) και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτές οι αντιδράσεις δεν συσχετίζονται με το εμβόλιο. Επίσης, πρόσφατα ανακοινώθηκαν και τα αποτελέσματα αυστραλιανής μελέτης σε 25 μαθήτριες για τις οποίες υπήρχε η υποψία αλλεργικής υπερευασθησίας στο εμβόλιο. Διαπιστώθηκε ότι τρεις από αυτές μάλλον έχουν υπερευαισθησία στο εμβόλιο. Γι’ αυτό και οι ειδικοί συνιστούν τα κορίτσια για τα οποία υπάρχει υποψία αλλεργικής υπερευαι­σθη­σίας να εξετάζονται ­διεξοδικότερα πριν από την επαναληπτική δόση. Πάντως, το τελικό συμπέρασμα της αυστραλιανής έρευνας αναφέρει ότι δεν είναι συνήθης η εκδήλωση αλλερ­γικής υπερευαισθησίας στο ­εμβόλιο.
Δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι το εμβόλιο για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας είναι ένα νέο εμβόλιο, γεγονός που σημαίνει ότι στο μέλλον είναι πιθανό να υπάρξουν και νέα ερευνητικά δεδομένα για τη δράση του.



Οι λόγοι για τη διεξαγωγή αυτής της επέμβασης μπορεί να είναι λειτουργικοί (π.χ. δυσανεξία στη χρήση φακών επαφής), επαγγελματικοί (π.χ. οι εργαζόμενοι σε περιβάλλον με σκόνη, οι ηθοποιοί) ή αισθητικοί. Ωστόσο, η επέμβαση δεν μπορεί να γίνει όταν υπάρχουν άλλες παθήσεις των οφθαλμών (π.χ. γλαύκωμα) ή του κερατοειδούς (κερατόκωνος) ή έντονη ξηροφθαλμία. Επίσης, η διόρθωση με λέιζερ δεν γίνεται σε μύωπες με περισσότερο από 12 βαθμούς μυωπίας, επειδή αποδυναμώνεται ο κερατοειδής χιτώνας. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της επέμβασης είναι να έχουν σταθεροποιηθεί οι βαθμοί της μυωπίας. Μετεγχειρητικά, για ένα μικρό διάστημα θα πρέπει να ακολουθείτε αυστηρά τις οδηγίες του οφθαλμιάτρου σας (π.χ. κολλύρια). Γενικά, οι επιπλοκές από την επέμβαση είναι σπάνιες.
Εάν οι βαθμοί της μυωπίας σας είναι πολλοί (άνω των 8), τότε ενδέχεται να μείνει ένα υπόλοιπο που μπορεί να απαιτεί να φοράτε τα γυαλιά σας σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. κατά τη νυχτερινή οδήγηση ή όταν κάνετε μια εργασία ακριβείας) ή μπορεί να σας οδηγήσει σε μια δεύτερη επέμβαση σε συνεννόηση με τον οφθαλμίατρό σας.



Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Ανδρέα Κωνσταντόπουλο, καθηγητή Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, την κ. Αλεξάνδρα Κατσαρού-Κάτσαρη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Δερματολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον κ. Νικόλαο Σιταρά, αναπληρωτή καθηγητή Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον κ. Εμμανουήλ Καλλιέρη, καρδιολόγο, αναπληρωτή διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Metropolitan», μέλος του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας, τον κ. Βασίλη Βερναρδάκη, ορθοπεδικό-χειρουργό, διευθυντή της Ορθοπεδικής Κλινικής του «Ιασώ General», τον κ. Στρατή Γαβριήλ, πλαστικό χειρουργό, διευθυντή του Τμήματος Πλαστικής Χειρουργικής της Κλινικής «Doctor’s Hospital», τον κ. Νικόλαο Παπανικολάου, πνευμονολόγο, και τον κ. Γεώργιο Τσιούλια, χειρουργό-οφθαλμίατρο.