Πολλοί από εμάς έχουμε, κατά καιρούς, πει ή σκεφτεί ότι ίσως για την κούρασή μας, τα μαλλιά μας που πέφτουν περισσότερο από ό,τι συνήθως, τις ζαλάδες μας, ακόμα και για τα νύχια μας που σπάνε εύκολα φταίει πιθανώς ο χαμηλός μας αιματοκρίτης. Μπορεί να σκεφτήκαμε μάλιστα ότι για να βελτιώσουμε την κατάσταση θα μπορούσαμε να καταναλώσουμε τροφές πλούσιες σε σίδηρο και έτσι, προσπαθήσαμε να φάμε καμιά μπριζόλα παραπάνω, φακές, ίσως και σπανάκι. Παρ’ όλα αυτά η κατάσταση δεν άλλαξε και πολύ. Σε αυτή την περίπτωση συνήθως οι ειδικοί θα μας πουν να κάνουμε εξετάσεις αίματος για να διερευνήσουμε αν έχουμε πράγματι χαμηλό αιματοκρίτη και αν πράγματι συμβαίνει αυτό, τότε ο γιατρός μας θα μας συστήσει να πάρουμε την ενδεδειγμένη θεραπεία για να αυξηθεί ο αιματοκρίτης μας, πράγμα πολύ σημαντικό γιατί όταν βρίσκεται στα σωστά επίπεδα δουλεύει καλά ολόκληρος ο οργανισμός μας, αφού όλα τα συστήματά μας (π.χ. το πεπτικό και το ανοσοποιητικό σύστημα) χρειάζονται επάρκεια σιδήρου για να λειτουργούν σωστά.
Πότε ο αιματοκρίτης είναι χαμηλός
Ο αιματοκρίτης θεωρείται χαμηλός όταν είναι μικρότερος από 38% στις γυναίκες και από 40% στους άνδρες. Διαγιγνώσκεται με τις εργαστηριακές εξετάσεις αίματος και χρειάζεται πάντα να διερευνάται και να θεραπεύεται.
Τι συμβαίνει με όσους έχουν στίγμα
Οταν κάποιος έχει ετερόζυγη μεσογειακή αναιμία (το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας, όπως συνηθίζουμε να το λέμε), ο αιματοκρίτης θεωρείται φυσιολογικός, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες – ακόμα κι αν φτάνει στο 33%. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν αναιμία, αλλά επειδή πρόκειται για χρόνια μορφή, δεν θεωρείται παθολογική κατάσταση, την ανέχονται καλά, και έτσι δεν χρειάζεται να σπεύσουν για να τη διορθώσουν. Παρ’ όλα αυτά μπορούν να βοηθηθούν από τη λήψη φυλλικού οξέος.
Τι πρέπει να κάνουμε αν βρεθεί χαμηλός ο αιματοκρίτης μας
Να πάμε στον γιατρό. Εκείνος θα ελέγξει τους δείκτες της αναιμίας – τις τιμές στη γενική αίματος που οι ασθενείς δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε – ώστε να διερευνήσει την αναιμία.
Ο χαμηλός αιματοκρίτης υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα οφείλεται στο 70% των περιπτώσεων στη σιδηροπενία, στο 10% στο στίγμα της μεσογειακής αναιμίας (ετερόζυγη αιμοσφαιρινοπάθεια) και στο υπόλοιπο 20% μπορεί η αναιμία να είναι στερητικού τύπου, να λείπει δηλαδή από τον οργανισμό κάποια βιταμίνη (π.χ. η Β12) ή άλλες διατροφικές ουσίες, να οφείλεται στην ύπαρξη κάποιας χρόνιας νόσου (π.χ. θυρεοειδοπάθειες, ρευματοπάθειες, αυτοάνοσα νοσήματα), να πρόκειται για μία αιμολυτική αναιμία (π.χ. αυτοάνοση αιμολυτική, δρεπανοκυτταρική, μεσογειακή, αναιμία που οφείλεται στην ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD) ή, τέλος, μπορεί να υπάρχει αναιμία επειδή δεν παράγονται ερυθρά αιμοσφαίρια εξαιτίας κάποιας αιματολογικής κακοήθειας ή καρκίνου.
Τα συμπτώματα της αναιμίας
Είναι: Αίσθημα αδυναμίας, εύκολη κόπωση, μειωμένη αντοχή, ωχρότητα, ζάλη σε καθημερινή βάση, ταχυπαλμίες, δυσπεψία, στοματίτιδα καθώς και το εύκολο σπάσιμο των νυχιών και η αδικαιολόγητη τριχόπτωση.
Ποιοι υποφέρουν συχνότερα από σιδηροπενική αναιμία
Η σιδηροπενική αναιμία αφορά κυρίως τις γυναίκες στην αναπαραγωγική ηλικία – που χάνουν αίμα και σίδηρο στην περίοδο, στην εγκυμοσύνη, στον τοκετό και στη γαλουχία – όπως και τα παιδιά και τους εφήβους, στους οποίους η σιδηροπενία οφείλεται συνήθως στην ανάπτυξη. Γι’ αυτό και οι γυναίκες πρέπει να παίρνουν οπωσδήποτε σίδηρο και φυλλικό οξύ από την αρχή της εγκυμοσύνης, έστω και με κανονικό αιματοκρίτη.
Επίσης, οι γυναίκες που έχουν «βαριά» περίοδο (χάνουν πολύ αίμα) θα πρέπει να παίρνουν προληπτικά σίδηρο τις ημέρες της περιόδου. Τέλος, είναι σκόπιμο όλες οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας να παρακολουθούν τακτικά – με εξετάσεις αίματος – τον αιματοκρίτη και τη φερριτίνη τους. Οποιοσδήποτε άλλος όμως εμφανίσει ξαφνικά αναιμία θα πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτεί τον γιατρό του ώστε να διερευνηθεί κυρίως για την πιθανότητα απώλειας αίματος από το πεπτικό ή το ουροποιητικό.
Η θεραπεία για τη σιδηροπενική αναιμία
Είναι η λήψη σιδήρου σε μορφή σκευασμάτων (που πρέπει να παίρνουμε με άδειο στομάχι, αν και συχνά είναι δύσπεπτα και μπορεί να προκαλέσουν επιγαστραλγία, γαστρικό φόρτο και δυσκοιλιότητα, ειδικά στην αρχή της θεραπείας). Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η θεραπεία με τη λήψη σιδήρου, ειδικά όταν είναι χαμηλή η φερριτίνη, θα πρέπει να διαρκέσει αρκετό διάστημα, τουλάχιστον 2 με 3 μήνες.
Οσον αφορά τη διατροφή, μόνο το κόκκινο κρέας δίνει ουσιαστική ποσότητα σιδήρου – ειδικά όταν συνδυάζεται με βιταμίνη C (π.χ. πορτοκαλάδα). Σίδηρος υπάρχει και σε άλλες τροφές, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι μόνο ο δισθενής σίδηρος – η μορφή που περιέχει το κόκκινο κρέας και κάποια από τα σκευάσματα της αγοράς – απορροφάται καλά από τον οργανισμό.
Εναλλακτικά, όταν η κατάσταση είναι πιο σοβαρή και η χορήγηση σιδήρου από το στόμα δεν είναι δυνατή, δεν είναι ανεκτή ή δεν είναι αποτελεσματική (π.χ. όταν έχει γίνει γαστρεκτομή) μπορεί να χρειαστεί να γίνει ενδοφλέβια σιδηροθεραπεία (τα παλαιότερα σκευάσματα προκαλούσαν αλλεργικές αντιδράσεις αλλά στις μέρες μας τα σύγχρονα σκευάσματα είναι πολύ πιο ασφαλή).
Ο ρόλος του σιδήρου και της φερριτίνης
Ο σίδηρος ορού είναι μία τιμή που δείχνει το ποσό του σιδήρου που βρίσκεται σε διακίνηση στον οργανισμό τη στιγμή της εξέτασης. Δεν αντικατοπτρίζει πάντα το συνολικό φορτίο του οργανισμού (συμπεριλαμβανομένων των αποθηκών), το οποίο ελέγχεται καλύτερα με τη μέτρηση της φερριτίνης. Μπορεί δηλαδή να είναι υψηλός ο αιματοκρίτης, γεμάτες οι αποθήκες, αλλά ο σίδηρος ορού να είναι χαμηλός επειδή τη στιγμή της εξέτασης δεν υπήρχαν ανάγκες ώστε να τον διακινήσει ο οργανισμός.
Γι’ αυτό και δεν αξιολογούμε ιδιαίτερα την τιμή του, ενώ από την άλλη πλευρά δίνουμε μεγάλη σημασία στη φερριτίνη, που είναι και ο πρώτος δείκτης που ελαττώνεται σε περίπτωση σιδηροπενίας. Επίσης, σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι ακόμα κι αν ο αιματοκρίτης είναι φυσιολογικός αλλά η φερριτίνη χαμηλή, είναι σκόπιμο ο ασθενής να πάρει σκευάσματα σιδήρου.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον δρα Αναστάσιο Σπαντιδέα, παθολόγο, κλινικό φαρμακολόγο.