Μαζί με τους πρώτους λουόμενους, στις ελληνικές θάλασσες έκαναν την εμφάνισή τους σε αρκετές περιοχές της χώρας οι μοβ μέδουσες και πριν από λίγες ημέρες ήρθαν και οι… γαλάζιες.
Και μπορεί οι έγχρωμες μέδουσες να έχουν προκαλέσει αναστάτωση σε όσους απολαμβάνουν τις βουτιές τους, ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται. Για την ακρίβεια, η μοβ μέδουσα Pelagia noctiluca με τα μακριά πλοκάμια είναι είδος που αναπαράγεται στη Μεσόγειο και συνεπώς και στο Αιγαίο.
Στις ελληνικές ακτές, άλλωστε, εμφανίζεται άλλοτε μαζικά και άλλοτε μεμονωμένα εξαιτίας των ανέμων και των θαλάσσιων ρευμάτων. Σύμφωνα με τον ιχθυολόγο του Υδροβιολογικού Σταθμού Ρόδου του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) Γεράσιμο Κονδυλάτο, το συγκεκριμένο αυτό είδος μέδουσας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κοσμοπολίτικο», καθώς μπορεί κανείς να το βρει σε όλα τα τροπικά και εύκρατα νερά.
Στη Μεσόγειο, δε, οι πρώτες καταγραφές για «άνθηση» του είδους έγιναν στον κόλπο της Νάπολι το μακρινό 1880.
Υπεραλίευση
Η θερμοκρασία της θάλασσας, σε συνδυασμό με άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες, φαίνεται ότι συνδέεται άμεσα με την αφθονία τους. Εντούτοις, η υπεραλίευση των θηρευτών τους, όπως τα πελαγικά ψάρια – τόνοι, σκουμπριά και άλλα -, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού τους, μπορεί επίσης να συμβάλει στην πυκνότερη η εμφάνιση μεδουσών.
Οσο για τη μεγαλύτερη σε μέγεθος γαλάζια μέδουσα Rhizostoma pulmo, ένα πελαγικό, μεσογειακό είδος, είναι λιγότερο επιβλαβής για τον άνθρωπο, αλλά οι μεγάλες «ανθοφορίες» της μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα στην αλιεία.
Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, η αύξηση του αριθμού των ξενικών ειδών που σημειώνεται στην Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών θαλασσών, είναι εντυπωσιακή.
Είναι ενδεικτικό πως από τα περίπου 17.000 είδη οργανισμών που συναντάμε στη Μεσόγειο, σχεδόν τα 1.000 είναι ξενικά. Από αυτά, 214, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, απαντώνται στα ελληνικά νερά, ενώ υπάρχουν και 62 κρυπτογενή, δηλαδή είδη των οποίων η προέλευση δεν είναι γνωστή.
Η Διώρυγα του Σουέζ, από το άνοιγμά της το 1869, αποτέλεσε ένα φυσικό κανάλι επικοινωνίας της Μεσογείου με την Ερυθρά Θάλασσα και κατ’ επέκταση του Ινδο-Ειρηνικού Ωκεανού και μέσω αυτής έχουν μεταναστεύσει τα περισσότερα (περίπου το 54%) από τα ξενικά είδη τα οποία έχουν καταγραφεί στη λεκάνη της Μεσογείου. Τα είδη αυτά αποκαλούνται «Λεσεψιανοί μετανάστες», παίρνοντας το όνομά τους από τον γάλλο μηχανικό της Διώρυγας, Φερντινάντ Λεσέψ.
Υποβάθμιση
«Η άνοδος της θερμοκρασίας των υδάτων της Μεσογείου και ειδικότερα της Ανατολικής, παράλληλα με την υποβάθμιση ή και απώλεια φυσικού περιβάλλοντος, στηρίζει τη μετανάστευση αλλά και εγκατάσταση των ξενικών ειδών, μερικά εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί σαν χωροκατακτητικά ξενικά είδη» προσθέτει ο Γεράσιμος Κονδυλάτος.
Είναι, άλλωστε, εκείνοι οι οργανισμοί που επιφέρουν σοβαρό αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα μέσω διάφορων μηχανισμών, όπως η θήρευση, ο ανταγωνισμός, η υπερβόσκηση και η τροποποίηση ενδιαιτημάτων.
Στα ελληνικά νερά, ιδίως στα Δωδεκάνησα, από το 2001 και μετά έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή της η τρομπέτα (Fistularia commersonii) και από το 2005 ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus), ένα τοξικό ψάρι, θανατηφόρο εάν καταναλωθεί.
Δυναμικά έχει εξαπλωθεί και το λεοντόψαρο (Pterois miles), το οποίο εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 2015. Και τα τρία αυτά είδη χαρακτηρίζονται ως χωροκατακτητικά και έχουν αναπτύξει γρήγορα μεγάλους πληθυσμούς (ανατολική μεσογειακή λεκάνη), προκαλώντας μια σειρά από προβλήματα που σχετίζονται με το θαλάσσιο οικοσύστημα, την αλιεία, την οικονομία και την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια.
Την περίοδο αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη το επιστημονικό πρόγραμμα «EXPLIAS», το οποίο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την ΕΕ μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αλιείας και Θάλασσας 2014-2020» και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Θάλασσας και Αλιείας, με συντονιστή φορέα το Τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ και εταίρους το Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Βιοεπιστημών ΤΟΥ Πανεπιστημίου Αιγαίου και το ΕΛΚΕΘΕ. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, με επιστημονικό υπεύθυνο τον Γεράσιμο Κονδυλάτο, στοχεύει σε μια πρωτογενή καταγραφή των παραπάνω τριών ειδών καθώς και στη μελέτη της διαχείρισης των αποθεμάτων τους.