Όταν ήμασταν παιδιά, ζούσαμε σε έναν κόσμο μεταξύ αλήθειας και μύθου. Παριστάναμε κάτι άλλο από αυτό που ήμασταν πραγματικά, παίζαμε ότι είμαστε Ινδιάνοι, ιππότες, πριγκίπισσες, νεράιδες, ήρωες και ηρωίδες, πλούσιοι και φτωχοί, ορφανά παιδιά και απροστάτευτα ζώα. Δίναμε ζωή σε κούκλες, παιχνίδια, αντικείμενα και φτιάχναμε αόρατους φίλους. Οι ήρωες των βιβλίων και των παραμυθιών αποκτούσαν υπόσταση, συγκεκριμένη μορφή, σαν να ζούσαν δίπλα μας, και πολλές φορές γινόμασταν εμείς οι ήρωες των αγαπημένων μας ιστοριών, οι θαρραλέοι, οι όμορφοι, οι καλοί, οι υπέροχοι. Πολλοί από αυτούς τους ήρωες επηρεάζουν ακόμη τη ζωή και καθορίζουν τις αξίες μας.
Χρειαζόμαστε τους μύθους μας, τα προσωπικά μας ψέματα για να αποκτήσουμε ταυτότητα, έστω κι αν αυτό γίνεται με έναν τρόπο εντελώς μη ρεαλιστικό, τρελό, απροσγείωτο: «Εγώ, όταν μεγαλώσω, θα γίνω Σούπερμαν». Ή πιο κοντά στην πραγματικότητα: «Θα γίνω χορεύτρια», «Θα γίνω δύτης», «Θα έχω ένα σπίτι με όλων των ειδών τα ζώα». Αυτού του είδους οι φαντασιώσεις, που λέγονται με τρόπο εντελώς αυτονόητο, δηλώνουν καταρχήν: «Ονειρεύομαι, άρα έχω αντίληψη του εαυτού μου και τον προβάλλω στο μέλλον».
Όσο, όμως, κι αν η μυθομανία είναι φυσική και απαραίτητη έως ένα βαθμό όσο είμαστε μικροί, αρχίζει να γίνεται προβληματική αν μας συνοδεύσει και στην ενήλικη ζωή μας. Με την έλευση της εφηβείας, η πραγματικότητα γίνεται όλο και πιο «πραγματική», με την έννοια ότι αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας όλο και περισσότερο σαν ένα μέρος της. Στην εφηβεία, όσο κι αν η φαντασία μας έχει ακόμη τη δύναμη να μας κάνει να «ξεφεύγουμε», ειδικά όταν τη μοιραζόμαστε με συνομηλίκους, παρ’ όλα αυτά παύει πια να μπορεί να μας κυριεύει τόσο πολύ. Αν τα πράγματα πάνε καλά, σιγά-σιγά μπορούμε να κάνουμε και χωρίς μύθους.
Όσο κι αν εξακολουθούμε να φανταζόμαστε και να ονειρευόμαστε, ξέρουμε ωστόσο να κρατάμε τα όνειρα και τις φαντασιώσεις για εμάς. Τα μοιραζόμαστε πια μόνο σε ατμόσφαιρα εκμυστήρευσης κι αποτελούν τότε ένδειξη μεγάλης εμπιστοσύνης και οικειότητας με τους άλλους. Συνήθως, μοιραζόμαστε τους μύθους μας όταν είμαστε ερωτευμένοι, τότε που θέλουμε να κερδίσουμε τον άλλον, να τον κάνουμε κομμάτι μας, να του αποκαλύψουμε τον πιο μύχιο εαυτό μας. Στην υπόλοιπη ζωή μας, κρατάμε καλά διαχωρισμένη τη φαντασία από την πραγματικότητα και, αν πούμε κανένα ψέμα, αυτό συνήθως γίνεται συνειδητά και με συγκεκριμένο σκοπό.
Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τους υπερβολικούς, τους πληθωρικούς, αυτούς που λένε πότε-πότε ένα ψέμα για να εντυπωσιάσουν, από τους παθολογικά μυθομανείς, που είναι μάλλον σπάνιοι. Η διαφορά είναι ότι οι μυθομανείς χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας και πιστεύουν και οι ίδιοι τα ψέματά τους. Η Σοφία, 35 ετών, από την εφηβεία είχε την τάση να διηγείται «εξωφρενικές» ιστορίες, που όμως ήταν πάντα τόσο φυσικά και τόσο ρεαλιστικά ειπωμένες, που κατ’ αρχάς όλοι τις πίστευαν. Κάποτε περιέγραψε ένα τρομερό ατύχημα που της συνέβη σε μια εκδρομή με φίλους και κατά το οποίο η μία κοπέλα υποτίθεται πως είχε τραυματιστεί θανάσιμα. Φυσικά, κάποια στιγμή όλοι διαπίστωσαν ότι δεν ήταν παρά ένα παραμύθι. Μην ξέροντας πώς να αντιδράσουν, κι επειδή συμπαθούσαν τη Σοφία, έκαναν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μητέρα πια ενός μικρού παιδιού, αποφεύγει τα κραυγαλέα ψέματα, όμως καθημερινά λέει μικρά ή μεγαλύτερα ψέματα χωρίς κάποιο φανερό σκοπό. Κι ενώ σε στιγμές αυτοσαρκασμού λέει γελώντας ότι «δεν μπορεί να συγκρατήσει το στόμα της», ταυτόχρονα τα ψέματα εξακολουθούν να της «ξεφεύγουν», λες και η ανάγκη της να τα πει να είναι πιο δυνατή από τη λογική της. Χρησιμεύουν αυτοί οι μύθοι και τα ψέματα σε κάτι; Γιατί είναι τόσο ισχυρή η τάση να τα λέει, ενώ κάπου καταλαβαίνει ότι ίσως «την έχουν πάρει χαμπάρι»;
Στην εφηβεία, κάθε τέτοια φανταστική ιστορία την έκανε, έστω και για λίγο, να είναι το επίκεντρο της προσοχής στην παρέα. Οι άλλοι την άκουγαν με προσοχή και της έδειχναν ενδιαφέρον. Τα ψέματα της ενήλικης ζωής μπορεί να μην είναι τόσο φαντασμαγορικά, το κοινό τους σημείο όμως είναι ότι κάνουν τη Σοφία να είναι αρεστή στον εκάστοτε ακροατή. Με αρκετή ευαισθησία, καταλαβαίνει ποια είναι τα σημεία που αγγίζουν τον άλλον και πλέκει τα ψέματά της γύρω από αυτά έτσι ώστε να τον κερδίσει. Παρ’ όλα αυτά, είναι αρκετά μόνη και δεν κατάφερε ποτέ να έχει κοντινούς φίλους. Τα ψέματα, ενώ αποσκοπούν στο αντίθετο, ενισχύουν τη μοναξιά, δημιουργούν έναν τοίχο ανάμεσα στο μυθομανή και τους άλλους ανθρώπους και γι’ αυτό οδηγούν συνήθως σε καινούργια ψέματα.
Είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου, που δεν πιστεύει στον εαυτό του, να κάνει τους άλλους να τον αγαπήσουν, μένοντας όμως ταυτόχρονα κρυμμένος μέσα σε ένα προστατευτικό καβούκι: μια προσπάθεια καταδικασμένη, συνήθως, να αποτύχει.
Πώς φτάνει όμως κάποιος από τα ψέματα της παιδικής ηλικίας, που βοηθούν να διαμορφώσει την ταυτότητά του, στα ενήλικα ψέματα, που κάνουν ακριβώς το αντίθετο; Οι μυθομανείς ενήλικοι είναι ίσως το πιο οφθαλμοφανές παράδειγμα της κατά τον ψυχίατρο D. Winnicott «Σαν-να-προσωπικότητας» («As-if-personality») ή αλλιώς του «ψεύτικου εαυτού». Η προσαρμογή στις υπερβολικές γονεϊκές απαιτήσεις μπορεί να οδηγήσει ένα παιδί να δείχνει μόνο αυτό που οι άλλοι περιμένουν. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις και όταν στην οικογένεια δεν υπάρχει χώρος για πραγματικά συναισθήματα, ταυτίζεται τόσο πολύ με αυτό που δείχνει, ώστε απωθεί, ξεχνά, εξαφανίζει ό,τι άλλο δικό του υπάρχει που νιώθει ότι δεν είναι επιθυμητό στους γονείς. Το αποτέλεσμα είναι αποξένωση από τον πραγματικό εαυτό, αίσθηση κενού, ανασφάλεια, άγχος, κατάθλιψη. Τα ψέματα μπορεί να είναι μια προσπάθεια (ανάμεσα σε πολλές) να «πλάσει» κάποιος κάτι με το οποίο να μπορέσει να κερδίσει τους άλλους. Και, βέβαια, τα ψέματα δίνουν μια αίσθηση δύναμης και επιβολής πάνω στους άλλους. Όταν κάποιος εφευρίσκει «καλούς μύθους», μπορεί να σαγηνεύσει και να κάνει τους άλλους να πιστέψουν ό,τι θέλει αυτός. Δυστυχώς, επειδή οι σχέσεις δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν πάνω σε ψέματα, συνήθως το αποτέλεσμα είναι το αντίθετο: αντί να κερδίσει τους άλλους, ο μυθομανής απομακρύνεται περισσότερο. Η μοναξιά και η ανασφάλεια, αλλά και οι ενοχές, μεγαλώνουν και απαιτούν καινούργια ψέματα.
Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση η αντιμετώπιση ενός μυθομανούς. Να του πετάξει κανείς στα μούτρα ότι τον έχει καταλάβει ή να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει; Οι απόψεις πάνω σε αυτό διίστανται. Αν για κάποιους μυθομανείς η ειλικρινής στάση μπορεί να τους κάνει να ανοιχτούν περισσότερο και να προσπαθήσουν (τουλάχιστον με το συγκεκριμένο άνθρωπο) να σταματήσουν τα ψέματα, κάποιους άλλους, ψυχικά πιο ευάλωτους, μπορεί να τους αποσταθεροποιήσει περισσότερο. Σημασία έχει πάντως, όταν πρόκειται για δικό μας άνθρωπο για τον οποίο ενδιαφερόμαστε ειλικρινά, η στάση μας να είναι επιεικής, χωρίς να τον γελοιοποιούμε ή να τον κατακρίνουμε, και να τον κάνουμε να νιώσει ότι τον αγαπάμε γι’ αυτό που είναι. Δεν είναι εύκολο για τον ίδιο το μυθομανή να αντιμετωπίσει την πάθησή του, γι’ αυτό και μπορεί να επισκεφτεί ειδικό, επειδή τον παρότρυνε ένας δικός του άνθρωπος, και να διακόψει τη θεραπεία μόλις έρθει αντιμέτωπος με την «αλήθεια». Παρ’ όλα αυτά, ίσως αξίζει η προσπάθεια.
Για να απαλλαγεί κανείς από τις ενοχές, αλλά κι από την αίσθηση της αποξένωσης, το πρώτο βήμα είναι να παραδεχτεί, κατ’ αρχάς στον εαυτό του και μετά σε κάποιον που εμπιστεύεται και δεν φοβάται ότι θα τον «τιμωρήσει», συγγενή, φίλο ή ειδικό, ότι έχει «πρόβλημα», ότι δεν μπορεί να ελέγξει τα ψέματα που λέει.
Επειδή η μυθομανία φέρνει μοναξιά και έλλειψη επικοινωνίας, είναι σημαντικό να κάνει κανείς φιλότιμες προσπάθειες να ακούσει και να κατανοήσει τους άλλους. Μόνο έτσι μπορεί να τους προσεγγίσει και να καταλάβει ότι ούτε οι άλλοι είναι τέλειοι, αλλά έχουν όλοι αδυναμίες.
Για να σταματήσει ένας ενήλικος να λέει ψέματα, αναγκαίο βήμα είναι να αποδεχτεί περισσότερο τον εαυτό του. Ίσως κανείς δεν είναι σε θέση να αποδεχτεί εντελώς τον εαυτό του και να μην τον αμφισβητεί, η μυθομανία όμως συχνά είναι ένδειξη απόρριψης του εαυτού, κάτι που βέβαια δύσκολα αντέχει κανείς. Πολλοί μυθομανείς είναι δυστυχισμένοι και αντιμετωπίζουν ψυχικές δυσκολίες. Τότε, ίσως ο καλύτερος δρόμος είναι η ψυχοθεραπεία.
Μπορεί να είναι βοηθητικό το να προσπαθήσει κανείς να καταλάβει από πού προέρχεται και σε τι οφείλεται αυτή η «ανάγκη» για ψέματα. Έτσι, καλό είναι να αναρωτηθεί: Πόσα ψέματα λέγονταν μέσα στην οικογένεια; Πόσο πιεστικές ήταν οι απαιτήσεις να είναι κανείς «καλό παιδί»; Ήταν παρόντες οι γονείς ή έπρεπε τα παιδιά να «αναπληρώσουν» την απουσία καταφεύγοντας στη φαντασία τους; Αυτά τα ερωτήματα μπορούν να βοηθήσουν να διερευνήσει κανείς από πού προέρχεται η μυθομανία του, αλλά και να ξεκινήσει ένα διάλογο με τον εαυτό του.