Η δημοσιογραφική κάλυψη των «μπάνιων του λαού» γίνεται μερικές φορές υπερβολική: «εισβολή από τσούχτρες», «οι τσούχτρες είναι ένδειξη μόλυνσης των θαλασσών» κτλ. Πρώτα απ’ όλα, ό,τι μοιάζει με τσούχτρα δεν τσιμπάει απαραίτητα! Έπειτα, αν θέλουμε να χαιρόμαστε τη θάλασσα, πρέπει να προστατεύσουμε τα οικοσυστήματά της και, γι’ αυτόν το σκοπό, πρέπει να ξέρουμε πώς λειτουργούν.
Φέτος, ήδη από το Μάιο, όσοι τολμηροί βούτηξαν στη θάλασσα, π.χ. στον Κορινθιακό, στο Καβούρι κ.α., συνάντησαν τσούχτρες. Επιπλέον, πέρυσι μεγάλοι πληθυσμοί από τσούχτρες είχαν κάνει και πάλι την εμφάνισή τους σε αρκετές παραλίες, καθιστώντας το κολύμπι μια δραστηριότητα μετ’ εμποδίων. Τελικά, τι συμβαίνει με τις τσούχτρες; Πού οφείλεται η «μετακόμισή» τους στις παρα­λίες της χώρας μας, τη στιγμή που κανονικά ζουν στην ανοιχτή θάλασσα; Και πώς προβλέπεται να εξελιχθεί αυτό το καλοκαίρι όσον αφορά τις τσούχτρες, το επώδυνο τσίμπημα των οποίων τους έχει χαρίσει και το χαρακτηριστικό όνομά τους; Θέσαμε όλα τα ερωτήματα που μας απασχολούν για τις τσούχτρες στη δρ. Ιωάννα Σιώκου-Φράγκου, η οποία έχει αφιερώσει την έρευνά της στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) στη μελέτη του ζωοπλαγκτού, μέρος του οποίου είναι και οι τσούχτρες.


Η εμφάνιση μεγάλων πληθυσμών από τσούχτρες στις ελληνικές παραλίες είναι συνηθισμένη. Χαρακτηριστικά σας αναφέρω ότι τσούχτρες είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του ΕΛΚΕΘΕ, μετά το 1982 εμφανίζονται μεγάλοι πληθυσμοί από τσούχτρες στην Ελλάδα με μια περιοδικότητα 10-12 ετών. Στις θάλασσές μας οι τσούχτρες παραμένουν για 2-3 χρόνια, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει σε όλες τις θάλασσες της Μεσογείου. Στην Αδριατική π.χ. έχει παρατηρηθεί ότι οι τσούχτρες παραμένουν 6-7 χρόνια! Αυτό συμβαίνει επειδή κάθε θάλασσα της ­Μεσογείου χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες, γεγονός που επηρεάζει και τη συμπεριφορά τους. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις τσούχτρες – δεν καταστρέφουμε τον πληθυσμό ενός είδους στη Γη, επειδή μας ενοχλεί στο κολύμπι.


Κατ’ αρχάς, να διευκρινίσουμε ότι «τσούχτρες» αποκαλούμε ορισμένα είδη μέδουσας, το τσίμπημα των οποίων είναι οδυνηρό για τους ανθρώπους. Υπάρχουν, δηλαδή, πολλές μέδουσες που δεν είναι τσούχτρες, όπως η μέδουσα «γυαλί» που συνήθως βλέπουμε στον κόλπο της Ελευσίνας και στο Θερμαϊκό κόλπο. Η πιο κοινή τσούχτρα στις ελληνικές θάλασσες είναι η Pelagia noctiluca, που ζει στην ανοιχτή θάλασσα και η αύξηση του πληθυσμού της αποδεδειγμένα δεν έχει σχέση με τη ρύπανση των θαλασσών. Αντιθέτως, οι περιοδικές πληθυσμιακές εξάρσεις αυτής της τσούχτρας στη Μεσόγειο μάλλον συνδέονται με τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας της θάλασσας, αλλά και με άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζονται από τις κλιματικές αλλαγές (π.χ. περίοδοι ξηρασίας ή έντονων βροχοπτώσεων τους ανοιξιάτικους μήνες).


Ενώ για τη θερμοκρασία των υδάτων υπάρχουν αποδείξεις ότι ακολουθεί μια αυξητική τάση, για την αλατότητα δεν υπάρχουν ακόμη αποδείξεις, παρά μόνο «σενάρια» βασισμένα σε μαθηματικά μοντέλα πρόγνωσης των φυσικών χαρακτηριστικών της θάλασσας (π.χ. θερμοκρασία, αλατότητα). Επίσης, δεν έχει διαπιστωθεί κάποια συσχέτιση ανάμεσα στην αφθονία του πληθυσμού της τσούχτρας Pelagia noctiluca και την αύξηση της αλατότητας του νερού. Επομένως, δεν ισχύει ότι τα αλμυρότερα νερά είναι πιο φιλικά για τις τσούχτρες.


Για τα αλλεργικά άτομα, η επαφή με τις τσούχτρες μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα. Για τους υπόλοιπους, το τσίμπημά τους είναι από δυσάρεστο έως ­επώδυνο, γεγονός που οφείλεται στο υγρό που απελευθερώνεται αντανακλαστικά από το σώμα της τσούχτρας όποτε έρχεται σε επαφή με κάποιον άλλον οργανισμό. Το υγρό αυτό σκοπό έχει είτε να προστατεύσει την τσούχτρα από τους εχθρούς της είτε να παραλύσει τη λεία της (πλαγκτόν και άλλοι μικροί θαλάσσιοι οργανισμοί).


Στο ΕΛΚΕΘΕ δεν έχουν γίνει ακόμη αναφορές για τσούχτρες, είτε από δημόσιους φορείς είτε από ιδιώτες. Oι τσούχτρες ζουν στην ανοιχτή θάλασσα, αλλά μεταφέρονται στις παραλίες με τα ρεύματα επιφανείας, τα οποία εξαρτώνται από τους ανέμους. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να προβλέψουμε από τώρα σε ποιες παραλίες θα εμφανιστούν.


Είναι αδύνατον, τόσο για εμάς όσο και για τους επιστήμονες των άλλων χωρών, να ξέρουμε αν οι τσούχτρες θα είναι περισσότερες ή λιγότερες αυτό το καλοκαίρι, όπως δεν ξέρουμε αν φέτος θα έρθουν περισσότερα χελιδόνια ή πελεκάνοι! Τελικά, ζητάμε από τα άλλα όντα στον πλανήτη μας να προσαρμοστούν στις δικές μας επιθυμίες… Αν το καλοσκεφτούμε, αυτό είναι τραγικό για τον πλανήτη μας. Τις τσούχτρες εμείς τις συναντάμε το ­καλοκαίρι, αλλά μπορεί να υπάρχουν στη θάλασσα από το ­Μάρτιο έως το Νοέμβριο, όπως στην Τυνησία. Oι περισσότεροι, όμως, θα τις δουν και θα τις «νιώσουν» τους μήνες που κολυμπούν. Όσον αφορά το αν φέτος οι τσούχτρες εμφα­νίστηκαν νωρίς, αυτό μπορούμε να το απαντήσουμε ­μόνο αν τις παρακολουθήσουμε με ταξίδια στη θάλασσα, του­λά­χιστον κάθε μήνα και σε διαφορετικούς κόλπους της Ελλάδας. Τέτοια ταξίδια για τη μελέτη των μεδουσών, όμως, δεν γίνονται ούτε από το ΕΛΚΕΘΕ ούτε από άλλους ελληνικούς ερευνητικούς φορείς, επειδή δεν υπάρχει χρηματοδότηση για ανάλογα προγράμματα. Στην ­Ελλάδα έγινε μόνο ένα πρόγραμμα για τις μέδουσες το 1983-85. Αντιθέτως, σε άλλες χώρες, όπως στην Τυνησία, τη Σλοβενία, την Κροατία και την Ισπανία, οι κρατικοί φορείς χρηματοδοτούν αντίστοιχα προγράμματα. Τα συμπεράσματα αυτών των μελετών, όμως, είναι στη φάση της επεξεργασίας και δεν τα έχουμε ακόμη στη διάθεσή μας.


Φυσικοί εχθροί της τσούχτρας είναι οι θαλάσσιες χελώνες και ορισμένα ψάρια. Ωστόσο, δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτούς για τον έλεγχο του πληθυσμού της τσούχτρας καθώς, όπως σας ανέφερα, η περιοδικότητα εμφάνισης των πυκνών πληθυσμών της εξαρτάται κυρίως από φυσικούς παράγοντες, όπως είναι η αυξημένη θερμοκρασία της θάλασσας κατά την περίοδο ανάπτυξης των νεα­ρών τσουχτρών.


Oι μέδουσες που συναντάμε πιο συχνά στις ελληνικές θάλασσες είναι η Aurelia aurita (γνωστή ως «γυαλί»), η Cotylorhiza tuberculata (καφεκίτρινου χρώματος με ­σχήμα που θυμίζει τηγανητό αυγό), η Rhizostoma pulmo ­(μεγάλη γαλάζια μέδουσα) και η Pelagia noctiluca, η μόνη ­μέδουσα που είναι και τσούχτρα. Πέρυσι εμφανίστηκε στο Νότιο Ιόνιο η μέδουσα Rhopilema nomadica (μοιάζει με ασπρογαλαζωπό μπαλόνι, διαμέτρου 20-60 εκ.), η οποία έχει εισέλ­θει στη Μεσόγειο από την Ερυθρά Θάλασσα και το τσίμπημά της είναι οδυνηρό για τον άνθρωπο.



Σύμφωνα με τις μελέτες πολλών συναδέλφων από την Ελλάδα και άλλες μεσογειακές χώρες, παρατηρείται συνεχής αύξηση του αριθμού των θαλάσσιων ειδών (ψαριών, φυκιών, κοχυλιών κ.ά.) που εισέρχονται στη Μεσόγειο από την Ερυθρά Θάλασσα και τον υποτροπικό Ατλαντικό μέσω της διώρυγας του Σουέζ και του στενού του Γιβραλτάρ. Oι πληθυσμοί τους γίνονται μόνιμοι στις γειτονικές περιοχές και μερικές φορές υποκαθιστούν τους πληθυσμούς άλλων μεσογειακών ειδών. Επίσης, παρατηρείται ότι εξαπλώνονται σταδιακά προς όλη τη Μεσόγειο και οπωσδήποτε αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν τα οικοσυστήματα της Μεσογείου.


Το σωστότερο είναι να πούμε ότι η Μεσόγειος τείνει να γίνει κυρίως υποτροπική, ενώ πριν ήταν κυρίως θερμή-εύκρατη. Επειδή η πολυπλοκότητα των οικοσυστημάτων της Μεσογείου είναι μεγάλη, είμαι επιφυλακτική με τις προγνώσεις αλλαγών. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας προς τις θάλασσες, ­ακόμη και με απλές ενέργειες, όπως το να μη ρίχνουμε σκουπίδια στη θάλασσα, τα οποία δυστυχώς τα βρίσκουμε ακόμη και στις πιο βαθιές λεκάνες της Μεσογείου. ●