Το έχουμε διαβάσει όλοι πολλές φορές: Το σεξ κάνει καλό στην υγεία. Σύμφωνα με έρευνες, ρίχνει την πίεση, ενισχύει το ανοσοποιητικό, διώχνει τους πόνους, μας δίνει χρόνια ζωής, μας γυμνάζει, βελτιώνει την ψυχολογία μας και βέβαια κρατά ζωντανή τη σχέση ή τον γάμο μας. Υπάρχει μάλιστα και συνταγή. Το ιδανικό είναι να επιδιδόμαστε σε αυτό τουλάχιστον δύο, ιδανικά τρεις φορές την εβδομάδα, και να διαρκεί το λιγότερο 15΄ – αυτό το τελευταίο χρειάζεται για να καταφέρνουμε και να γυμναζόμαστε στη διάρκειά του. Ωραία όλα αυτά και τα γραφόμενα θα μπορούσαν να σταματήσουν κάπου εδώ, να αφήσουμε τη θεωρία και να περάσουμε στην πράξη, που είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Τι γίνεται, όμως, όταν υπάρχουν εμπόδια, όπως για παράδειγμα η δυσκολία μας να αποδώσουμε αν είμαστε άνδρες ή η αδυναμία μας να ολοκληρώσουμε αν είμαστε γυναίκες, που μας εμποδίζουν να χαρούμε ή και να βιώσουμε το σεξ;
ΕΝΟΤΗΤΑ 1: «ΜΕΙΝΑΜΕ» ΣΤΗ ΧΗΜΕΙΑ…
Το πρόβλημα: Σε μία τέτοια περίπτωση μπορεί εμείς οι ίδιοι ή ο σύντροφός μας να μην έχουμε διάθεση να κάνουμε σεξ τόσο συχνά όσο στο παρελθόν ή ακόμα και καθόλου για ένα μεγάλο διάστημα. Πότε ακριβώς δημιουργείται το πρόβλημα είναι κάτι που δεν μπορούμε να πούμε με ασφάλεια, οι ειδικοί θέτουν, με επιφύλαξη, το όριο της κατώτατης φυσιολογικής συχνότητας σεξουαλικών επαφών στη μία φορά την εβδομάδα, αλλά αυτή είναι μια εκτίμηση που δεν εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση. Το πρόβλημα, πάντως, όσον αφορά τη σχέση ξεκινά και από τη στιγμή που η σεξουαλική επιθυμία του ενός συντρόφου δεν είναι «αντίστοιχη» με αυτήν του άλλου. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι έχει φύγει το πάθος και έχει εγκατασταθεί η συνήθεια, οπότε και οι συνευρέσεις με τον σύντροφό μας μειώνονται. Σε μία μακροχρόνια σχέση, η συνήθεια αποτελεί ένα πρόβλημα, όπως και το γεγονός ότι θεωρούμε τον άλλο δεδομένο, αφού υπάρχει πάντα εκεί, κυρίως όταν συμβιώνουμε, οπότε και το σεξ είναι κάτι που μπορεί -θεωρητικά τουλάχιστον- να υπάρξει κάθε φορά που το θέλουμε.
Από την άλλη πλευρά, η μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας ενός από τους δύο συντρόφους μπορεί να συνδέεται με κάποιο αντικειμενικό γεγονός. Όταν περνάμε μια δύσκολη ή ιδιαίτερη φάση της ζωής μας, όπως ο χωρισμός, το πένθος, τα προβλήματα στην εργασία, η εγκυμοσύνη, κάποια ασθένεια, οικονομικά προβλήματα κ.ά., είναι λογικό και αναμενόμενο να μην έχουμε τόση διάθεση για σεξ. Μπορεί, επίσης, οι αντικειμενικές συνθήκες να μην είναι ιδανικές για τη σεξουαλική μας συνεύρεση με τον σύντροφό μας, για παράδειγμα η ύπαρξη παιδιών ή άλλων προσώπων στο σπίτι, οι πολλές και διαφορετικές ώρες εργασίας, η κούραση ή η απόσταση κ.ά. δεν αποτελούν ευνοϊκές συνθήκες για μια «υγιή» σεξουαλική ζωή.
- Το μεγαλύτερο ζήτημα είναι ότι εκτός από το αντικειμενικό γεγονός του προβλήματος που υπάρχει στη σεξουαλική μας ζωή, προκύπτει και το ζήτημα της αγάπης ή της επιθυμίας, που αμφισβητούνται όταν οι δύο σύντροφοι δεν έχουμε διάθεση να κάνουμε σεξ όπως στο παρελθόν.
Η λύση: Κατ’ αρχάς πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν έχει για όλους τους ανθρώπους την ίδια σημασία η σεξουαλική επαφή. Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους το σεξ είναι μια πρωταρχική ανάγκη και άλλοι για τους οποίους δεν παίζει τόσο καταλυτικό ρόλο όσο ίσως άλλα πράγματα, όπως η επικοινωνία, η τρυφερότητα κ.ά., αφού τα ποιοτικά στοιχεία μιας σχέσης αλληλοσυμπληρώνονται. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πάντως ότι δεν γίνεται το ένα ποιοτικό στοιχείο (π.χ. η τρυφερότητα) να υποκαθιστά το άλλο (π.χ. το σεξ), κυρίως όταν λείπει τελείως (π.χ. δεν υπάρχει καθόλου σεξ σε μία ερωτική σχέση). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν θέλουμε να προσπαθήσουμε να ξαναφέρουμε το μυστήριο και τον ρομαντισμό στη σχέση μας και να ξεφύγουμε από τη συνήθεια και τη ρουτίνα, μια καλή ιδέα είναι να ασχοληθούμε πρώτα με τον εαυτό μας. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, πόσο σημαντικό ήταν στην αρχή της σχέσης μας να είμαστε όμορφοι και επιθυμητοί στον σύντροφό μας. Σκόπιμο είναι, λοιπόν, να φροντίσουμε λίγο τον εαυτό μας, που έχουμε ίσως παραμελήσει. Επίσης, το ίδιο μπορούμε να ζητήσουμε και από τον σύντροφό μας, παρακινώντας τον να κάνει πράγματα για τον εαυτό του και κάνοντάς του κομπλιμέντα όταν βλέπουμε κάτι που μας αρέσει. Κάτι σημαντικό ακόμα είναι το να δώσουμε νέες ευκαιρίες στη σχέση μας, να οργανώσουμε ρομαντικά δείπνα, εκδρομές, εξόδους και γενικά πράγματα που κάναμε στην αρχή της σχέσης μας και τα έχουμε πλέον βάλει σε δεύτερη μοίρα. Όταν από την άλλη πλευρά εμείς ή ο σύντροφός μας έχουμε μειωμένη ερωτική επιθυμία επειδή μας απασχολεί κάτι που δεν μας αφήνει να ηρεμήσουμε και να χαλαρώσουμε, η λύση είναι η καλή επικοινωνία. Στην περίπτωση αυτή, ο σύντροφος που έχει το πρόβλημα θα πρέπει να μιλήσει και να το μοιραστεί με τον άλλον και ο άλλος θα πρέπει να προσπαθήσει να ακούσει, να καταλάβει και να βοηθήσει.
Αυτό που πρέπει σε κάθε περίπτωση να θυμόμαστε είναι πως το πάθος και η χημεία είναι συνήθως αυτά που μας τραβάνε σε έναν άλλον άνθρωπο, αλλά δεν είναι σχεδόν ποτέ αυτά που μας κάνουν να μένουμε μαζί του. Αν η σχέση έχει αποκτήσει στέρεες βάσεις, ακόμα κι αν η σεξουαλική μας ζωή περνάει κρίση, αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε να τη βελτιώσουμε. Αν το πρόβλημα οφείλεται σε αντικειμενικές συνθήκες, θα μπορέσει να εξαλειφθεί μόλις αυτές διορθωθούν. Αν αντίθετα το πρόβλημα δημιουργείται εξαιτίας της συνήθειας και της επανάληψης, είναι στο χέρι μας να προσπαθήσουμε για την ανανέωση σε όλους τους τομείς της σχέσης. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά εξαρτώνται από το είδος της σχέσης και της δέσμευσης που έχουμε. Αν τα σεξουαλικά μας προβλήματα αρχίσουν για παράδειγμα στους τρεις μήνες της σχέσης, τότε ίσως αυτό να σημαίνει πως η σχέση η ίδια έχει πρόβλημα, αν όμως μας απασχολήσουν αργότερα, για παράδειγμα, σε έναν γάμο 15 χρόνων, τότε σίγουρα αξίζει να προσπαθήσουμε για την επίλυσή τους.
Πρακτικά tips: Υπάρχουν και κάποια πρακτικά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να ξαναφέρουμε το σεξ στη ζωή μας.
Θα μας βοηθήσει:
- Το να βγάλουμε την τηλεόραση, τον υπολογιστή και το κινητό τηλέφωνο από την κρεβατοκάμαρα, καθώς και το να αναζητήσουμε τρόπους να χαλαρώσουμε πριν πέσουμε στο κρεβάτι, αφήνοντας πίσω μας τα προβλήματα και τις υποχρεώσεις της ημέρας, όπως για παράδειγμα το να κάνουμε ένα μπάνιο, να ακούσουμε λίγη μουσική, γιατί όχι και μαζί με τον σύντροφό μας;
- Αν έχουμε ένα μωρό στο σπίτι, και ιδίως στο δωμάτιό μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ερωτική φωλιά εκτός του δωματίου μας, για παράδειγμα στο σαλόνι. Από την άλλη πλευρά, καλό είναι να πάει το μωρό όσο πιο σύντομα γίνεται στο δωμάτιό του. Έρευνες, άλλωστε, δείχνουν ότι τα παιδιά κοιμούνται καλύτερα στο κρεβάτι τους παρά σε εκείνο των γονιών τους.
- Να εστιάσουμε στο Σαββατοκύριακο, που είμαστε πιο χαλαροί, ξεκούραστοι και ήρεμοι. Μία καλή επιλογή για σεξ είναι η Παρασκευή το βράδυ ή η μεσημεριανή σιέστα του Σαββάτου ή της Κυριακής.
- Να κλείσουμε ραντεβού με τον σύντροφό μας. Στις μακροχρόνιες σχέσεις είναι καλό οι σύντροφοι να επιλέγουμε κάποια βράδια για να είναι ο «δικός μας χρόνος» και έτσι να μοιραζόμαστε ένα τελικά ρομαντικό τελετουργικό.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΓΕΝΟΥΣ ΑΡΣΕΝΙΚΟΥ
Προβλήματα στύσης
Ένα από τα συχνότερα τέτοια προβλήματα είναι η στυτική δυσλειτουργία. Τα προβλήματα στύσης μπορεί να οφείλονται είτε σε οργανικές (σε ποσοστό 50-80%) είτε σε ψυχολογικές παραμέτρους, που είναι συχνότερες σε νέους άνδρες σε ποσοστό 70%. Περί τίνος πρόκειται: Η στυτική δυσλειτουργία είναι η επίμονη αδυναμία του άνδρα να επιτύχει και να διατηρήσει στύση κατάλληλη για ικανοποιητική σεξουαλική επαφή.
Η διερεύνηση: Ο άνδρας θα πρέπει να αναζητήσει βοήθεια από έναν ειδικό, ουρολόγο-ανδρολόγο. Ο γιατρός θα πάρει πρώτα ένα λεπτομερές ιατρικό ιστορικό, ώστε να αποκτήσει μια γενική ιδέα σχετικά με τα αίτια του προβλήματος (οργανικά ή ψυχογενή).
Ο γιατρός μπορεί να υποψιαστεί ότι το πρόβλημα έχει οργανικά αίτια όταν η επιδείνωση της ποιότητας της στύσης είναι σταδιακή και όχι απότομη και όταν έχουν ελαττωθεί ή δεν υπάρχουν καθόλου πρωινές στύσεις. Επίσης, τραυματισμοί της πυέλου ή ορισμένες χειρουργικές επεμβάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε οργανικού τύπου στυτική δυσλειτουργία. Παράγοντες που μπορεί να ευθύνονται είναι επίσης η υπνική άπνοια, αγγειακά προβλήματα (π.χ. λόγω καπνίσματος, παχυσαρκίας, σακχαρώδους διαβήτη, υπερλιπιδαιμίας), νευρολογικά (π.χ. αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια ή άλλες νευρολογικές νόσοι), ενδοκρινικά (υπογοναδισμός, παθήσεις του θυρεοειδούς) ή η λήψη ορισμένων φαρμάκων (τέτοια είναι κάποια αντιυπερτασικά και κυρίως οι β-αναστολείς, φάρμακα για το έλκος του στομάχου, αντιανδρογόνα, αντικαταθλιπτικά ή άλλα ψυχιατρικά φάρμακα). Σημαντική είναι και η κλινική εξέταση, που μπορεί να αποκαλύψει ανατομικές ανωμαλίες του πέους που δυσκολεύουν τη στύση ή τη διείσδυση, καθώς και κλινικά σημεία υπογοναδισμού (π.χ. μικροί όρχεις). Στη συνέχεια, ο γιατρός ενδέχεται να ζητήσει κάποιες εργαστηριακές εξετάσεις (σάκχαρο, ουρία και κρεατινίνη, τιμές λιπιδίων, τεστοστερόνη) ή και καρδιολογικό έλεγχο. Η εξέταση του ανδρολόγου περιλαμβάνει -ανάλογα με τις ενδείξεις και την περίπτωση- και άλλες, πιο εξειδικευμένες εξετάσεις.
- Από την άλλη πλευρά, δεν είναι καθόλου απίθανο η στυτική δυσλειτουργία να οφείλεται σε ψυχολογικούς παράγοντες, πράγμα που είναι συχνότερο σε νέους. Τα στοιχεία που υποψιάζουν για την ύπαρξη ψυχογενών αιτίων πίσω από τη στυτική δυσλειτουργία είναι η απότομη έναρξη του προβλήματος, η περιοδική εμφάνισή του, η ύπαρξη φυσιολογικών νυκτερινών και πρωινών στύσεων, τα προβλήματα σχέσεων, η πρόωρη εκσπερμάτιση και οι δυσκολίες σεξουαλικής ωρίμασης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η σχέση ανάμεσα στους ψυχολογικούς παράγοντες και τη στυτική δυσλειτουργία είναι αμφίδρομη: οι ψυχολογικοί παράγοντες (π.χ. τα προβλήματα στη δουλειά ή τη σχέση, τα οικονομικά ζητήματα, ακόμα και τα σοβαρότερα, όπως για παράδειγμα η κατάθλιψη) μπορεί να ευθύνονται για την εμφάνιση της δυσλειτουργίας και η δυσλειτουργία, με τη σειρά της, να αυξάνει την ψυχική δυσφορία. Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, όπου ο άνδρας -αφού έχει αντιμετωπίσει τις πρώτες δυσκολίες να διεγερθεί, να επιτύχει και να διατηρήσει τη στύση- αγχώνεται σε κάθε νέα σεξουαλική επαφή για το αν θα μπορέσει να έχει στύση, και αυτό το άγχος έχει φυσικά αρνητική επίδραση στη σεξουαλική του απόδοση, στην αυτοπεποίθησή του και βέβαια στη σχέση του.
Πρώιμη εκσπερμάτιση
Περί τίνος πρόκειται: Ως πρώιμη εκσπερμάτιση ορίζεται εκείνη που συμβαίνει με ελάχιστο σεξουαλικό ερεθισμό και χωρίς τη θέληση του άνδρα σε επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές συνευρέσεις (1-7΄ μετά την έναρξη της επαφής). Πολλές φορές, μάλιστα, η πρώιμη εκσπερμάτιση συνυπάρχει με διαταραχή της στύσης.
Τι φταίει: Σπάνια, η πρώιμη εκσπερμάτιση μπορεί να οφείλεται σε οργανικά αίτια (π.χ. προστατίτιδα, ουρηθρίτιδα, βραχύς χαλινός, νευρολογικές παθήσεις, χρήση ουσιών). Οι πιο συχνές αιτίες, όμως, που εμποδίζουν τον άνδρα να ελέγχει την εκσπερμάτισή του είναι το άγχος και η ανησυχία του ότι δεν αποδίδει όπως θα έπρεπε ως εραστής.
Η λύση: Tα ψυχογενή αίτια μπορούν να αντιμετωπιστούν με ψυχοθεραπεία. Επίσης, με την καθοδήγηση ενός ειδικευμένου σεξολόγου, το ζευγάρι μπορεί να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα σεξουαλικών ασκήσεων, που βοηθούν τον άνδρα να μάθει να ελέγχει την εκσπερμάτισή του. Όταν υπάρχουν οργανικά αίτια (π.χ. προστατίτιδα), αντιμετωπίζονται πρώτα αυτά και έπειτα, αν το πρόβλημα δεν λυθεί, αναλαμβάνει ο ειδικός ψυχολόγος. Στις περιπτώσεις που τα παθολογικά αίτια είναι άγνωστα, χρησιμοποιούνται διάφορες θεραπείες, όπως τοπικές αναισθητικές αλοιφές, προφυλακτικά με επιβραδυντικό, ακόμη και μικρές δόσεις αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, καθώς καθυστερούν την εκσπερμάτιση.
Καθυστερημένη εκσπερμάτιση
Περί τίνος πρόκειται: Η διαδικασία της εκσπερμάτισης περιλαμβάνει 2 φάσεις, την προώθηση και την εξώθηση. Η δεύτερη αυτή φάση μπορεί να επηρεάζεται συνειδητά ή ασυνείδητα από τον ίδιο τον άνδρα. Ο όρος «καθυστερημένη εκσπερμάτιση» αναφέρεται στην περίπτωση όπου ο άνδρας χρειάζεται πολύ χρόνο ή δεν μπορεί να εκσπερματώσει κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας.
Τι φταίει; Οι περισσότεροι άνδρες που παρουσιάζουν δυσκολία στην εκσπερμάτιση δεν έχουν κάποιο οργανικό πρόβλημα (τέτοιο θα μπορούσε να είναι: ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη, νευρολογικές βλάβες, παθήσεις στον προστάτη ή ουλές στην ουρήθρα, ορισμένα φάρμακα κ.ά.). Συνήθως το πρόβλημα οφείλεται σε αυξημένο άγχος και παρουσιάζεται συχνότερα όσο περνάει η ηλικία (όπου ο άνδρας χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να αφεθεί, να διεγερθεί και να ολοκληρώσει) ή αντίθετα σε άνδρες με λιγότερες σεξουαλικές εμπειρίες, κατά τη διάρκεια των οποίων προσπαθούν πολύ ή επίσης σε άνδρες με πολύ άγχος για να ικανοποιήσουν τη σύντροφό τους (άγχος απόδοσης).
Η λύση: Η θεραπεία εξαρτάται κατ’ αρχάς από την αιτία. Αν το πρόβλημα είναι οργανικό, θα πρέπει να λυθεί πρώτα αυτό. Επίσης, μπορεί να βοηθήσει πολύ η καλή επικοινωνία ανάμεσα στο ζευγάρι, καθώς και η συμβολή ενός σεξολόγου ή ψυχοθεραπευτή.
Tο τέλος της στυτικής δυσλειτουργίας
Η θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας είναι οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης-5 (σιλντεναφίλη, βαρντεναφίλη, τανταναφίλη). Για να μπορέσουν να δράσουν τα φάρμακα αυτά, είναι απαραίτητη η ύπαρξη σεξουαλικής διέγερσης. Πριν όμως τα πάρει κανείς, θα πρέπει να έχουν ληφθεί υπόψη όλες οι πιθανές παρενέργειες και αντενδείξεις τους (δεν πρέπει να λαμβάνονται από ασθενείς με στεφανιαία νόσο που παίρνουν νιτρώδη). Άλλες φαρμακευτικές ουσίες που μπορούν να χορηγηθούν -σε ασθενείς που δεν μπορούν να λάβουν αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης-5- είναι η απομορφίνη, αλλά και αγγειοδιασταλτικές ουσίες που τοποθετούνται απευθείας στην ουρήθρα. Θεραπευτική επιλογή αποτελούν επίσης και οι ενδοπεϊκά χορηγούμενες αγγειοδιασταλτικές ουσίες, που μπορούν να προκαλέσουν στύση μέσα σε λίγα λεπτά, ανεξάρτητα από την ερωτική επιθυμία. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή του φαρμάκου που θα λάβει ο κάθε ασθενής και η δοσολογία καθορίζονται πάντα από τον γιατρό.
Επίσης, η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει πολύ να αποκατασταθεί η στυτική λειτουργία και να βελτιωθεί τελικά η σχέση του ζευγαριού, ενώ στην περίπτωση που η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί σύμπτωμα ενός άλλου προβλήματος του ψυχικού χώρου, συνιστάται η αναλυτικά προσανατολισμένη θεραπεία του σεξ.
ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΓΕΝΟΥΣ ΘΗΛΥΚΟΥ
Τα γυναικεία προβλήματα μπορεί συχνά να μην είναι τόσο συγκεκριμένα όσο τα αντίστοιχα ανδρικά, αλλά και οι γυναίκες αντιμετωπίζουν -και συνήθως δεν μιλούν γι’ αυτές- τις δυσκολίες τους στο κρεβάτι… Συνήθως έχουν να κάνουν με το ότι νιώθουν ξηρότητα ή/και πόνο στη διάρκεια του σεξ, δυσκολεύονται και αργούν πολύ να διεγερθούν ή και να έρθουν σε οργασμό.
Η μειωμένη λίμπιντο
Είναι το συχνότερο γυναικείο σεξουαλικό πρόβλημα και μπορεί να επηρεάζει την ικανότητα της γυναίκας να διεγερθεί, να ολοκληρώσει με ευχαρίστηση την ερωτική πράξη ή και να έρθει σε οργασμό.
Τι συμβαίνει: Πολύ συχνά υπεύθυνες είναι οι γυναικείες ορμόνες, που διαταράσσονται, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίοδο της εμμηνόπαυσης, όπου μειώνονται τα οιστρογόνα και προκαλείται έλλειψη σεξουαλικού ενδιαφέροντος και ξηρότητα του κόλπου και κατά συνέπεια δυσπαρευνία (πόνος κατά την ερωτική επαφή). Αιτία όμως της μειωμένης γυναικείας λίμπιντο μπορεί να είναι και ψυχολογικοί παράγοντες, όπως τα προβλήματα στη σχέση, τα οικονομικά και εργασιακά προβλήματα, οι εντάσεις, η κούραση, το πένθος, το διαζύγιο ή η απόλυση, αλλά και οι διάφορες μεγάλες αλλαγές της ζωής, ακόμα κι αν είναι ευχάριστες (π.χ. μία μετακόμιση ή η γέννηση ενός παιδιού). Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο μπορούν να επηρεάσουν τη λίμπιντο ασθένειες, σωματικές και ψυχικές, όπως η κατάθλιψη (και η επιλόχεια), ο σακχαρώδης διαβήτης (κυρίως όταν δεν είναι ρυθμισμένος), η υπέρταση, η αρτηριοσκλήρυνση, οι διαταραχές του θυρεοειδούς, σοβαρές νόσοι (π.χ. κακοήθειες, σκλήρυνση κατά πλάκας), αλλά και φάρμακα (π.χ. τα αντικαταθλιπτικά).
Η λύση: Κατ’ αρχάς, ως πρόβλημα ορίζεται μια επιμένουσα και επαναλαμβανόμενη κατάσταση που διαρκεί για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών. Ανησυχία όμως μπορεί να δημιουργεί και μια κατάσταση που μετρά πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα ζωής. Συνεπώς, δεν χρειάζεται να περιμένουμε να εκπνεύσει το χρονικό πλαίσιο των 6 μηνών, αλλά να αναλογιστούμε τι συμβαίνει και να αναζητήσουμε τις αιτίες και τη λύση, ώστε να μη συσσωρευτεί το άγχος και τα αρνητικά βιώματα. Έτσι, όταν το υπόστρωμα είναι οργανικό, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πρώτα αυτό, ώστε στη συνέχεια να επανέλθει και η λίμπιντο. Παράλληλα, μπορούν να γίνουν ορμονικές εξετάσεις και να δοθεί ορμονική υποκατάσταση (συστηματική ή τοπική), αν αυτό κριθεί απαραίτητο. Όταν το υπόστρωμα είναι ψυχολογικό ή μεικτό, είναι απαραίτητη η συμβολή του ειδικού ψυχικής υγείας, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει τη φαρμακοθεραπεία, αφού η εκδήλωση του προβλήματος είναι και σωματική. Η συνδυασμένη θεραπεία συχνά αποδίδει τα μέγιστα και σε ταχύτερο χρονικό διάστημα.
Η δυσκολία του οργασμού
Ο οργασμός είναι ίσως το μεγαλύτερο, το δυσκολότερο και το πιο άγνωστο κεφάλαιο της γυναικείας σεξουαλικότητας. Τα πράγματα δυσκολεύει ακόμα περισσότερο όλη αυτή η συζήτηση περί του σημείου G (οι επιστήμονες πλέον καταλήγουν ότι μπορεί και να μην υπάρχει), του επιθυμητού κολπικού οργασμού (που τον ακολουθεί ο μύθος ότι είναι ο «ώριμος» οργασμός) και βέβαια του κλειτοριδικού, που αν και τον ακολουθεί η ταμπέλα του πιο «εύκολου», πολλές γυναίκες δυσκολεύονται να τον βιώσουν. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν γυναίκες που δεν έχουν φτάσει ποτέ σε οργασμό και άλλες που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα περιστασιακά ή από κάποια στιγμή στη ζωή τους κι έπειτα.
Τι φταίει: Το πρόβλημα μπορεί να οφείλεται σε οργανικά (π.χ. γυναικολογικά προβλήματα) ή/και σε ψυχολογικά αίτια (π.χ. άγχος, αναστολές, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κακή σχέση με τον σύντροφο).
Η λύση: Η συμβολή ενός ψυχοθεραπευτή είναι σημαντική, προκειμένου να διερευνήσει η κάθε γυναίκα τους λόγους που την εμποδίζουν να φτάσει στην κορύφωση και έτσι να μπορέσει να τους αντιμετωπίσει. Από την άλλη πλευρά, συχνά μπορούν να βοηθήσουν και φάρμακα, όπως ορμονικά σκευάσματα, λιπαντικά τζελ, αντικαταθλιπτικά και σπασμολυτικά.
Η δυσπαρευνία
Τι είναι: Ο επανειλημμένος ή επίμονος πόνος που εμφανίζεται πριν από τη σεξουαλική πράξη, στη διάρκειά της ή και μετά την ολοκλήρωσή της και μπορεί να εντοπιστεί στην είσοδο ή το βάθος του κόλπου.
Τι φταίει: Τα αίτια ποικίλλουν, και πέρα από συνηθισμένους λόγους, όπως π.χ. η πολύ γρήγορη διείσδυση, μπορεί να είναι οργανικά, ψυχολογικά ή και τα δύο. Συχνότερα, λοιπόν, η γυναίκα πονάει εξαιτίας της έλλειψης της φυσικής λίπανσης του κόλπου, που μπορεί να προκαλέσουν η λήψη φαρμάκων, η εμμηνόπαυση, γυναικολογικές παθήσεις (π.χ. κολπίτιδες, ενδομητρίωση), η σύσπαση των μυών των τοιχωμάτων του αιδοίου (οφείλονται συνήθως στο άγχος και την υπερένταση), αλλά και ανατομικές ανωμαλίες. Οι ψυχολογικές της αιτίες είναι πιο πολύπλοκες και μπορεί να οφείλονται στο άγχος, τον φόβο ή την απροθυμία για σεξ.
Η λύση: Η θεραπεία είναι ανάλογη με την αιτία. Έτσι, τον πρώτο λόγο έχει ο γυναικολόγος, που θα εξετάσει τη γυναίκα και θα της συστήσει την κατάλληλη θεραπεία (π.χ. θεραπεία για κάποια γυναικολογική λοίμωξη που μπορεί να την προκαλεί ή οιστρογόνα, όταν υπάρχει ορμονικό πρόβλημα). Φυσικά, η καλή επικοινωνία μεταξύ των συντρόφων, αλλά και η ψυχολογική στήριξη της γυναίκας, μπορούν να βοηθήσουν.
Ο κολεόσπασμος ή κολπόσπασμος
Τι είναι: Χαρακτηρίζεται από σπαστικές, ακούσιες και επώδυνες συσπάσεις των μυών του γυναικείου κόλπου, καθιστώντας τη σεξουαλική επαφή δύσκολη και οδυνηρή έως αδύνατη.
Τι φταίει: Μπορεί να οφείλεται σε ψυχολογικούς παράγοντες, όπως ψυχοσεξουαλικά τραύματα, ή σε σωματικά αίτια (π.χ. τραυματικές και φλεγμονώδεις βλάβες του κόλπου), ή σε συνδυασμό και των δύο.
Η λύση: Η θεραπεία είναι ανάλογη με τα αίτια που τον προκαλούν. Χρειάζεται αρχικά κλινική εξέταση από γυναικολόγο. Αν το πρόβλημα είναι οργανικό, ο ειδικός θα συστήσει την κατάλληλη φαρμακοθεραπεία, ενώ όταν το υπόστρωμα είναι ψυχολογικό, συνιστάται ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με συμπεριφορικές και εργονομικές ασκήσεις και τεχνικές χαλάρωσης, ώστε να καταφέρει η γυναίκα να διαχειριστεί τον πόνο, αλλά παράλληλα να διερευνηθεί και ο συμβολισμός του συμπτώματος.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΝ κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, χειρουργό ουρολόγο, διευθυντή του Ανδρολογικού Ινστιτούτου, τον δρ. ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΦΛΩΡΑΤΟ, FEBU, PhD, χειρουργό ουρολόγο, τον δρ. ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΥΡΟΥΣΗ, γυναικολόγο-μαιευτήρα, και την κ. ΕΛΕΑΝΑ Ε. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, ψυχοθεραπεύτρια, κλινική θεραπεύτρια Σεξουαλικών Διαταραχών, υπεύθυνη της ΕΜΑΣ.