Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο υποστηρίζουν ότι μια διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες μπορεί να επιδεινώσει τις επιδράσεις ορισμένων μικροβίων του εντέρου στο DNA που προκαλούν καρκίνο του παχέος εντέρου.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Microbiology, συνέκρινε τις επιδράσεις τριών διαφορετικών διατροφών – κανονικής, χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες και δυτικού τύπου με πολλά λιπαρά και υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη – σε συνδυασμό με συγκεκριμένα βακτήρια του εντέρου στην ανάπτυξη καρκίνου του παχέος εντέρου σε πειραματόζωα.
Τι έδειξε η έρευνα για την διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ένα μοναδικό στέλεχος βακτηρίων E. coli, όταν συνδυάζεται με μια διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες και διαλυτές φυτικές ίνες, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη πολυπόδων στο παχύ έντερο, οι οποίοι μπορεί να είναι πρόδρομος του καρκίνου.
«Πολλοί είναι οι παράγοντες που μπορεί να σχετίζονται με τον καρκίνο του παχέος εντέρου, συμπεριλαμβανομένης της διατροφής, του εντερικού μικροβιώματος, του περιβάλλοντος και των γονιδίων» σημειώνουν οι ερευνητές. «Το ερώτημά μας ήταν, εάν η διατροφή μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα συγκεκριμένων βακτηρίων να προκαλούν καρκίνο».
Για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, οι ερευνητές εξέτασαν πειραματόζωα που είχαν αποικιστεί με ένα από τρία είδη βακτηρίων που είχαν συνδεθεί στο παρελθόν με τον καρκίνο του παχέος εντέρου και τρέφονταν είτε με κανονική διατροφή με χαμηλούς υδατάνθρακες είτε με διατροφή δυτικού τύπου.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, μόνο ένας συνδυασμός – μια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων σε συνδυασμό με ένα στέλεχος E. coli που παράγει την καταστροφική για το DNA ένωση κολιβακτίνη – φάνηκε να οδηγεί στην ανάπτυξη καρκίνου του παχέος εντέρου.
Πολύτιμες οι φυτικές ίνες
Όπως εξηγούν, μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες φάνηκε να αυξάνει τη φλεγμονή στο έντερο και να αλλάζει την κοινότητα των μικροβίων που συνήθως κατοικούν εκεί, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που επέτρεψε στο E. coli που παράγει κολιβακτίνη να ευδοκιμήσει.
Επιπλέον τα πειραματόζωα που τρέφονταν με μια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων είχαν λεπτότερο στρώμα βλέννας, που διαχωρίζει τα μικρόβια του εντέρου από τα επιθηλιακά κύτταρα του παχέος εντέρου.
Το στρώμα βλέννας λειτουργεί ως προστατευτική ασπίδα μεταξύ των βακτηρίων στο έντερο και των κυττάρων που βρίσκονται από κάτω. Με ένα εξασθενημένο φράγμα, περισσότερη κολιβακτίνη θα μπορούσε να φτάσει στα κύτταρα του παχέος εντέρου και να προκαλέσει γενετική βλάβη, οδηγώντας τελικά στην ανάπτυξη όγκων.
«Τα οφέλη των φυτικών ινών για το έντερο είναι ήδη γνωστά. Ενώ χρειάζονται περισσότερες μελέτες για την επιβεβαίωση των ευρημάτων, η μελέτη μας υπογραμμίζει τους πιθανούς κινδύνους από μια μακροχρόνια διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και φυτικές ίνες» καταλήγουν οι ερευνητές.