O εξαιρετικός παιδοψυχίατρος D. Winnicott έκανε, πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, μια σειρά εκπομπών για τους γονείς στο βρετανικό ραδιοφωνικό σταθμό του BBC, στις οποίες συζητούσε κυρίως με μητέρες για διάφορα καθημερινά προβλήματα που αντιμετώπιζαν με τα παιδιά τους. Με τη θαυμάσια, πάντα ενθαρρυντική και επιβραβευτική στάση του, ο Winnicott κατάφερνε να απενοχοποιήσει τους γονείς, καταρρίπτοντας κάθε μύθο σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος στην ανατροφή των παιδιών, και ποιες είναι οι «καλές, ιδανικές» μητέρες. Η πεποίθησή του: Το να είναι μια γυναίκα «απλώς επαρκής» μητέρα αποτελεί το πιο ικανοποιητικό που θα μπορούσε να επιδιώξει!
Βουτιές στα βαθιά
Από τότε, πολλά έχουν αλλάξει για τις γυναίκες γενικά και για τις μητέρες ειδικότερα. Oι γυναίκες μπήκαν δυναμικά στην αγορά εργασίας και αυτό, σε συνδυασμό με το φεμινιστικό κίνημα, τις απελευθέρωσε, τις κατέστησε ισότιμες με τους άνδρες και τις απενοχοποίησε σε σχέση με τα παιδιά και την οικογένειά τους… υποτίθεται.
Αν και ο διπλός (και όχι μόνο) ρόλος των γυναικών -εργαζόμενη και μητέρα- θεωρείται αυτονόητος, πολλές από τις αντιλήψεις και τα πρότυπα για το πώς πρέπει να είναι μια μητέρα παραμένουν τα ίδια.
Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι τα παιδιά είναι πια, λόγω συνθηκών ζωής τουλάχιστον στις πόλεις, σχεδόν απόλυτα εξαρτημένα από τους γονείς, εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα πράγματα για τις μητέρες -που παραμένουν ακόμη κυρίως υπεύθυνες για τα παιδιά- δεν είναι πολύ εύκολα. Oι περισσότερες παλεύουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στους ρόλους που έχουν αναλάβει και συχνά δεν αισθάνονται καθόλου «καλές μητέρες».
Η γένεση της τελειομανίας
Όλα ξεκινούν με τη γέννηση του παιδιού, η οποία κατά ένα μαγικό τρόπο ανακινεί και φέρνει στην επιφάνεια σε πάρα πολλές γυναίκες τη μανία της τελειότητας. Η Κάτια περιγράφει: «Θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου ένα πολύ χαλαρό άτομο. Ώσπου γεννήθηκε η κόρη μου· ασήμαντο μεν, αλλά ενδεικτικό: Ξαφνικά, εκεί που με το ζόρι σιδέρωνα τα πουκάμισα, άρχισα να σιδερώνω ακόμη και τα βρακάκια του μωρού! Και, βέβαια, συνεχώς ανησυχούσα μήπως κάτι της λείπει, μήπως κάτι δεν κάνω σωστά, μήπως δεν είμαι καλή μητέρα. Ήθελα να είναι όλα τέλεια για το παιδί μου. Και, φυσικά, είχα πάρα πολλές τύψεις όποτε την άφηνα σε άλλους, ακόμη και στον άνδρα μου… ».
Είναι χαρακτηριστική μαρτυρία μιας γυναίκας που οι προσδοκίες της
από τον εαυτό της, σε αυτό τον τόσο σημαντικό ρόλο της ζωής της, της άλλαξαν συνήθειες και διάθεση, την άγχωσαν και την έκαναν να αισθάνεται ανεπαρκής. Η τελειομανία, άμεσα συνδεδεμένη με το γυναικείο ναρκισσισμό, βρίσκει πρόσφορο έδαφος στη μητρική ματαιοδοξία: «Για το παιδί μου τα θέλω όλα τέλεια», «Θα είμαι μια τέλεια μητέρα». Εδώ, κρύβονται πολλές παγίδες!
«Μόνο εγώ ξέρω!»
Ένα από τα κυριότερα θέματα που κάνουν τις γυναίκες να αισθάνονται «ανεπαρκείς μητέρες» είναι το γεγονός ότι «αφήνουν» το παιδί τους σε χέρια «τρίτων» (πολλές γυναίκες, όπως επιβεβαιώνει και το παράδειγμα της Κάτιας, αισθάνονται κάπως έτσι, ακόμη κι όταν αφήνουν το παιδί στον πατέρα του). Κι ενώ μπορεί να έχουν φτάσει στα όριά τους από την κούραση και τον εκνευρισμό, και να αισθάνονται κατά καιρούς ότι θέλουν να εκσφενδονίσουν στο… διάστημα το παιδί που κλαίει, ουρλιάζει, κάνει πείσματα, δεν τρώει, δεν κοιμάται και δεν διαβάζει, επιμένουν να πιστεύουν ότι μόνο αυτές «ξέρουν» το σωστό τρόπο, μόνο αυτές χρειάζεται το παιδί για να νιώθει καλά. Το αποτέλεσμα είναι συχνά ολέθριο για τα νεύρα όλων και έχει άλλη μια πολύ κακή συνέπεια: δυσχεραίνει πολύ τη σχέση του παιδιού με τον πατέρα του, ενίοτε και με τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Ίσως, λοιπόν, σε πείσμα της μητρικής τελειομανίας και «συγκεντρωτικής» διάθεσης, είναι πιο εύκολο να είσαι «καλή μητέρα», αν μπορείς να μοιραστείς αυτόν το ρόλο σου και με άλλους, τουλάχιστον όμως με τον πρωτίστως ενδιαφερόμενο: το δεύτερο γονιό.
Σαν διαφήμιση μαργαρίνης
Παρασυρμένες από μια φαντασίωση οικογενειακής αρμονίας τύπου «διαφήμιση μαργαρίνης» (που τελικά «γράφει» μέσα μας πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμαστε), πολλές μητέρες θεωρούν καθήκον τους και προσπαθούν να φτιάξουν για τα παιδιά τους έναν παράδεισο αγάπης και ευτυχίας. Κουρασμένες, εξουθενωμένες πολλές φορές, μετά τη δουλειά, μετά από ξάγρυπνες νύχτες, μετά από συζυγικούς καβγάδες, μετά από μια δύσκολη μέρα, απομυζούν τα τελευταία αποθέματα ενέργειας και καλής διάθεσης που τους έχουν απομείνει -συχνά δεν υπάρχουν ούτε αυτά και τότε παίζουν λίγο θέατρο- για να βοηθήσουν τα παιδιά στα μαθήματα, να ακούσουν τις ιστορίες τους, να παίξουν μαζί τους, να τους φτιάξουν το αγαπημένο τους κέικ. Όλα αυτά είναι καλώς καμωμένα, μερικές φορές όμως γίνονται κάτω από τόση πίεση, που ουσιαστικά οι ίδιες είναι αλλού, απούσες. Κι επειδή αυτό τα παιδιά το αισθάνονται, συχνά το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά αρμονικό είναι.
Σίγουρα, καλή μητέρα είναι εκείνη που προσπαθεί να παραμερίσει τη δική της κούραση και κακή διάθεση και να προσφέρει στα παιδιά της το καλύτερο. Είναι, όμως, και εκείνη που αναγνωρίζει και παραδέχεται ότι υπάρχουν στιγμές που το μόνο που θα ήθελε είναι να μη βλέπει και να μην ακούει κανέναν, και ειδικά τα παιδιά της, και καταφέρνει πότε-πότε να τους το δώσει να το καταλάβουν. Άλλωστε, ένα από τα πράγματα που θα ’πρεπε τα παιδιά μας να μάθουν από εμάς, πριν το μάθουν από οποιονδήποτε άλλον, είναι ότι οι άνθρωποι έχουν όρια.
Φίλοι, φίλοι…
«Πολλές φορές, τα σχόλια των άλλων μανάδων, ακόμη κι όταν είναι φίλες, είναι φρικτά και σας κάνουν να νιώθετε η χειρότερη μητέρα του κόσμου. Μια μέρα, μια φίλη μου είπε με ύφος λίγο συμβουλευτικό και κάπως απαξιωτικό: “O γιος σου έχει πάρει κιλάκια τελευταία, δεν προσέχεις αυτά που τρώει;”. Είμαι σίγουρη ότι δεν ήταν μια καλοπροαίρετη παρατήρηση, αλλά μια αιχμή για τη φροντίδα των παιδιών ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Ένιωσα πάντως απαίσια!», διηγείται η Βάσω, μητέρα δύο παιδιών.
Πραγματικά, ακόμη κι αν το παλεύει αρκετά μια γυναίκα να απαλλαγεί από ανόητα και επιζήμια πρότυπα καλής μητέρας, το περιβάλλον μπορεί να είναι τόσο επικριτικό, που να τη γεμίζει πάλι με ενοχές.
Υπάρχουν, κατ’ αρχάς, οι ίδιοι οι γονείς μιας γυναίκας, και ιδιαίτερα η μητέρα -και γιαγιά των παιδιών της-, οι οποίοι ξεσπαθώνουν με συμβουλές, παραινέσεις και αυστηρότατη κριτική πολλές φορές, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι εκείνοι ήταν καλοί γονείς, αλλά παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση από τα παιδιά τους για τυχόν αμφισβήτηση του δικού τους τρόπου διαπαιδαγώγησης. Ένα είναι βέβαιο σε αυτή την περίπτωση: Oι πιο ακατάλληλοι κριτές για το αν είμαστε καλές μανάδες είναι οι δικές μας μανάδες, έστω κι αν είναι υπέροχες με τα παιδιά μας και τους τα εμπιστευόμαστε, κατά τα άλλα, ανεπιφύλακτα.
Σχολείο-οικογένεια: οι δυσκολίες μιας σχέσης
Το σχολείο είναι επίσης ένας θεσμός που πολύ συχνά, αντί να δουλεύει υποστηρικτικά και να απαλλάσσει σιγά-σιγά τους γονείς από ένα μέρος των ευθυνών της διαπαιδαγώγησης (όπως έχει υποχρέωση να κάνει), αντιθέτως, με μεγάλη ευκολία φορτώνει τις ευθύνες στους γονείς, και ιδιαίτερα βέβαια στις μανάδες, για ό,τι πάει «στραβά» με το παιδί. Ακόμη κι αν πρόκειται για καθαρά σχολικές αρμοδιότητες, όπως το αν καταλαβαίνουν ή όχι τα παιδιά το μάθημα, αν ενδιαφέρονται ή αν συμμετέχουν, συνήθως η εύκολη λύση είναι: «Κάτι δεν πήγε καλά στο σπίτι».
Σίγουρα, ένα μεγάλο μέρος της ανατροφής των παιδιών είναι θέμα της οικογένειας, όμως είναι και δουλειά του σχολείου να συμπληρώσει κενά, να κινητοποιήσει και να κοινωνικοποιήσει με έναν τρόπο διαφορετικό, αλλά συμπληρωματικό της οικογένειας.
Ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ γυναικών
Και, βέβαια, όπως δείχνει το παράδειγμα της Βάσως, οι ίδιες οι γυναίκες, που συχνά είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές μεταξύ τους, κρίνουν με τον πιο αμείλικτο τρόπο άλλες μητέρες, σαν να πρόκειται για καλλιστεία και όχι για μια ιδιότητα που στην ουσία τις ενώνει. Η μητρότητα θα έπρεπε να γεμίζει τις γυναίκες με κατανόηση για τις υπόλοιπες μητέρες και αλληλεγγύη μεταξύ τους, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα σε καιρούς δύσκολους. Αντ’ αυτού, η εμφάνιση, τα ρούχα, η συμπεριφορά, η σωματική διάπλαση, η ανάπτυξη, οι σχολικές και αθλητικές επιδόσεις, η εξυπνάδα και ό,τι τελοσπάντων μπορεί να χαρακτηρίζει ένα παιδί γίνονται συχνά μεταξύ μανάδων πεδία σκληρού ανταγωνισμού και αφετηρία για πικρόχολα σχόλια.
«Τράβα το δρόμο σου και άσ’ τους να λένε!»
Καλό είναι να αναγνωρίζει κανείς τέτοιου είδους «μπηχτές» (τόσο στους άλλους όσο και στον εαυτό του), και τουλάχιστον να μην εξαρτά την αυτοπεποίθησή του ως γονιός ή μητέρα από την απερίσκεπτη κριτική κάθε παιδαγωγικού «ξερόλα».
Για να επανέλθουμε στον Winnicott, θα κλείσουμε με την άποψή του ότι πρέπει να βοηθήσουμε τις μητέρες να εμπιστευτούν αυτό που κάνουν ενστικτωδώς, χωρίς να φοβούνται αν είναι σωστό ή λάθος, αλλά και ότι τελικά (επειδή πάντα θα έχουμε τις ενοχές μας και σε πείσμα της άποψης που θέλει τις ενοχές και την έλλειψη σταθερότητας να προξενούν μόνο βλάβες) χωρίς ενοχή και αμφιθυμία, καμία μητέρα δεν θα ήταν ευαίσθητη απέναντι στις ανάγκες του παιδιού της.
Eχθρός της καλής μαμάς είναι η τέλεια μαμά!
Κάνε εκείνο, κάνε το άλλο! Η γιαγιά «πλειοδοτεί», η φίλη σας αφήνει μπηχτές, η τηλεόραση σας καλεί να σκοτώσετε και το τελευταίο βακτήριο στο πάτωμα, κι όλα αυτά για να είστε καλή μητέρα. Απλώς αγνοήστε αυτές τις φωνές!
Αν μια γυναίκα αποφασίσει να διεκδικήσει το ρόλο της στον επαγγελματικό και δημόσιο στίβο, χωρίς να «θυσιάσει» την οικογένειά της (και αντιστρόφως), απαιτούνται από αυτήν πραγματικά ταχυδακτυλουργικές ικανότητες, ώστε να αντεπεξέλθει. Έτσι, πολλές γυναίκες, ανήσυχες και αποθαρρυμένες από αυτές τις πιέσεις, αποφασίζουν να παραιτηθούν από τη μία ιδιότητα και επιλέγουν το ένα από τα δύο: ή να γίνουν μητέρες και νοικοκυρές ή να μην αποκτήσουν παιδιά. Το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές ένα χρόνιο συναίσθημα ανεπάρκειας, γιατί οι μεν σκέφτονται «τι κατάφερα στη ζωή μου εκτός από το να είμαι μια απλή νοικοκυρά», οι δε «τελικά τι γυναίκα είμαι, αν δεν γίνω μητέρα». Έρευνες αποδεικνύουν ότι, παρά την πιο κουραστική και φορτωμένη ζωή τους, οι γυναίκες που επιλέγουν το διπλό ρόλο τελικά είναι περισσότερο ικανοποιημένες από τη ζωή τους και
παρουσιάζουν σπανιότερα κατάθλιψη. Επίσης, μακροπρόθεσμα, οι περισσότερες αισθάνονται πιο ικανοποιημένες από τον εαυτό τους και στις δύο ιδιότητές τους.