Η έλλειψη θέλησης ίσως δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από την βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος. Το DNA μας, δηλαδή το γενετικό μας χνάρι, μάλλον παίζει σημαντικό ρόλο, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Psychiatry.

Οι ερευνητές από το αμερικανικό Πανεπιστήμιο Duke μελέτησαν δείγματα DNA από 880 άνδρες και γυναίκες από τη Νέα Ζηλανδία. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν από τη γέννησή τους έως την ηλικία των 38 ετών προκειμένου να αναγνωριστούν αυτοί με τη μεγαλύτερη γενετική προδιάθεση να γίνουν βαρείς καπνιστές.

Πράγματι αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι οι συμμετέχοντες με γενετικό προφίλ υψηλού κινδύνου ήταν πιο πιθανό να καπνίζουν καθημερινά ως έφηβοι. Επίσης, στα 38 τους είχαν ήδη καπνίσει βαριά επί έτη. Ακόμη ήταν πιο επιρρεπείς στον εθισμό στη νικοτίνη, ενώ είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να αποτύχουν όσον αφορά την προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος.

Οι ερευνητές εξηγούν ότι το βεβαρημένο γενετικό προφίλ δεν επηρεάζει το κατά πόσο ένας άνθρωπος θα δοκιμάσει να καπνίσει για πρώτη φορά. Ωστόσο για εκείνους που έφεραν τα ένοχα γονίδια διαπιστώθηκε ότι από τη στιγμή που ξεκινούσαν το κάπνισμα είχαν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν βαρείς καπνιστές και να εξαρτηθούν σοβαρά από την νικοτίνη. Συγκεκριμένα, μεταξύ των εφήβων εκείνοι με το βεβαρημένο γενετικό προφίλ είχαν 24% περισσότερες πιθανότητες να καπνίζουν καθημερινά μέχρι τα 15 τους και 43% περισσότερες πιθανότητες να καπνίζουν 20 τσιγάρα την ημέρα μέχρι τα 18 τους. Στους ενήλικες με βεβαρημένο γενετικό προφίλ διαπιστώθηκε ότι είχαν 27% περισσότερες πιθανότητες να εξαρτηθούν από την νικοτίνη και 22% περισσότερες πιθανότητες να αποτύχουν όσον αφορά τη διακοπή του καπνίσματος.