Απειλούνται τα θαλάσσια οικοσυστήματα της Μεσογείου από τις υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν εδώ και εβδομάδες στην περιοχή και από τη διάρκειά τους; Ναι, απαντούν κατηγορηματικά οι επιστήμονες, οι οποίοι τονίζουν ότι, εκτός από τους καύσωνες στην ξηρά και τις συνέπειές τους (πυρκαγιές, ξηρασία κ.λπ.) πρέπει να μας απασχολήσουν σοβαρά και οι καύσωνες στη θάλασσα, οι οποίοι αυξάνουν σημαντικά τη θερμοκρασία των νερών σε μικρά και μεσαία βάθη – από την επιφάνεια ως και περίπου 20 μέτρα κάτω από αυτή – φτάνοντας να απειλούν ακόμη και με εξαφάνιση διάφορα είδη ζωής. Προειδοποιούν, μάλιστα, ότι στη θάλασσα οι συνέπειες ενδέχεται να είναι ακόμη πιο σοβαρές και καταστροφικές.
Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με τη μετεωρολογική υπηρεσία της Ισπανίας ΑΜΕΤ, η θερμοκρασία των νερών ανάμεσα στις Βαλεαρίδες Νήσους και τις ακτές της Ιταλίας είναι αυτή την περίοδο κατά 5 βαθμούς υψηλότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή. Η ίδια υπηρεσία, όπως ανακοίνωσε την Παρασκευή, εκτιμά ότι η θερμοκρασία θα αυξηθεί περαιτέρω τον Αύγουστο γύρω από τις ισπανικές ακτές λόγω της κατάστασης που επικρατεί στην ατμόσφαιρα και των αλλαγών που καταγράφονται στα θαλάσσια ρεύματα.
Θερμοκρασιακές ανωμαλίες
Για «πολύ σημαντικές θερμοκρασιακές ανωμαλίες» κάνει λόγο ο Σαμουέλ Σομό, στέλεχος της αντίστοιχης μετεωρολογικής υπηρεσίας της Γαλλίας (Météo-France), σημειώνοντας ότι με βάση τις μετρήσεις των δορυφόρων στις 19 Ιουλίου η θερμοκρασία των νερών ανοιχτά της Μασσαλίας ήταν κατά 6,5 βαθμούς υψηλότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου – 28 βαθμούς αντί για 21,5.
Από την πλευρά του, ο ωκεανολόγος Ζαν-Πιερ Γκατούζο δήλωσε στο πρακτορείο Reuters ότι στις 25 Ιουνίου (αρκετά νωρίς, δηλαδή, φέτος το καλοκαίρι) η θερμοκρασία στο νερό ανοιχτά της Νίκαιας μετρήθηκε στους 29,2 βαθμούς, ήταν δηλαδή κατά 3,5 βαθμούς υψηλότερη έναντι της ίδιας ημέρας του 2021. «Ωκεανοί και θάλασσες είναι κάτι σαν σπόγγος που απορροφούν τα κύματα της ζέστης» πρόσθεσε ο ίδιος – προβλέποντας ότι οι συνέπειες για τα έμβια όντα θα είναι χειρότερες από ό,τι την περίοδο 2015-19.
Θαλάσσιος καύσωνας
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι χάρτες της ευρωπαϊκής υπηρεσίες Copernicus. Σύμφωνα με αυτούς, ενώ γενικώς οι περιοχές της Μεσογείου που συνήθως επηρεάζονται από τα κύματα του θαλάσσιου καύσωνα βρίσκονται στο βόρειο και ανατολικό της κομμάτι – από την Αδριατική και τη Βενετία μέχρι τις ακτές του Λιβάνου και από την Κροατία μέχρι τα νότια της Πελοποννήσου, της Κρήτης και της Ρόδου μέχρι το Βόρειο Αιγαίο και την Κύπρο – φέτος η εικόνα μοιάζει να είναι διαφορετική. Κι αυτό διότι ο θαλάσσιος καύσωνας πλήττει κυρίως το δυτικό κομμάτι της Μεσογείου, σε ποσοστό 50%-60%, ενώ στην Ελλάδα και την Αίγυπτο η θερμοκρασία παραμένει ίσως χαμηλότερη από ό,τι συνήθως.
Την εξήγηση για όλα αυτά προσπαθεί να δώσει, με δηλώσεις του στη «Le Monde» το στέλεχος της ισπανικής μετεωρολογικής υπηρεσίας Ρουμπέν ντελ Κάμπο: «Αυτά τα κύματα θαλάσσιου καύσωνα προκαλούνται από έναν συνδυασμό ο οποίος έχει διάρκεια και αποτελείται από υψηλές θερμοκρασίες, ηλιακή ακτινοβολία που δεν εμποδίζεται από τα σύννεφα, ήπιους ανέμους.
Ετσι, το νερό στην επιφάνεια της θάλασσας δεν κινείται πλέον, με αποτέλεσμα οι πιο ψυχρές μάζες από τα βάθη να μην μπορούν να ανέβουν, προκαλώντας τεράστια πίεση σε κοραλλιογενείς ζώνες, ψάρια κ.λπ.».
Οσον αφορά τις συνέπειες; «Κανονικά, στη διάρκεια του χειμώνα η θάλασσα καθιστά πιο ήπιο το κρύο, ενώ το καλοκαίρι αμβλύνει τη ζέστη. Σήμερα, αυτό δεν βλέπουμε να συμβαίνει, ειδικά τις νύχτες».
Οπως δείχνουν τα στοιχεία και οι μελέτες του Copernicus, η μέση ετήσια αύξηση της θερμοκρασίας στη θάλασσα της Μεσογείου την περίοδο 1993-2020 ήταν της τάξης των 0,036 βαθμών Κελσίου. Κάτι που σημαίνει ότι συνολικά, σε αυτά τα περίπου 30 χρόνια, η αύξηση διαμορφώθηκε στον έναν βαθμό. Φέτος, όμως, η κατάσταση είναι ασυνήθιστη, ειδικά στο δυτικό τμήμα. Και αυτό αποτελεί αιτία για μεγάλη ανησυχία στις τάξεις των ειδικών.