Ως παιδικό τραύμα αναφερόμαστε σε ένα τραυματικό γεγονός, μια κατάσταση ή ένα περιβάλλον που βίωσε κάποιος κατά την παιδική ηλικία, το οποίο τον έκανε να αισθάνεται φόβο. Για τους περισσότερους, τα ψυχικά τραύματα της παιδικής ηλικίας έχουν μακροχρόνιες συνέπειες, καθώς επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης, τα συναισθήματα, τις σχέσεις με τους άλλους και τη θεώρηση για τον κόσμο.
Οτιδήποτε μπορεί να κάνει ένα παιδί να νιώσει ευάλωτο, μόνο του, φοβισμένο ή τρομοκρατημένο είναι «τραυματικό» – δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα επικίνδυνο. Αυτές οι εμπειρίες χαρακτηρίζονται έτσι επειδή συμβαίνουν ξαφνικά, είναι απροσδόκητες, σοκαριστικές και το παιδί δεν έχει τη δύναμη να τις επηρεάσει ή σταματήσει.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Έσσεξ στη Βρετανία υποστηρίζουν ότι το παιδικό τραύμα επηρεάζει την ανάπτυξη του εγκεφάλου διαταράσσοντας τα νευρωνικά δίκτυα που εμπλέκονται στην αυτοσυγκέντρωση και την επίλυση προβλημάτων.
Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της μελέτης τους που δημοσιεύθηκε στο Biological Psychiatry Cognitive Neuroscience and Neuroimaging, η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε την τεχνητή νοημοσύνη προκειμένου να επανεξετάσει εκατοντάδες σαρώσεις του εγκεφάλου ανθρώπων που βίωσαν οξύ συναισθηματικό πόνο κατά την παιδική τους ηλικία. Στόχος της ήταν να εντοπίσει νέα μοτίβα στα υπάρχοντα δεδομένα.
Ελπίδες για νέες θεραπείες
«Επί του παρόντος, οι επιστημονικά τεκμηριωμένες θεραπείες για το παιδικό τραύμα επικεντρώνονται κυρίως στην αντιμετώπιση των αρνητικών σκέψεων και την αποφυγή του εναύσματος του τραύματος. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό μέρος της θεραπείας. Ωστόσο, η μελέτη μας αποκάλυψε ότι αντιμετωπίζουμε μόνο ένα μέρος του προβλήματος.
Ακόμα κι αν ένα παιδί δεν σκέφτεται τις τραυματικές του εμπειρίες, ο εγκέφαλός του θα συνεχίσει να τις επεξεργάζεται. Αυτό επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται και αισθάνεται κανείς για τον εσωτερικό του κόσμο. Επηρεάζει επίσης την ικανότητα ενσυναίσθησης και δημιουργίας σχέσεων», υπογραμμίζει η επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Μέγκαν Κλαμπούντε, κλινική παιδοψυχολόγος και λέκτορας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ.
«Τώρα φαίνεται ότι οι τρέχουσες θεραπείες χάνουν ένα σημαντικό κομμάτι του παζλ», σχολιάζει η ειδικός. «Πρέπει επίσης να εξετάσουν πώς το τραύμα επηρεάζει το σώμα, την αίσθηση του εαυτού και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτή η μελέτη δίνει ελπίδα γιατί οι σωστές θεραπείες μπορούν να βοηθήσουν στην αναστροφή αυτής της επανασύνδεσης του εγκεφάλου» καταλήγει.