Σε όποια παρέα κι αν βρεθώ, η συζήτηση είναι η ίδια: Τα οικονομικά μας που δεν πηγαίνουν καλά, οι αποδοχές που μειώνονται, η ανεργία που αυξάνεται… «Γιατί σκας; Κάτι θα γίνει. Δεν πρόκειται και να πεινάσουμε…», με καθησυχάζει ο φίλος μου ο Βαγγέλης. «Μπορεί, όμως, τελικά να παχύνουμε!», συμπληρώνει η Θεοδώρα. Και έχει δίκιο. Όλοι οι ειδικοί και οι στατιστικές συμφωνούν: Η κρίση παχαίνει. Γιατί; Επειδή, καθώς η οικονομική μας δυνατότητα περιορίζεται, είναι μεν πολύ δύσκολο να φτάσουμε να πεινάμε, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο να ξεκινήσουμε να επιλέγουμε φθηνότερα -και ταυτόχρονα παχυντικά- τρόφιμα (π.χ. ψωμί, ζυμαρικά, πατάτες, σοκολάτες), αντί για άλλα, διαιτητικά και ακριβότερα (π.χ. κόκκινο άπαχο κρέας, ψάρι). Άλλωστε, σύμφωνα με έρευνες, 1 στους 3 Έλληνες αγοράζει προϊόντα με βάση την τιμή. Εκτός των άλλων, όμως, τα φθηνότερα αυτά παχυντικά τρόφιμα έχουν και ένα επιπλέον πλεονέκτημα: λειτουργούν ως τρόφιμα που μας προσφέρουν παρηγοριά (comfort food) και μας χαλαρώνουν. Ας προσέξουμε, λοιπόν, ώστε, όταν βγούμε από την κρίση, να μην έχουμε εκτός των άλλων και παραπανίσια κιλά.
Μπέργκερς, πατάτες και γλυκά στο τοπ των προτιμήσεων
Είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια είχαν οι βρετανικές στατιστικές να δείξουν ότι οι καταναλωτές μειώνουν -για οικονομικούς λόγους- τα ψώνια τους στο σουπερμάρκετ. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι ενδείξεις συμφωνούν ότι από τη μία πλευρά τα νοικοκυριά περιορίζουν τις συνολικές τους δαπάνες για τρόφιμα, αλλά από την άλλη οι πωλήσεις παχυντικών γλυκών και σνακ τείνουν να αυξάνονται. Μάλιστα, μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων που πουλάνε τόσο είδη ένδυσης όσο και φαγώσιμα βλέπουν τις πωλήσεις στα πρώτα να μειώνονται κατακόρυφα και στα δεύτερα αντίθετα, ειδικά όταν πρόκειται για λιπαρά και παχυντικά τρόφιμα, να αυξάνονται εντυπωσιακά. Παράλληλα, οι εστιάτορες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού παρατηρούν θορυβημένοι την πελατεία τους να μειώνεται ή να παραγγέλνει πιο περιορισμένα και οικονομικά, ενώ αντίθετα όσοι διαθέτουν φαστ φουντ και πιτσαρίες αισθάνονται τυχεροί, καθώς οι πελάτες συνηθίζουν να τους προτιμούν, αφού εκεί μπορεί κανείς να βρει αρκετό παχυντικό comfort food (π.χ. μπέργκερς και πατάτες τηγανητές).
Γιατί στρεφόμαστε στο φαγητό;
Αυτό έχει να κάνει με τα πρότυπα του κάθε ανθρώπου, το πώς έχει μεγαλώσει (για παράδειγμα μπορεί να έχει γονείς που τρώνε για να κατευνάσουν τα συναισθήματά τους), τις συνήθειές του, τις κοινωνικές του συναναστροφές, αλλά και με τη δόμηση της προσωπικότητάς του. Υπάρχουν, δηλαδή, άνθρωποι που έχουν μάθει να κατευνάζουν τα συναισθήματά τους και να ανακουφίζονται με το φαγητό. Φυσικά, έχει σημασία η συνήθεια, αλλά δεν είναι απίθανο κάποιος να ψάχνει εναλλακτικές για να παρηγορηθεί, να δοκιμάζει και τελικά να επιλέξει το φαγητό. Επιπλέον, παίζουν ρόλο οι συνθήκες. Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι στο σπίτι τους -όπως συμβαίνει όταν υπάρχει οικονομική στενότητα-, δημιουργείται η τάση για αυξημένη κατανάλωση φαγητού, ως μια εύκολη, οικονομική και ανακουφιστική λύση.
Χρειάζεται αποφασιστικότητα
Για να μη στραφούμε στην υπερκατανάλωση φαγητού Ή για να καταφέρουμε να το περιορίσουμε, χρειάζεται προσπάθεια. Πρέπει να αποφασίσουμε ότι θα βάλουμε όρια στον εαυτό μας. Παράλληλα, θα βοηθηθούμε αν παρατηρουμε τι κάνουμε και γιατί. Θα μας βοηθήσει, δηλαδή, να δούμε ποιες τροφές καταναλώνουμε και σε τι ποσότητες, τι προηγείται, τι συναισθήματα και τι σκέψεις κάνουμε… χρησιμο θα ειναι, επίσης, να κρατάμε λεπτομερές ημερολόγιο Ή/και να ζητήσουμε επαγγελματική βοήθεια.
Λιγότερα λεφτά, πιο ανθυγιεινές συνήθειες
Η οικονομική πίεση μειώνει την ποιότητα της διατροφής, επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα ανάλυσης πολλών ερευνών που έχουν γίνει και σχετίζουν την οικονομική κατάσταση με τις διατροφικές συνήθειες. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι και δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό «Public Health Nutrition». Από αυτήν προέκυψε ότι οι φτωχότεροι και όσοι ζουν σε περιόδους οικονομικής κρίσης τείνουν να τρώνε λιγότερο υγιεινά και να μην έχουν ποικιλία στις τροφές που καταναλώνουν, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν ελλείψεις σε βιταμίνες και άλλα συστατικά (π.χ. βιταμίνη C, φυλλικό οξύ, σίδηρο, ψευδάργυρο, μαγνήσιο), κυρίως λόγω χαμηλής κατανάλωσης φρέσκων φρούτων και λαχανικών, κρέατος και ψαριών. Αλλά και στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία από τη μελέτη «ΑΤΤΙΚΗ», που πραγματοποιήθηκε από το τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, σε συνεργασία με την 1η Καρδιολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το χαμηλό οικονομικό επίπεδο του πληθυσμού σχετίζεται άμεσα με κακές -μη υγιεινές- διατροφικές συνήθειες και παχυσαρκία.
Όσο μειώνεται η οικονομική μας δυνατότητα, τόσο παρατηρείται:
- Έντονη στροφή προς την κατανάλωση εύκολου, γρήγορου, φτηνού φαγητού, το οποίο είναι πλούσιο σε αλάτι και κορεσμένα λιπαρά. Επιπλέον, η κατανάλωση αυτών των τροφίμων λειτουργεί για εμάς σαν εκτόνωση ή διασκέδαση. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι ανθυγιεινό και παχαίνει.
- Προτίμηση των κατεψυγμένων προϊόντων, που έχουν λιγότερες βιταμίνες και θρεπτικά στοιχεία, έναντι των φρέσκων.
- Μείωση της κατανάλωσης ακριβών τροφών, όπως το ψάρι και το κρέας, που είναι πολύτιμα (κυρίως το ψάρι) για την υγεία μας και που επίσης είναι άκρως διαιτητικά (όλα τα ψάρια και το άπαχο κρέας).
- Κατανάλωση σοκολάτας και άλλων γλυκών. Η ζάχαρη (όπως και οι υδατάνθρακες, π.χ. του ψωμιού ή των μακαρονιών), αλλά και η ίδια η σοκολάτα, έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τη σεροτονίνη, που συνδέεται με τη βελτίωση της διάθεσης.
Μπορούμε να κάνουμε διατροφικές επιλογές που να είναι τόσο υγιεινές όσο και οικονομικές. Ας προτιμήσουμε:
● Φρούτα και λαχανικά εποχής, που εκτός από το γεγονός ότι είναι ανώτερα από θρεπτικής πλευράς (είναι φρέσκα, δεν έχουν διατηρηθεί σε ψυγεία κλπ.), είναι συνήθως και φθηνότερα από εκείνα του θερμοκηπίου ή τα εισαγωγής.
● Κόκκινο κρέας, που είναι όμως άπαχο. Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ ακριβότερο από τα υπόλοιπα είδη κρέατος, αλλά -όπως επιτάσσει και η μεσογειακή διατροφή- δεν χρειάζεται να το καταναλώνουμε συχνότερα από μία φορά την εβδομάδα, εκτός και αν ανήκουμε σε ειδικές ομάδες (π.χ. μικρά παιδιά, γυναίκες με σιδηροπενική αναιμία).
● Πουλερικά (χωρίς πέτσα) μία φορά την εβδομάδα, που είναι ταυτόχρονα οικονομικά, αλλά και διαιτητικά (έχουν λιγότερα κορεσμένα λιπαρά και χοληστερίνη από το κρέας).
● Ψάρια 1-2 φορές την εβδομάδα. Αν δυσκολευόμαστε με τα ακριβά, μπορούμε να προτιμήσουμε τα φθηνότερα, όπως είναι εκείνα του ιχθυοτροφείου (π.χ. τσιπούρα), αλλά και τα μικρότερα και εξίσου θρεπτικά (π.χ. σαρδέλα). Επίσης, μια επιλογή αποτελούν τα κατεψυγμένα ή και οι κονσέρβες, τα οποία δεν υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τα φρέσκα.
● Όσπρια μία φορά την εβδομάδα. Εκτός από φθηνά, είναι επίσης και πολύ υγιεινά.
● Να ψωνίζουμε μόνο όσα λαχανικά και φρούτα χρειαζόμαστε και θα καταναλώσουμε και όχι πολύ περισσότερα , με αποτέλεσμα τελικά να χαλάνε και να τα πετάμε.
Ο 1 στους 4 Έλληνες δηλώνει ότι, για λογουσ οικονομιασ, θα προμηθευεται λιγοτερο ποιότικα τροφίμα
Comfort food: Περί τίνος πρόκειται
Η εικόνα της νεαρής Αμερικανίδας που έχει μόλις χωρίσει, ανοίγει την κατάψυξη, παίρνει μία οικογενειακή συσκευασία παγωτού και το τρώει ολόκληρο, έρχεται εύκολα στο μυαλό όλων μας. Κι αυτό επειδή τα γλυκά και οι σοκολάτες, όπως και τα παχυντικά σνακ (π.χ. τα πατατάκια), πράγματι λειτουργούν ως φαγητό που δίνει παρηγοριά. Γενικά οι άνθρωποι στις δυσκολίες χρειαζόμαστε ένα στήριγμα για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση που μας προβληματίζει. Έτσι, ανάλογα με το χαρακτήρα μας, αποκτάμε και τις αντίστοιχες συνήθειες. Η οικονομική κρίση είναι σαφώς μια δύσκολη κατάσταση και σε αυτήν σίγουρα θα υπάρξουν κάποιοι άνθρωποι που θα αναζητήσουν παρηγοριά στο φαγητό για να αντιμετωπίσουν το άγχος, την πίεση και τη στενοχώρια. Έτσι, θα γεμίσουν το στομάχι τους με εύγευστες και λιπαρές τροφές, που εκτός των άλλων φτιάχνουν τη διάθεση επειδή επηρεάζουν τη σεροτονίνη, με σκοπό να αδειάσουν τη σκέψη τους. Πρόκειται, βέβαια, για έναν επίπλαστο τρόπο για να νιώσουμε όμορφα παροδικά και να στρέψουμε το βλέμμα μας μακριά από το πρόβλημα για πολύ λίγο. Αντίστοιχα, άλλοι άνθρωποι στη δύσκολη στιγμή θα στραφούν στο ποτό, στο κάπνισμα κλπ.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΝ κ. ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ, MSc, ψυχολόγο υγείας και τον κ. ΧΑΡΗ ΓΕΩΡΓΑΚΑΚΗ, κλινικό διαιτολόγο-διατροφολόγο.