Η Έλλη πηγαίνει στη B΄ Δημοτικού. Είναι ένα παιδί αρκετά καλά ενταγμένο στο σχολείο, τόσο από μαθησιακή όσο και από κοινωνική άποψη. Καμιά φορά μόνο παραπονιέται ότι 1-2 συμμαθήτριες, που τις θαυμάζει και θα ήθελε να τις έχει φίλες, δεν την κάνουν πολύ παρέα και προτιμούν ένα άλλο κορίτσι. Την καθιερωμένη ημέρα που οι γονείς συναντούν τους δασκάλους για να μιλήσουν για τα παιδιά, η μητέρα της πέφτει από τα σύννεφα, όταν ακούει τη δασκάλα να τη ρωτάει πώς τα πάνε τώρα που ο άνδρας της λείπει. Διαπιστώνει τότε πως η Έλλη έχει διηγηθεί στην τάξη της ότι ο μπαμπάς της έπιασε δουλειά στην Αυστραλία κι έχει φύγει και ότι το καλοκαίρι θα πάνε να τον βρούνε. Έχει, μάλιστα, περιγράψει και διάφορες λεπτομέρειες της «πολύ όμορφης» πόλης που μένει ο μπαμπάς της, λέγοντας ότι έχει έναν τεράστιο ζωολογικό κήπο (η Έλλη λατρεύει τα ζώα) και πολύ ωραία πάρκα…
Η μητέρα της Έλλης είναι αποσβολωμένη, αισθάνεται ντροπή απέναντι στη δασκάλα και μεγάλη ανησυχία: τι συμβαίνει με το παιδί μου, γιατί να εφεύρει όλο αυτό το παραμύθι, τι έχουμε κάνει λάθος;

«
Ένα από τα ωραιότερα -πιο αστεία, τρυφερά, βαθιά φιλοσοφημένα και ­διεισδυτικά- παιδικά βιβλία που έχουν γραφτεί είναι οι ιστορίες της Πίπης Φακιδομύτης, της σουηδής συγγραφέως Astrid Lindgren. Κι ενώ τα βιβλία της (όχι μόνο η Πίπη Φακιδομύτη, αλλά και όλα τα υπόλοιπα) ξεχειλίζουν από χιούμορ, περιπέτεια, χαρά της ζωής και παιδική ξεγνοιασιά, ταυτόχρονα, τα περισσότερα από αυτά έχουν ως κύριο στοιχείο τους τον παιδικό πόνο: της απώλειας, του θανάτου, της μοναξιάς και της περιθωριοποίησης. Μόνο που, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα κλασικά παιδικά μυθι­στορήματα, όπως είναι ο «Όλιβερ Τουίστ», η δικαίωση, η ευτυχία και το happy end δεν έρχονται από μια συγκυρία της τύχης που φέρνει κάποιους καλούς ανθρώπους στο δρόμο του άτυχου παιδιού, αλλά μέσα από το ίδιο το παιδί, από τις δικές του «θετικές δυνάμεις».
Η Πίπη, λοιπόν, είναι ένα παιδί ορφανό που ζει μόνο του σε ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Μόνο που η ίδια έχει για σύνθημά της τη φράση «Φτιάχνω τον κόσμο μου όπως μου αρέσει να είναι». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Πίπη ζει μέσα σε ένα τεράστιο «ψέμα»: O πατέρας της είναι καπετάνιος κι έχει γίνει βασιλιάς μιας πρωτόγονης φυλής στις Νότιες Θάλασσες, η ίδια είναι τόσο δυνατή που μπορεί να σηκώσει ένα φορτηγό στα χέρια της και να νικήσει τους πιο επικίνδυνους ληστές και, επιπλέον, είναι πάρα πολύ πλούσια, γιατί ο μπαμπάς της της έχει αφήσει ένα σεντούκι γεμάτο χρυσά νομίσματα. Λυπάται, αισθάνεται μοναξιά, νοσταλγεί τους γονείς της, ζηλεύει τα άλλα παιδιά που έχουν πιο κανονικές ζωές, αλλά η χωρίς όρια φαντασία της τη βοηθά κάθε φορά να ξαναβρεί το δικό της νόημα και τη χαρά στη ζωή της όπως είναι.
Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τα παιδικά ψέματα από αυτόν της Lindgren. Πέρα από αυτά που επιτάσσει η ηθική της ενήλικης ζωής, την υποχρέωση, δηλαδή, της προσαρμογής στην πραγματικότητα και την αποδοχή της όπως είναι «αντικειμενικά», η παιδική φαντασία έχει ακόμη τη δύναμη να φτιάχνει το δικό της κόσμο ή, μάλλον, να φέρνει τον κόσμο στα μέτρα της, να του αφαιρεί πράγματα δύσκολα και να του προσθέτει ευχάριστα. Μπορεί πάλι, όμως, και να τα διαλύσει όλα αυτά, όταν παύει να τα χρειάζεται ή όταν συγκρουστεί με την πραγματικότητα: τους γονείς που θυμώνουν με το ψέμα, τους φίλους που ­κοροϊδεύουν, τις ηθικές παραινέσεις του κοινωνικού περίγυρου.


Μπορούμε να πούμε ότι η εποχή του «ψέματος» έρχεται στα παιδιά ταυτόχρονα με την κατάκτηση της γλώσσας. Η γλώσσα, αυτό το καταπληκτικό «όχημα» των σκέψεων και των συναισθημάτων, είναι ένα θαυμάσιο μέσο για να κατακτήσει κανείς τον κόσμο και χαρίζει, στο παιδί που την κατακτά, μεγάλη ελευθερία. Του επιτρέπει να εκφράσει με το δικό του τρόπο αυτά που συμβαίνουν μέσα του και γύρω του, αλλά και να τα «πλάσει» σύμφωνα με τις ανάγκες του, να δοκιμάσει τα όριά του και τα όρια των άλλων.
Όταν ένα παιδί 4 ετών λέει στη μητέρα του για τη δασκάλα που αντιπαθεί πιο πολύ στο νηπιαγωγείο ότι «είναι πολύ καλή, πάρα πολύ καλή, με όλα τα παιδάκια, τα τραβάει, τα σπρώχνει… », δεν λέει ψέματα, δεν αντιλαμβάνεται καν την αντίφαση που υπάρχει στα λόγια του. Η γλώσσα, όμως, το βοηθά να «χωρέσει» αντιφατικά συναισθήματα: «Θέλω να αγαπάω τη δασκάλα μου», «Η μητέρα μου περιμένει να αγαπάω τη δασκάλα μου» και «Η δασκάλα αυτή είναι τέτοια που δεν μπορώ να την αγαπήσω». Oύτως ή άλλως, έως την ηλικία των 6-7 ετών, δεν μπορούμε να μιλάμε για «ψέματα», αφού τα παιδιά βρίσκονται ακόμη στη φάση της «μαγικής σκέψης».


Τι συμβαίνει, όμως, σε μια περίπτωση όπως της Έλλης που περιγράψαμε στην αρχή; Αν και βρίσκεται ακόμη στο όριο της μαγικής σκέψης, παρ’ όλα αυτά, η Έλλη έχει συνείδηση του ότι δεν λέει την αλήθεια. Η ανάγκη της, όμως, να προκαλέσει το ενδιαφέρον στα άλλα παιδιά και να νιώσει ότι «ανήκει» στην ομάδα τους, σε συνδυασμό με την πραγματική ιστορία ενός αγαπημένου θείου που έφυγε για να ζήσει στην Αυστραλία, την οδηγούν κάποια μέρα, χωρίς προσχεδιασμό ή πονηρή πρόθεση, στο να «αναμείξει» λίγο τις ­πραγματικότητες και να φτιάξει τη δική της ιστορία. O σκοπός οποιουδήποτε ψέματος των παιδιών, τις περισσότερες φορές, είναι η αναζήτηση της αγάπης, της αναγνώρισης και της αποδοχής των άλλων, είτε των γονιών είτε των συνομηλίκων. Επομένως, αντιδρώντας με πανικό και απέχθεια μπροστά σε αυτό που μας φαίνεται «τερατώδες» ή σπεύδοντας να ερμηνεύσουμε στο παιδί την πράξη του («Ξέρω ότι το έκανες για να μη σε τιμωρήσω ή για να μη με στενοχωρήσεις»), κάνουμε συχνά το λάθος να παραβλέπουμε εντελώς την πραγματική ανάγκη που κρύβεται πίσω από το ψέμα του.


Η εμπιστοσύνη είναι το θεμέλιο της σχέσης. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο, από τη μια να είμαστε εμείς όσο πιο ειλικρινείς γίνεται, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα παιδιά μας, και από την άλλη να μην τα αμφισβητούμε πριν καν ακούσουμε τη δική τους εκδοχή της αλήθειας. Όσο απίστευτη κι αν ακούγεται η αλήθεια τους, αξίζει να τη σεβαστούμε.
Τα «μικρά» ψέματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με ελαφρότητα και χιούμορ. Το παιδί που λέει ότι έπλυνε τα χέρια του, ενώ τα βλέπουμε άπλυτα, θα σκάσει στα γέλια αν μυρίσουμε τα χέρια του και σουφρώνοντας τη μύτη τού πούμε: «Πάλι το βρομοσάπουνο πήρες, γιατί δεν δοκιμάζεις και το μοσχοσάπουνο;».
Ένα «μεγάλο ψέμα» καλό είναι να συζητιέται, γιατί σίγουρα δεν ειπώθηκε χωρίς λόγο. Η μητέρα της Έλλης θα πρέπει να μιλήσει το συντομότερο με την κόρη της, ήρεμα, χωρίς ύφος κηρύγματος, να της πει ότι έμαθε για το ψέμα της, να δεχτεί τις όποιες εξηγήσεις και να διευκρινίσει για ποιους λόγους δεν είναι καλό να λέμε τέτοια ψέματα. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που δεν έχει γενικευμένους κανόνες. Κάθε οικογένεια έχει το δικό της μέτρο για το αν και σε ποιο βαθμό ανέχεται το ψέμα κι αυτό θα μεταδώσει και στα παιδιά. Από εκεί και πέρα, αυτό που αποκαλύπτεται ως βαθύτερη συναισθηματική αιτία, η οποία έκανε το παιδί να πει ένα τέτοιο ψέμα, δεν θα λυθεί εκείνη τη στιγμή, αλλά απαιτεί την περαιτέρω διακριτική προσοχή των γονιών.
Oρισμένα πιο «σκόπιμα» ψέματα, ιδιαίτερα μεγαλύτερων παιδιών, μπορεί να απαιτούν εκτός από τη συζήτηση και κάποιου είδους τιμωρία, ώστε τα παιδιά να καταλάβουν ότι τα ψέματα μπορεί να έχουν δυσάρεστες συνέπειες.
Δεν χρειάζεται να δραματοποιούμε τα πράγματα. Τα περισσότερα παιδιά λένε ψέματα, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, ανάλογα με την προσωπικότητα και τις περιόδους της ζωής τους. Πριν πανικοβληθούμε, λοιπόν, κι αρχίσουμε να βλέπουμε το παιδί μας σαν μελλοντικό εγκληματία, καλό είναι να λάβουμε υπόψη μας κι άλλα «σημάδια»: όταν «κάτι σοβαρό τρέχει με το παιδί», τότε συνήθως τα ψέματα συνοδεύονται κι από άλλα προβλήματα, όπως ένταση, επιθετικότητα ή, αντίθετα, κλείσιμο στον εαυτό του, θλιμμένη διάθεση ή φόβοι, μαθησιακές δυσκολίες κλπ.






Τα παιδιά «μπερδεύουν» την πραγματικότητα με τον κόσμο της φαντασίας τους, γι’ αυτό και δεν μπορούμε, στη φάση αυτή, να μιλάμε για ψέματα. Η περιοχή του εγκεφάλου (προμετωπιαίος λοβός) που μας επιτρέπει να ξεχωρίζουμε το πραγματικό από το φανταστικό δεν έχει ωριμάσει ακόμη. Γι’ αυτό, τα μικρά παιδιά πιστεύουν συχνά ότι έχουν ζήσει πραγματικά κάτι που είδαν στον ύπνο τους ή φαντάστηκαν ή τα εντυπωσίασε.


Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας γίνονται αισθητά στα παιδιά, οπότε ξέρουν πότε λένε ψέματα και πότε αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά, τα ψέματα εξακολουθούν να είναι ένα προσιτό μέσο για να «επηρεάσουν» τα πράγματα και να αποφύγουν ή να αποτρέψουν δυσάρεστες καταστάσεις. Δεν έχουν το ίδιο ηθικό βάρος όπως στην ενήλικη ζωή και πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιείκεια. Ωστόσο, απαιτούν ευαισθησία και προσοχή από τους γονείς, ειδικά όταν επαναλαμβάνονται, γιατί μπορεί να κρύβουν κάποιο πρόβλημα.


Στην εφηβεία, τα ψέματα λέγονται εντελώς συνειδητά πια και συνήθως με ξεκάθαρο σκοπό. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι όλα τα ψέματα των εφήβων ίδια. Καθώς μεγαλώνει η ανάγκη των παιδιών για αυτονομία και ιδιωτικότητα, τα ψέματα μπορεί να είναι ένας τρόπος να ξεφύγουν από την αυστηρή επιτήρηση και τον έλεγχο των γονιών.



Η κ. Λουίζα Βογιαζή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.