Πολλές γυναίκες, αν όχι όλες, έχουμε σίγουρα αναρωτηθεί γιατί είναι απαραίτητο να περνάμε τη δυσκολία της κλιμακτηρίου και της εμμηνόπαυσης. Η απορία θα γίνει πιθανότατα πιο έντονη όταν μάθουμε ότι οι γυναίκες είμαστε τα μόνα θηλαστικά, μαζί με τις θηλυκές φάλαινες, που μπαίνουμε κάποια στιγμή, φυσιολογικά και αναμενόμενα, στην εμμηνόπαυση.
Γιατί όμως μας συμβαίνει αυτό και δεν συνεχίζουμε να έχουμε περίοδο μέχρι το τέλος της ζωής μας όπως τα υπόλοιπα θηλαστικά;
Μια θεωρία είναι ότι οι γυναίκες χάνουμε την αναπαραγωγική μας δυνατότητα σε μια ηλικία σχετικά νέα, ενώ μας μένουν, δηλαδή, ακόμα πολλά δημιουργικά και υγιή χρόνια μπροστά μας, επειδή η φύση έχει προνοήσει έτσι ώστε να μπορέσουμε να βοηθήσουμε τους απογόνους μας και τις επόμενες γενιές, να μεγαλώσουμε τα εγγόνια μας και παράλληλα να μεταδώσουμε τις γνώσεις και τις εμπειρίες μας στους νεότερους.
Η ηλικία της εμμηνόπαυσης
Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε ότι, για να πούμε πως μια γυναίκα έχει μπει στην εμμηνόπαυση, θα πρέπει να έχουν περάσει δώδεκα μήνες από την τελευταία εμφάνιση της περιόδου της.
Σε κάθε περίπτωση, η ηλικία φυσιολογικής εμμηνόπαυσης για τις γυναίκες του δυτικού κόσμου είναι κατά μέσο όρο τα 50 με 51 έτη – αν και τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια μικρή σταδιακή αύξηση παγκοσμίως κατά έξι περίπου μήνες.
Αν η περίοδος σταματήσει προτού η γυναίκα κλείσει τα 50 της χρόνια, θεωρείται ότι έχει πρόωρη εμμηνόπαυση, ενώ, σε περίπτωση που αυτό συμβεί πριν από τα 40, τότε έχει πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια, κάτι που αφορά περίπου τη μία στις εκατό γυναίκες και συνήθως σχετίζεται με παράγοντες κληρονομικότητας, υποβολής σε γυναικολογικές εξετάσεις, ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία ή με γενετικές ανωμαλίες (π.χ., σύνδρομο Τurner μωσαϊκό), καθώς και με φλεγμονή των ωοθηκών, οφειλόμενη σε αυτοαντισώματα (αντισώματα που παράγει ο οργανισμός εναντίον των ίδιων των κυττάρων του).
Σε κάθε περίπτωση, οι γυναίκες που μπαίνουν νωρίς στην εμμηνόπαυση κινδυνεύουν περισσότερο από οστεοπόρωση, καρδιοπάθειες καθώς και από νοητική έκπτωση και άνοια.
Τέλος, υπάρχουν και εκείνες που μπαίνουν αργότερα από το συνηθισμένο και αυτό μπορεί να οφείλεται στην κληρονομικότητα ή σε υπερβολικό σωματικό βάρος, καθώς το λίπος παράγει οιστρογόνα που καθυστερούν την εμμηνόπαυση.
Τι είναι η κλιμακτήριος και ποια τα συμπτώματα
Η λέξη «κλιμακτήριος» περιγράφει ουσιαστικά τις διαταραχές της περιόδου στα χρόνια πριν από την εμμηνόπαυση. Τότε ξεκινούν και τα αγγειοκινητικά συμπτώματα που ταλαιπωρούν τις γυναίκες για ένα διάστημα λίγο πριν και λίγο μετά το σταμάτημα της περιόδου τους.
Αυτά τα συμπτώματα είναι η αίσθηση ζεστού και κρύου, οι εξάψεις δηλαδή ή τα φουντώματα, οι εφιδρώσεις, που είναι κυρίως νυχτερινές, η νευρικότητα και οι αϋπνίες και εμφανίζονται τρία με τέσσερα χρόνια πριν από την οριστική λήξη της περιόδου για να συνεχιστούν για λίγους μήνες μέχρι και αρκετά χρόνια μετά.
Υπολογίζεται ότι το 40% των γυναικών βιώνει έντονα τέτοια συμπτώματα, το 30% ελαφριά, ενώ το υπόλοιπο 30% δεν έχει καθόλου συμπτώματα. Αυτό που συμβαίνει με το ρυθμό της περιόδου είναι ότι αρχίζει να γίνεται διαφορετικός, στην αρχή μπορεί να είναι λίγο πιο συχνός και μετά να μειωθεί σταδιακά μέχρι να σταματήσει τελείως.
Θα πρέπει, ωστόσο, να έχουμε υπόψη μας ότι στην περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο παράγονται οιστρογόνα, αν και σε μικρότερο βαθμό, και πολλές φορές, ειδικά στα πρώτα χρόνια της κλιμακτηρίου, η γονιμότητα της γυναίκας ενδεχομένως να συνεχίζεται.
Υπάρχουν όμως και άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με τη μείωση ή τη διακοπή της παραγωγής των οιστρογόνων. Αυτά συνήθως αφορούν μυοσκελετικούς πόνους, πονοκεφάλους, διαταραχές της μνήμης, ξηρότητα του κόλπου, που έχει ως συνέπεια τη δυσπαρευνία (πόνος κατά την ερωτική επαφή) και την αύξηση των λοιμώξεων στην περιοχή, καθώς και διαταραχές της ούρησης (απώλεια ούρων και επιτακτική ούρηση).
Η εµµηνόπαυση δεν είναι ταµπού
Οι γυναίκες έχουν συνηθίσει να ακούν ότι πρέπει απλώς να µάθουν να ζουν µε αυτό, να µην το συζητούν, να µη ζητούν βοήθεια. Κάποιες µάλιστα το κρύβουν.
Ωστόσο, πλέον ανοίγει η συζήτηση γύρω από την εµµηνόπαυση και όλο και περισσότερες µιλούν ειλικρινά και χωρίς ντροπή για τις εµπειρίες και τα συµπτώµατά τους, ώστε να γίνει αυτή η περίοδος mainstream και να µη θεωρείται ταµπού.
Τι είναι η ορµονική υποκατάσταση
Η ορμονική υποκατάσταση (που μπορεί να ληφθεί σε διάφορες μορφές, π.χ. με χάπια από το στόμα ή διαδερμικά, με κάποια patches/αυτοκόλλητα ή τζελ) είναι οι ορμόνες που δίνουν οι ειδικοί στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες όταν έχουν έντονα συμπτώματα και το βασικό σκέλος της είναι τα οιστρογόνα.
Επειδή, όμως, αν μια γυναίκα πάρει μόνο οιστρογόνα, υπάρχει το ενδεχόμενο να νοσήσει από καρκίνο της μήτρας, έτσι, εκτός από εκείνες που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή, οι υπόλοιπες τα λαμβάνουν συνδυαστικά με προγεστερόνη.
Επιπλέον, υπάρχει και η τιβολόνη, μια ορμονομιμητική ουσία η οποία δίνεται μόλις εγκατασταθεί η εμμηνόπαυση, δώδεκα μήνες μετά την τελευταία φυσιολογική περίοδο δηλαδή, αμβλύνει τα αγγειοκινητικά συμπτώματα και δρα προστατευτικά όσον αφορά την οστεοπόρωση, ενώ δεν φαίνεται να επιβαρύνει το μαστό τόσο όσο η κλασική συνδυασμένη ορμονική υποκατάσταση.
Πώς βοηθά η ορμονική θεραπεία
Η ορμονική υποκατάσταση συμβάλλει στο να αμβλυνθούν τα συμπτώματα της κλιμακτηρίου (εφιδρώσεις, εξάψεις, προβλήματα ξηρότητας του κόλπου, μειωμένη λίμπιντο, αϋπνίες, δυσπαρευνία, λοιμώξεις, διαταραχές της ούρησης κ.λπ.), με στόχο να έχουν οι γυναίκες καλύτερη ποιότητα ζωής, τόσο στο παρόν –μη βιώνοντας τα έντονα συμπτώματα της κλιμακτηρίου– όσο και στο μέλλον – μειώνοντας τον κίνδυνο της οστεοπόρωσης, της εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, πιθανώς και της νόσου Αλτσχάιμερ.
Όσον για τα πιθανά αρνητικά της, σύμφωνα με έρευνες, η συστηματική θεραπεία με ορμονική υποκατάσταση για πάνω από πέντε χρόνια στις γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση αυξάνει πολύ λίγο τον κίνδυνο για εκδήλωση καρκίνου του μαστού, ενώ ο κίνδυνος για φλεβική θρόμβωση αφορά τη θεραπεία με χάπια και εντοπίζεται κυρίως στις καπνίστριες υψηλού σωματικού βάρους.
Το πρόβλημα της φλεβικής θρόμβωσης μπορούμε να το παρακάμψουμε χρησιμοποιώντας διαδερμική θεραπεία (αυτοκόλλητα επιθέματα στο δέρμα), τα οποία, σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, δεν αυξάνουν τον κίνδυνο.
*Σε κάθε περίπτωση, ο θεράπων γιατρός μας είναι εκείνος που, λαμβάνοντας υπόψη του και το ιστορικό μας, θα μας καθοδηγήσει.
Πότε αντενδείκνυται η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης
Δεν συνιστάται σε γυναίκες με ιστορικό καρκίνου του μαστού, καρκίνου του ενδομητρίου ή των ωοθηκών προχωρημένου σταδίου, ενεργό ηπατοπάθεια ή θρομβοεμβολική νόσο.
Εναλλακτικές θεραπείες
Αν δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε για ιατρικούς λόγους να καταφύγουμε στη λύση της ορμονικής υποκατάστασης, αλλά, παρ’ όλα αυτά, μας ενοχλούν τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, μπορούμε να δοκιμάσουμε κάποια εναλλακτική. Όπως είναι, για παράδειγμα:
- Τα φυτοοιστρογόνα, που είναι ουσίες φυτικής προέλευσης και βρίσκονται κατά κύριο λόγο στη σόγια, έχουν ασθενή οιστρογονική δράση, με αποτέλεσμα να βοηθούν κάποιες γυναίκες με ήπια συμπτώματα (εξάψεις, εφιδρώσεις κ.λπ.). Τα περισσότερα τυποποιημένα συστηματικά σκευάσματα έχουν δεδομένα ασφάλειας έτους ή, το πολύ, διετίας, συνεπώς η μακροχρόνια χρήση τους δεν μπορεί να συστηθεί με απόλυτη σιγουριά.
- Τα κολπικά υπόθετα Ή τζελ οιστρογόνων έχουν τοπική δράση και εφαρμόζονται με στόχο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ξηρότητας, με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η σεξουαλική επαφή και να μειώνονται τα προβλήματα των τοπικών λοιμώξεων και της ούρησης. Καθώς δεν έχουν συστηματική δράση, πράγμα που σημαίνει ότι δεν λειτουργούν όπως η θεραπεία με ορμονική υποκατάσταση, δεν μπορούν να βοηθήσουν καθόλου στο ζήτημα της οστεοπόρωσης ή των αγγειοκινητικών συμπτωμάτων (εξάψεις, εφιδρώσεις κ.λπ.). Από την άλλη πλευρά, από τη στιγμή που δρουν μόνο τοπικά, είναι ασφαλή για μακροχρόνια χρήση, χωρίς φόβο για πιθανές παρενέργειες.
- Τα μη ορμονικά ενυδατικά σκευάσματα χρησιμοποιούνται κολπικά και ανακουφίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό από τα συμπτώματα της ουρογεννητικής ατροφίας.
*Εννοείται πως, προτού καταφύγουμε σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω λύσεις, πρέπει να συμβουλευτούμε το γιατρό μας.
Ευχαριστούμε τον Κωνσταντίνο Ι. Πριονιστή, μαιευτήρα-χειρουργό-γυναικολόγο, για τη συνεργασία.