Οι έγκυες γυναίκες εκτίθενται σε διάφορες ενώσεις που παράγονται ευρέως από τη βιομηχανία και βρίσκονται σε αφθονία στο περιβάλλον. Σε αυτές περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, τα parabens (χρησιμοποιούνται ως συντηρητικά σε καλλυντικά και προϊόντα υγιεινής), η τρικλοζάνη (βρίσκεται σε ορισμένες οδοντόπαστες και σαπούνια), η βενζοφαινόνη-3 (χρησιμοποιείται σε αντιηλιακά προϊόντα ως φίλτρο UV), οι διχλωροφαινόλες (πρόδροµες ενώσεις των οποίων χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αποσμητικών εσωτερικών χώρων), η διφαινόλη Α (χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλαστικού) και η εποξική ρητίνη (χρησιμοποιείται στην επένδυση κουτιών τροφίμων και σε οδοντιατρικά αμαλγάματα).
Οι ενώσεις αυτές ανήκουν στην οικογένεια των φαινολών και πρόκειται για ενδοκρινικούς διαταράκτες, που σύμφωνα με έρευνες αλληλεπιδρούν με το ορμονικό μας σύστημα, επηρεάζοντας την ανάπτυξη του οργανισμού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Epidemiology, η έκθεση των εγκύων σε ορισμένες φαινόλες μπορεί να διαταράξει την ανάπτυξη των αγοριών τόσο κατά την εμβρυική φάση όσο και κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πάνω από το 95% των εγκύων είχαν εκτεθεί στις ουσίες αυτές. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές παρατήρησαν αρνητική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της τρικλοζάνης και της ανάπτυξης του εμβρύου στο τρίτο τρίμηνο της κύησης και σύνδεση ανάμεσα στα parabens με την αύξηση του βάρους των αγοριών κατά τη γέννηση και στα πρώτα τρία έτη της ζωής τους.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι αυτή είναι η πρώτη μελέτη σχετικά με αυτούς τους περιβαλλοντικούς ρύπους, η οποία βασίζεται σε δεδομένα που καλύπτουν τη διάρκεια της κύησης, τη γέννηση και φτάνουν μέχρι την ηλικία των τριών ετών. Προηγούμενες μελέτες επικεντρώνονταν μόνο σε μία από αυτές τις περιόδους και συνήθως εστίαζαν στη δισφαινόλη Α.