Οι άνθρωποι που κάνουν 4 έως 5 λεπτά έντονης σωματικής δραστηριότητας καθημερινά μπορούν να προστατευθούν από τον καρκίνο, αφού σύμφωνα με επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο JAMA Oncology φαίνεται πως ο κίνδυνος εμφάνισής του μειώνεται έως και 32%.
Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ μελέτησαν δεδομένα από φορητές συσκευές γυμναστικής που φορούσαν περισσότεροι από 22.000 συμμετέχοντες, που δεν έκαναν γυμναστική. Στην συνέχεια μελέτησαν τα δεδομένα υγείας τους για 6 ή 7 χρόνια.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που έκαναν 4 έως 5 λεπτά «έντονης διαλείπουσας σωματικής δραστηριότητας τρόπου ζωής» είχαν σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, σε σύγκριση με τα άτομα που δεν συμμετείχαν σε αυτές τις μικρές «εκρήξεις» σωματικής δραστηριότητας.
Ποιες δραστηριότητες προλαμβάνουν τον καρκίνο;
Παραδείγματα της λεγόμενης έντονης διαλείπουσας σωματικής δραστηριότητας τρόπου ζωής περιλαμβάνουν:
- Οι έντονες δουλειές του σπιτιού.
- Το να κουβαλάτε βαριές τσάντες από ψώνια.
- Το power walking.
- Τα παιχνίδια έντονης σωματικής δραστηριότητας με τα παιδιά, όπως το κυνηγητό.
Αυτές οι δραστηριότητες θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σε ριπές 1 λεπτού, αντί για τέσσερα ή πέντε λεπτά συνεχόμενα.
Πόσα λεπτά δραστηριότητας είναι ωφέλιμα;
Στην επιστημονική μελέτη αναφέρεται ότι τουλάχιστον 3,5 λεπτά περίπου ημερησίως έντονης σωματικής δραστηριότητας συνδέθηκε με 18% μείωση στα ποσοστά καρκίνου. Η μελέτη ανέφερε ότι 4,5 λεπτά ημερήσιας έντονης σωματικής δραστηριότητας συνδέθηκαν με 32% μείωση των καρκίνων του πνεύμονα, των νεφρών, της ουροδόχου κύστης και του στομάχου.
«Γνωρίζουμε ότι η πλειονότητα των ενηλίκων δεν ασκείται τακτικά, γεγονός που τους θέτει σε αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, αλλά μόνο μέσω της wereable τεχνολογίας, όπως οι ανιχνευτές δραστηριότητας, μπορούμε να εξετάσουμε τον αντίκτυπο των σύντομων περιστασιακών “εκρήξεων” σωματικής δραστηριότητας που γίνονται ως μέρος της καθημερινής ζωής», αναφέρει ο Δρ. Emmanuel Stamatakis, PhD, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν μέσο όρο ηλικίας τα 62 έτη και ανέφεραν ότι δεν ασκούνταν στον ελεύθερό τους χρόνο.