Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί τρώτε; Σας έχει τύχει να έχετε φάει και να θέλετε να καταναλώσετε και κάτι ακόμα; Να τρώτε απλά επειδή είστε κουρασμένοι ή νιώθετε ανία; Να τρώτε ενώ δεν πεινάτε επειδή είστε καλεσμένοι σε ένα τραπέζι; Να τσιμπολογάτε επειδή νιώθετε άγχος, λύπη ή χαρά; Είμαι σίγουρη πως σε τουλάχιστον μία από τις παραπάνω ερωτήσεις, απαντήσατε «ναι».
Ως διατροφολόγος, σας διαβεβαιώνω πως δεν είστε μόνοι σε αυτό.
Σε γενικές γραμμές, πάνω από το 50% των φορών που καταναλώνουμε ένα γεύμα δεν είναι από πείνα. Στη σύγχρονη κοινωνία, το φαγητό έχει χάσει για πολλούς τον ουσιαστικό του σκοπό που δεν είναι άλλος από την επιβίωση. Έχει γίνει ένα μέσο κοινωνικοποίησης και κάποιες φορές ένα μέσο διαφυγής από τα συναισθήματά μας.
Άραγε είμαστε ό,τι τρώμε;
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το βάρος τους, ενώ ταυτόχρονα, ο αριθμός των ψυχολογικών προβλημάτων αυξάνεται. Η συναισθηματική κατανάλωση, η οποία οδηγεί στην υπερφαγία, αποτελεί έναν φαύλο κύκλο που δύσκολα κλείνει.
Αν για παράδειγμα νιώθουμε θλίψη, πολλές φορές βρίσκουμε διέξοδο στο φαγητό, καταναλώνοντας ανεξέλεγκτα υπερβολικές ποσότητες μη ποιοτικών τροφίμων. Αυτό με τη σειρά του συχνά μας προκαλεί περαιτέρω θλίψη αφού αισθανόμαστε άσχημα με τον εαυτό μας που… ενδώσαμε στον πειρασμό. Κι έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: τρώω γιατί στεναχωριέμαι, στεναχωριέμαι γιατί τρώω και ούτω καθεξής.
Η υιοθέτηση μιας υγιεινής διατροφής είναι δύσκολη
Θα μου πείτε…
Το να μάθουμε να τρώμε υγιεινά, στην πραγματικότητα είναι το πιο απλό πράγμα. Από μικρά παιδιά εκπαιδευόμαστε στο τι είναι κακό και τι καλό για την υγεία μας. Το να κάνουμε όμως πράξη αυτή τη γνώση είναι πράγματι δύσκολο. Απαιτεί χρόνο και δουλειά με τον εαυτό μας.
Πώς όμως θα μπει ένα τέλος σε αυτό το φαύλο κύκλο;
Λύνοντας το πρωταρχικό συναίσθημα. Στην περίπτωση του παραπάνω παραδείγματος, τη θλίψη.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι το φαγητό απαλύνει το συναίσθημα μόνο τη στιγμή που το τρώμε. Στο τέλος ενός «υπερφαγικού» επεισοδίου, νιώθουμε χειρότερα σε σχέση με πριν.
Όπως λοιπόν, πίνουμε νερό όταν διψάμε ή κοιμόμαστε όταν νυστάζουμε, έτσι ακριβώς θα πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε και τη διατροφή μας. Σαν μία ακόμα βιολογική ανάγκη του οργανισμού μας.
Πώς θα τα καταφέρουμε;
Το «κλειδί» είναι να κάνουμε 5 λεπτά παύση πριν φάμε και να αναρωτηθούμε: «Πεινάω;», «Έχω όντως ανάγκη να φάω το συγκεκριμένο φαγητό;», «Πώς αισθάνομαι;». Με άλλα λόγια, είναι σημαντικό να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας να διαχωρίζει τη συναισθηματική από τη βιολογική πείνα.
Η βιολογική πείνα εμφανίζεται σταδιακά μετά από μερικές ώρες χωρίς φαγητό. Δεν συνδέεται με καμία συναισθηματική κατάσταση. Οι προτιμήσεις μας σε αυτήν την περίπτωση είναι υγιεινά τρόφιμα που ικανοποιούν τις φυσικές ανάγκες του οργανισμού μας. Το αίσθημα της πείνας ικανοποιείται με το φαγητό και εξαφανίζεται σταδιακά.
Η συναισθηματική πείνα από την άλλη εμφανίζεται ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση. Συνήθως είναι συνδεδεμένη με συναισθηματικές καταστάσεις, όπως άγχος, θυμός, θλίψη κλπ. Σε αυτήν την περίπτωση αντίθετα με την προηγούμενη, προτιμάμε φαγητά υψηλά σε σάκχαρα, όπως τα γλυκά. Το αίσθημα της πείνας δεν ικανοποιείται με φυσικό τρόπο και αν ικανοποιηθεί είναι έπειτα από μεγάλη ποσότητα φαγητού.
Αν είναι διαταραχή;
Η επαναλαμβανόμενη υπερφαγία θεωρείται ως η πιο συχνά εμφανιζόμενη διατροφική διαταραχή, οπότε η αντιμετώπιση της χρήζει άμεσης θεραπείας. Το πρώτο βήμα ξεκινάει από εμάς και είναι η αναγνώριση της κατάστασης.
Ας φροντίσουμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε την συναισθηματική κατανάλωση με φροντίδα και προσοχή. Αντί να καλύπτουμε το συναίσθημά μας με το φαγητό, ας αναγνωρίσουμε ποιο είναι την προκειμένη στιγμή. Ένας πολύ έξυπνος τρόπος, είναι η καταγραφή του επεισοδίου. Με άλλα λόγια, είναι βοηθητικό να κρατάμε ημερολόγιο με το τι φάγαμε, σημειώνοντας το συναίσθημα που μας οδήγησε σε αυτήν την επιλογή.
Με αυτόν τον τρόπο, είναι εύκολο να αναγνωρίζουμε σε ποιο συναίσθημα είμαστε περισσότερο επιρρεπής.
Ο δρόμος για την ισορροπία μεταξύ σωματικής και ψυχικής υγείας, είναι δύσκολος και μπορεί να έχει πολλά πισωγυρίσματα. Ωστόσο, με μικρά βήματα κάθε μέρα, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Αν σας φαίνεται δύσκολο, μη διστάσετε να ζητήσετε βοήθεια από ειδικούς ψυχικής υγείας και από διατροφολόγους.