Τα λεγόμενα «ρυθμιστικά Τ κύτταρα» ανήκουν στην ομάδα των ανοσοποιητικών κυττάρων που ονομάζονται «Τ κύτταρα». Τα περισσότερα Τ κύτταρα αντιδρούν προκειμένου να σταματήσουν μολύνσεις του οργανισμού. Από την άλλη πλευρά, τα ρυθμιστικά Τ κύτταρα έχουν την ικανότητα να σταματήσουν μια ανοσοποιητική πράξη στο σημείο που πρέπει, πριν δηλαδή αυτή γίνει επιθετική και επομένως οδηγήσει στην εμφάνιση αυτοάνοσων ασθενειών, όπως είναι ο λύκος ή ο διαβήτης τύπου 1.
Η έλλειψη των ρυθμιστικών Τ κυττάρων σχετίζεται με την ανάπτυξη αυτοάνοσων και φλεγμονωδών νόσων, ενώ άτομα που διαθέτουν μεγαλύτερο αριθμό ρυθμιστικών Τ κυττάρων από τον φυσιολογικό, δεν είναι σε θέση να καταπολεμήσουν τις μολύνσεις αποτελεσματικά.
Μια διεθνής ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τους δρ. Gray και δρ. Adrian Liston από το «Flanders Institute for Biotechnology Laboratory for Autoimmune Genetics» του Πανεπιστημίου Leuven στο Βέλγιο, ανακάλυψε ότι τα ρυθμιστικά Τ κύτταρα παράγονται συνεχώς στο σώμα μας, αλλά ο αριθμός τους διατηρείται σταθερός μέσω της απόπτωσης, της διαδικασίας δηλαδή θανάτου των κυττάρων. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο «Nature Immunology».
Ο θάνατος των κυττάρων είναι σημαντικός σε πολλούς τύπους ανοσοποιητικών κυττάρων για την αντικατάσταση κυττάρων που είναι ελαττωματικά, κατεστραμμένα ή βρίσκονται σε έλλειψη. Η απόφαση σχετικά με το κατά πόσον θα ζήσουν ή θα πεθάνουν τα κύτταρα ελέγχεται από μια οικογένεια πρωτεϊνών, που ονομάζεται Bcl-2. Η επιστημονική ομάδα ανακάλυψε ότι η συγκεκριμένη ομάδα πρωτεϊνών αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον αριθμό των ρυθμιστικών Τ κυττάρων.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι τα ευρήματα ήταν εντυπωσιακά, επειδή ανοίγουν νέους δρόμους στον έλεγχο του αριθμού των ρυθμιστικών Τ κυττάρων όταν κάποιος πάσχει από συγκεκριμένες νόσους.