Η κ. Αθηνά Λινού, καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ινστιτούτου Προληπτικής, Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής «Prolepsis», είναι η πλέον αρμόδια να μας μιλήσει γι’ αυτούς τους οδηγούς, καθώς η μελέτη και ανάπτυξη του περιεχομένου τους εκπονήθηκε από την επιστημονική ομάδα του εν λόγω ινστιτούτου.Κυρία Λινού, μετά από δυόμισι χρόνια που κράτησε η προετοιμασία αυτού του έργου, τι έχετε να πείτε;«Μέχρι χθες πολλή δουλειά, μεγάλη ευθύνη. Τίποτα δεν έγινε αβασάνιστα. Σήμερα, ιδιαίτερη ικανοποίηση για το αποτέλεσμα, που αποζημιώνει. Και είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς μιας μεγάλης ομάδας επιστημόνων. Σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα του χώρου συμμετείχαν σε αυτό το έργο. Καθηγητές των πανεπιστημίων της χώρας και άλλοι έγκριτοι επιστήμονες από τους εμπλεκόμενους φορείς (π.χ. επιδημιολόγοι, ενδοκρινολόγοι, παιδίατροι, γυναικολόγοι, γενικοί γιατροί, διαιτολόγοι-διατροφολόγοι, τεχνολόγοι τροφίμων, ειδικοί προαγωγής της υγείας κ.ά.)».Γιατί μέχρι σήμερα δεν είχαμε εθνικούς διατροφικούς οδηγούς με αυτήν τη μορφή; Τι άλλαξε και τώρα έχουμε;«Παραδοσιακά, στην Ελλάδα ο κόσμος δεν χρειαζόταν κατευθύνσεις για το τι να τρώει. Οι άνθρωποι έτρωγαν υγιεινά. Είχαν την παραδοσιακή ελληνική διατροφή, η οποία αποτέλεσε και διεθνές μοντέλο. Από μελέτες μάλιστα που έγιναν και συμμετείχαν 7 χώρες, φάνηκε ότι, ειδικά στην Κρήτη, η διατροφή ήταν εξαιρετική, αφού οι Κρητικοί είχαν μειωμένη θνησιμότητα και πολύ λίγα καρδιαγγειακά προβλήματα. Οι άνθρωποι, λοιπόν, από γενιά σε γενιά μάθαιναν τι πρέπει να τρώνε, πώς να το τρώνε, σε τι ώρες, με τι συνθήκες. Αυτό με τον καιρό έχει εκλείψει, γιατί με την παγκοσμιοποίηση μπήκαν στην ελληνική αγορά και άλλες μορφές τροφίμων, αλλά κυρίως και άλλες μορφές προετοιμασίας των τροφίμων. Επίσης, κάποτε το κόκκινο κρέας θεωρούνταν πολυτελής τροφή, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να το καταναλώνουν συχνά – ίσως μόνο μία φορά την εβδομάδα ή και σπανιότερα. Σήμερα, όμως, αυτό άλλαξε. Το δύσκολο έγινε εύκολο. Υπάρχει μεγάλη παραγωγή και αφθονία και στο κρέας, αλλά και σε άλλα προϊόντα, συχνά εις βάρος της φύσης, και σχεδόν πάντα εις βάρος της υγείας μας. Απομακρυνθήκαμε, λοιπόν, από την παράδοση και ακολουθήσαμε ένα μοντέλο αφθονίας, ένα μοντέλο αρκετά δυτικό. Έτσι, προέκυψε η ανάγκη να δημιουργηθούν διατροφικές οδηγίες προσαρμοσμένες στις ανάγκες της εποχής μας». Πόσοι οδηγοί είναι και πού απευθύνονται;«Οι οδηγοί είναι τέσσερις και καθένας από αυτούς χωρίζεται σε δύο τόμους. Ο ένας τόμος απευθύνεται στο ευρύ κοινό και ο άλλος στην επιστημονική κοινότητα (στους λειτουργούς υγείας). Έτσι, έχουμε οδηγούς για: 1 Τον γενικό πληθυσμό των ενηλίκων και πιο συγκεκριμένα για άνδρες και γυναίκες από 18 έως 65 ετών. 2 Τα παιδιά από την ημέρα που θα γεννηθούν μέχρι το τέλος της εφηβείας. 3 Τις γυναίκες στην περίοδο της κύησης, της γαλουχίας και της εμμηνόπαυσης, όπου χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. 4 Τους ηλικιωμένους από 65 ετών και πάνω. Επιπλέον, οι οδηγοί θα συνοδεύονται από ενημερωτικό υλικό, όπως φυλλάδια και αφίσες».Πού θα τους βρούμε;«Οι τόμοι που απευθύνονται στο ευρύ κοινό θα προωθηθούν σε σχολεία, βιβλιοθήκες, δήμους και οι δεύτεροι τόμοι θα διανεμηθούν σε κέντρα υγείας, ιατρικές εταιρείες, νοσοκομεία, αρμόδια υπουργεία και σε μεγάλο αριθμό λειτουργών υγείας. Το πιο σημαντικό όμως από όλα είναι ότι ανά πάσα στιγμή όλοι μπορούμε να μπούμε στην ιστοσελίδα www.diatrofikoiodigoi.gr και να τους κατεβάσουμε ή να ανατρέχουμε σε αυτούς όποτε θέλουμε να μάθουμε κάτι». Τι είναι αυτό που κάνει αυτούς τους διατροφικούς οδηγούς να ξεχωρίζουν; «Υπήρχαν διατροφικές οδηγίες, αυτό που λένε οι αγγλόφωνοι guide lines, αλλά ήταν 5 με 6 σελίδες. Με τη μορφή όμως αυτή, την τόσο οργανωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη, δεν υπήρχαν. Ό,τι, δηλαδή, θα διαβάσουμε σε αυτούς, ξέρουμε ότι θα είναι επιστημονικά πλήρως τεκμηριωμένο και ότι θα λαμβάνει υπόψη τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, τα τρόφιμα που υπάρχουν στην Ελλάδα, καθώς και τα τρόφιμα που είναι οικονομικά προσιτά. Επιπλέον, θεωρώ ότι χρειαζόμαστε πλέον τους οδηγούς σε μια μορφή εύληπτη. Δηλαδή, δεν μπορείς πια να λες στους ανθρώπους πάρτε 18 mg σίδηρο την ημέρα ή 1.000 mg ασβεστίου την ημέρα και να περιμένεις να γνωρίζουν πώς αυτό μεταφράζεται στην πράξη. Είναι πολύ πιο απλό να τους πεις φάτε 5 αυγά την εβδομάδα, καταναλώστε 1 φορά την εβδομάδα κόκκινο κρέας, πιείτε 2 ποτήρια γάλα την ημέρα, προσθέστε 1 κουταλιά λάδι στη σαλάτα. Γιατί έτσι τους κάνεις πραγματικά ενήμερους, και αυτός είναι ο ρόλος των διατροφικών οδηγών – άλλωστε είναι και η απάντηση σε μια ανάγκη η οποία έχει δημιουργηθεί διεθνώς. Απώτερος στόχος τώρα είναι η προαγωγή της υγιεινής διατροφής και η πρόληψη και καταπολέμηση της παχυσαρκίας και μεγάλου αριθμού χρόνιων νοσημάτων, όπως οι καρδιοπάθειες, ο σακχαρώδης διαβήτης και ο καρκίνος, μέσα από την αξιοποίηση των ευεργετικών στοιχείων της ελληνικής διατροφής και την προώθηση της σωματικής δραστηριότητας. Η ανάγκη είναι επιτακτική, καθώς τα στοιχεία για την αύξηση της παχυσαρκίας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Όλες οι χώρες σιγά-σιγά δημιουργούν διατροφικούς οδηγούς. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι αναλυτικές οδηγίες για τους ηλικιωμένους δεν υπήρχαν σχεδόν πουθενά στον κόσμο, γι’ αυτό και οι συγκεκριμένοι Εθνικοί Διατροφικοί Οδηγοί πρωτοπορούν παγκοσμίως σε αυτόν τον τομέα».Πόσο εύκολο όμως είναι να βγάλεις από την τσάντα του παιδιού σου το κρουασάν, τη σοκολάτα ή τα πατατάκια και να του βάλεις το φρούτο ή τους ξηρούς καρπούς;«Είναι εύκολο, αν σε βοηθάει και το περιβάλλον του σχολείου. Αν, δηλαδή, στις καντίνες υπάρχουν υγιεινές επιλογές. Διεθνείς μελέτες, πάντως, λένε ότι σε μικρά παιδιά μεταξύ 4 και 8 ετών πρέπει να καταφέρεις να δοκιμάσουν το ίδιο τρόφιμο 12 φορές σε διάστημα 3 μηνών. Αν το δοκιμάσουν 12 φορές σε διάστημα 3 μηνών, το μαθαίνουν και το αγαπάνε. Το τρικ, λοιπόν, είναι να πείσεις το παιδί στην αρχή να φάει λίγο μήλο, λίγο μανταρίνι και μετά, αν το φάει 12 φορές, ακόμα και από λίγο, το μαθαίνει και το τρώει». Από όλη σας αυτήν τη δουλειά και την εμπειρία, ποιος θεωρείτε ότι είναι ο χρυσός κανόνας που πρέπει όλοι να υιοθετήσουμε στη διατροφή μας;«Ο βασικός κανόνας είναι ότι τρώμε από όλα με μέτρο. Το πιο ασφαλές είναι να καταναλώνουμε μεγάλη ποικιλία τροφίμων σε όσο γίνεται πιο φυσική μορφή. Όχι, δηλαδή, πολύ επεξεργασμένα τρόφιμα. Διότι η επεξεργασία είτε προσθέτει ουσίες που συχνά δεν ξέρουμε τι μπορεί να προκαλέσουν είτε αφαιρεί χρήσιμα συστατικά».