Η επιβάρυνση της υγείας από το κάπνισμα είναι μεγάλη, διεθνώς. Παρά την εφαρμογή πολλών πολιτικών για τον έλεγχο του καπνίσματος τις τελευταίες δεκαετίες, η χρήση καπνού παραμένει ο δεύτερος κύριος παράγοντας κινδύνου θνησιμότητας, με 8,7 εκατομμύρια θανάτους σε όλο τον κόσμο το 2019 να αποδίδονται στο κάπνισμα.
Η έκθεση στον καπνό του τσιγάρου, άμεσα ή έμμεσα μέσω παθητικού καπνίσματος, έχει συνδεθεί με δυσάρεστες καταστάσεις υγείας σε παιδιά και ενήλικες, ιδιαίτερα σε ότι αφορά χρόνιες μη μεταδοτικές ασθένειες, όπως καρδιαγγειακά, εγκεφαλικά, αναπνευστικές παθήσεις και καρκίνους.
Πάνω από δύο δεκαετίες, για τη μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας που σχετίζεται με το κάπνισμα, διάφορες πολιτικές ελέγχου του καπνίσματος έχουν εφαρμοστεί, όπως η σύμβαση πλαίσιο για τον έλεγχο του καπνού από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η επιβολή φόρων στα προϊόντα καπνού, θεραπείες υποκατάστασης νικοτίνης, κλπ. Οι πολιτικές αυτές έχουν συνδεθεί με τη μείωση του κινδύνου επιβάρυνσης της υγείας σε πολλές περιπτώσεις.
Οι οικονομολόγοι της υγείας αναζητούν την αξιολόγηση των μέτρων κατά του καπνίσματος στην υγεία του πληθυσμού και στα συστήματα υγείας.
Πρόσφατη μετα-ανάλυση σε 144 πληθυσμιακές μελέτες επί 4.952 μελετών συνολικά, πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Ερευνητικό Κέντρο Πολιτικής Υγείας και Οικονομικών του Ινστιτούτου Χιτοτσουμπάσι του ομώνυμου πανεπιστημίου στο Τόκιο.
Ο επικεφαλής ερευνητής Ριότα Νακαμούρα και οι συνεργάτες του, παρατήρησαν πως οι συχνότερα αναφερόμενες πολιτικές ήταν η νομοθεσία για την απαγόρευση του καπνίσματος (σε 126 μελέτες) και ακολουθούσαν οι αυξήσεις φόρων ή τιμών (σε 14 μελέτες), τα προγράμματα ελέγχου του καπνού πολλαπλών συστατικών (σε 12 μελέτες) και ο νόμος για την ελάχιστη ηλικία αγοράς τσιγάρων (μία μελέτη).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μετανάλυσης – που δημοσιεύθηκε στο JAMA – η νομοθεσία για το κάπνισμα συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο για όλα τα συμβάντα καρδιαγγειακής νόσου κατά 10% περίπου (από 6-14%), για τα αναπνευστικά επεισόδια κατά 17% (από 4-28%), για νοσηλεία λόγω καρδιαγγειακής ή αναπνευστικής νόσου κατά 9% (από 5-13%) και για δυσμενή έκβαση γέννησης κατά 6% (από 4-8%).
Αυτές οι συσχετίσεις παρέμειναν σε όλες τις αναλύσεις ευαισθησίας και υποομάδων, εκτός από την κατηγορία εισοδήματος της χώρας, για την οποία παρατηρήθηκε σημαντική μείωση μόνο σε χώρες υψηλού εισοδήματος.
Στη μετα-ανάλυση, δεν υπήρξε σαφής συσχέτιση των αυξήσεων φόρων ή τιμών με δυσμενή αποτελέσματα για την υγεία. Ωστόσο, και οι 8 μελέτες ανέφεραν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ αυξήσεων φόρων και μειώσεων σε ανεπιθύμητα συμβάντα για την υγεία.
Οι προηγούμενες μελέτες
Οι Ιάπωνες οικονομολόγοι, αναφερόμενοι στις προηγούμενες ανασκοπήσεις και μεταναλύσεις μελετών επεσήμαναν ότι η σύνδεση των παρεμβάσεων ελέγχου του καπνού στον πληθυσμού με την επίδρασή τους στην υγεία, έδειξαν ότι οι πολιτικές αυτές, όπως οι τοπικές ή δημόσιες απαγορεύσεις καπνίσματος, συσχετίστηκαν με μειωμένους κινδύνους καρδιαγγειακών, εγκεφαλικών και αναπνευστικών παθήσεων και βελτιωμένα περιγεννητικά δεδομένα, σε ενήλικες ή παιδιά, αντίστοιχα.
Συγκεκριμένα έχει συνδεθεί η νομοθεσία απαγόρευσης του καπνίσματος με την μείωση των νοσηλειών λόγω καρδιαγγειακής νόσου ή παθήσεων του αναπνευστικού, όμως οι μέχρι στιγμής μελέτες δεν έχουν εστιάσει στη συχνότητα ή τον επιπολασμό των νόσων αυτών μετά την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής.
Επιπλέον, οι συσχετίσεις με άλλους τύπους πολιτικών σε επίπεδο πληθυσμού, όπως οι διαφημιστικές εκστρατείες, οι προειδοποιήσεις για την υγεία στις συσκευασίες προϊόντων και η φορολογία των προϊόντων καπνού, δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως.
Ενώ η φορολογία του καπνού έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με μειώσεις της νεογνικής και βρεφικής θνησιμότητας, δεν υπάρχει συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση των συσχετισμών της με άλλα αποτελέσματα υγείας.
Παρά αυτά τα κενά, πολλές χώρες συνέχισαν να εφαρμόζουν τις πολιτικές ελέγχου του καπνού στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν την υγεία του πληθυσμού και να μειώσουν το κόστος της περίθαλψης.