«Η φήμη εξαπλώθηκε σαν δερματική ασθένεια σε αποικία γυμνιστών», έγραφε ο Τομ Ρόμπινς στο «Ο χορός των εφτά πέπλων» και ανακαλώντας το θυμόμαστε όλες εκείνες τις βιβλιοθήκες που συναντήσαμε στα σπίτια όσων αγαπούν τη λογοτεχνία με μια ειδική γωνία αφιερωμένη στον εμβληματικό συγγραφέα.

Ο Τομ Ρόμπινς, του οποίου τα μυθιστορήματα διαβάζονται σαν ένα χαστούκι λογοτεχνικού LSD, γεμάτα φαντασιακούς χαρακτήρες, μανιακές μεταφορές και ιδιοτροπίες της αντικουλτούρας, πέθανε σε ηλικία 92 ετών.

Ο συγγραφέας του «Τρυποκάρυδου» και του «Ακόμη και καουμπόησες μελαγχολούν», τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε κάθε βιβλιοθήκη, κάθε σπιτιού στην κάθε πόλη ή χώρα, πέθανε την Κυριακή. Την είδηση γνωστοποίησε η σύζυγός του, Αλέξα Ρόμπινς, στο Facebook. Η ανάρτηση δεν ανέφερε κάποιο αίτιο.

Η ανάρτηση της Αλέξα Ρόμπινς

«Ήταν περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του και τα πιστά του κατοικίδια. Κατά τη διάρκεια αυτών των δύσκολων τελευταίων κεφαλαίων, ήταν γενναίος, αστείος και γλυκός», έγραψε η Αλέξα Ρόμπινς. «Ζήτησε από τους ανθρώπους να τον θυμούνται διαβάζοντας τα βιβλία του».

Ο Ρόμπινς ικανοποιούσε τις ευαισθησίες των νέων ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με βιβλία που είχαν μια συνολική φιλοσοφία αυτού που αποκαλούσε «σοβαρή παιγνιώδη διάθεση» και μια εντολή ότι αυτή πρέπει να επιδιώκεται με τους πιο παράξενους τρόπους. Όπως έγραψε στο βιβλίο του «Μισοκοιμισμένοι μες στις βατραχοπιτζάμες μας»: «Τα μυαλά είναι φτιαγμένα για να ξεσηκώνουν».

«Αυτό που προσπαθώ να κάνω, μεταξύ άλλων, είναι να αναμειγνύω τη φαντασία και την πνευματικότητα, τη σεξουαλικότητα, το χιούμορ και την ποίηση σε συνδυασμούς που δεν έχουν ξαναγίνει στη λογοτεχνία», δήλωσε ο Ρόμπινς σε συνέντευξή του το 2000.

«Και υποθέτω ότι όταν ένας αναγνώστης τελειώνει ένα από τα βιβλία μου … θα ήθελα να βρίσκεται στην κατάσταση που θα βρισκόταν μετά από μια ταινία του Φελίνι ή μια συναυλία των Grateful Dead».

Η ιστορία του Τομ Ρόμπινς

Γεννημένος στο Blowing Rock της Βόρειας Καρολίνας, ο Ρόμπινς μεγάλωσε εκεί και στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, σε μια οικογένεια που κάποτε περιέγραψε ως «ένα είδος νότιας βαπτιστικής εκδοχής των Simpsons». Είπε ότι υπαγόρευε ιστορίες στη μητέρα του σε ηλικία πέντε ετών και ανέπτυξε περαιτέρω τις συγγραφικές του δεξιότητες στο Πανεπιστήμιο Washington and Lee στη Βιρτζίνια, δουλεύοντας στην πανεπιστημιακή εφημερίδα.

Ο Ρόμπινς εργάστηκε ως συντάκτης, δημοσιογράφος και κριτικός για εφημερίδες στο Ρίτσμοντ και στο Σιάτλ, όπου μετακόμισε τη δεκαετία του 1960 αναζητώντας μια πιο προοδευτική ατμόσφαιρα από αυτή που προσέφερε ο Νότος. Είχε μια συγγραφική επιφοίτηση ενώ έκανε κριτική σε μια συναυλία των Doors το 1967.

«Θιβετιανή ροδακινόπιτα»

«Είχε σπάσει την κλειδαριά στο γλωσσικό μου κουτί και είχε συντρίψει τις τελευταίες λογοτεχνικές μου αναστολές», έγραψε το 2014 στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Θιβετιανή ροδακινόπιτα». «Όταν διάβασα τις παραγράφους που είχα γράψει εκείνα τα μεσάνυχτα, εντόπισα μια ευκολία, μια ελευθερία έκφρασης, μια σύνταξη ταυτόχρονα άγρια και ακριβή».

Αυτό που ακολούθησε ήταν το «Αμάντα το κορίτσι της γης» του 1971, η στρογγυλή ιστορία για το πώς το μουμιοποιημένο, μη αναστημένο σώμα του Ιησού κλάπηκε από το Βατικανό και κατέληξε σε ένα περίπτερο με χοτ ντογκ στα βορειοδυτικά των ΗΠΑ. Πέντε χρόνια αργότερα, το δεύτερο βιβλίο του, το «Ακόμα και οι καουμπόησες μελαγχολούν», στο οποίο η Sissy έκανε οτοστόπ σε έναν κόσμο σεξ, ναρκωτικών και μυστικισμού, έκανε την αγάπη του κοινού για τον συγγραφέα να εκτοξευθεί.

Η κριτική

Τα μυθιστορήματά του είχαν συχνά ισχυρές γυναίκες πρωταγωνίστριες, γεγονός που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στις γυναίκες αναγνώστριες. Και ενώ είχε απήχηση στη νεανική κουλτούρα, το λογοτεχνικό κατεστημένο δεν είδε ποτέ με καλό μάτι τον Ρόμπινς. Οι κριτικοί έλεγαν ότι οι πλοκές του ήταν τυποποιημένες και το ύφος του υπερβολικό.

Το δράμα της γραφομηχανής

Ο Ρόμπινς έγραφε τα βιβλία του χειρόγραφα σε νομικά μπλοκ, γράφοντας μόνο μερικές σελίδες την ημέρα και χωρίς να σχεδιάζει τίποτα εκ των προτέρων. Μια προσπάθεια να χρησιμοποιήσει ηλεκτρική γραφομηχανή κατέληξε σε μια σκηνή που θα μπορούσε να είναι μέρος ενός βιβλίου του – άρχισε να την κοπανάει με ένα κομμάτι ξύλο.

Η γλώσσα δεν είναι το γλάσο, είναι η τούρτα

Δυσκολευόταν με την επιλογή των λέξεων και έλεγε ότι του άρεσε να «υπενθυμίζει στον αναγνώστη και στον συγγραφέα ότι η γλώσσα δεν είναι το γλάσο, είναι η τούρτα». Ως αποτέλεσμα, τα έργα του ξεχείλιζαν από άγριες μεταφορές.

Η αναγκαιότητα του ονείρου

Αλλά σαν την αναγκαιότητα εκείνου του σακιού που όντας γεμάτο μετεωρίτες πέφτει απευθυνόμενο ειδικά και αποκλειστικά στη βαρύτητα, όπως περιγράφει ο εμβληματικός συγγραφέας στο «άρωμα του ονείρου», έτσι κι αυτός «έφυγε» από τη ζωή. Θα είναι για πάντα χαραγμένος στη μνήμη μας όμως λόγω όλου του πλούτου που κατάφερε να μας δώσει όσο ζούσε.

*Πηγή: Guardian 

Από την Ευγενία Κοτρώτσιου