Κανείς δεν θα ξεχάσει το 2020, τη χρονιά του κοροναϊού! Αλλά και τη χρονιά που η επιστήμη στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και αναμετρήθηκε στήθος με στήθος με τον υπομικροσκοπικό εχθρό. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι τεράστια επιστημονική πρόοδος επετεύχθη σε πρωτόγνωρα μικρά διαστήματα χρόνου. Ας δούμε τα επιτεύγματα που μας οδήγησαν στο να μπορούμε σήμερα να ελπίζουμε βάσιμα ότι, χάρη στα εμβόλια, βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους της πανδημίας.
Αν έπρεπε κανείς να επιλέξει το καθοριστικότερο για την πορεία της πανδημίας επίτευγμα της περασμένης χρονιάς, η συντριπτική πλειονότητα των επιστημόνων δεν θα δίσταζε να κατονομάσει τη διαλεύκανση της γενετικής αλληλουχίας του ιού. Χωρίς αυτήν, χωρίς δηλαδή τη γενετική ταυτότητα του ιού, τίποτε δεν θα μπορούσε να προχωρήσει: ούτε μοριακά τεστ ανίχνευσης του ιού θα είχαμε, ούτε mRNA εμβόλια θα μπορούσαμε να είχαμε σχεδιάσει, ούτε το «ταξίδι» του ιού ανά την υφήλιο θα μπορούσαμε να παρακολουθούμε μέσω των μεταλλάξεών του.
Ταχεία ανάγνωση του γενετικού κώδικα
Και ευτυχώς όλα έγιναν πολύ γρήγορα: μετά την ανακοίνωση των κινεζικών αρχών για την ύπαρξη μιας μυστηριώδους ασθένειας στην εκπνοή του 2019 και την απομόνωση του ιού που ευθυνόταν για αυτήν μία εβδομάδα αργότερα, ο ιολόγος του Πανεπιστημίου της Σανγκάης Zhang Yongzhen και οι συνεργάτες του δούλεψαν ασταμάτητα για 40 ώρες προκειμένου να «διαβάσουν» τη γενετική αλληλουχία του παθογόνου.
Η διαλεύκανση της γενετικής αλληλουχίας του ιού, η οποία ανακοινώθηκε το πρωί της 11ης Ιανουαρίου 2020, επιβεβαίωσε την επικινδυνότητα του παθογόνου, καθώς κατέδειξε ότι επρόκειτο για είδος συγγενικό με τον ιό SARS, ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα φονικός το 2003. Ετσι, στις 23 Ιανουαρίου, και ενώ στο μεταξύ είχε επιβεβαιωθεί η δυνατότητά του να μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, πρωτοφανή μέτρα περιορισμού της εξάπλωσής του τέθηκαν σε εφαρμογή στη Γουχάν, την κινεζική επαρχία στην οποία πρωτοπαρατηρήθηκε. Οπως όλοι ξέρουμε, τα μέτρα πέτυχαν να σβήσουν την επιδημία εκεί, αλλά δυστυχώς ο ιός είχε αρχίσει το ταξίδι του ανά τον κόσμο.
Ονοματοδοσία
Χρειάστηκε να περάσει ένας μήνας για να «βαφτιστεί» επισήμως ο νέος αυτός κορoναϊός, ο οποίος στις 11 Φεβρουαρίου ονομάστηκε SARS-CoV-2, ενώ η νόσος που προκαλεί ονομάστηκε COVID-19. Αλλά η αξιοποίηση της αλληλουχίας του ήταν εξαιρετικά άμεση: 24 ώρες μετά τη δημοσιοποίησή της, η Ταϊλάνδη τη χρησιμοποίησε για να επιβεβαιώσει ότι ο ιός είχε περάσει τα σύνορά της, ενώ στις ΗΠΑ ερευνητές των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας άρχισαν να σχεδιάζουν το εμβόλιο (το οποίο έμελλε να δοκιμαστεί κλινικά σε μετέπειτα συνεργασία με την εταιρεία Moderna και το οποίο θα αποτελέσει μία από τις «ασπίδες» μας ενάντια στον ιό το 2021).
Στόχος η ακίδα
Σημαντικές για τον σχεδιασμό των εμβολίων υπήρξαν και οι πρώτες εικόνες ηλεκτρονικού μικροσκοπίου οι οποίες επιβεβαίωσαν την παρουσία της πρωτεΐνης- ακίδας στην επιφάνεια του ιού. Πρόκειται για την πρωτεΐνη την οποία αξιοποιεί ο ιός για να προσδεθεί πάνω στα ανθρώπινα κύτταρα τα οποία στη συνέχεια μολύνει. Οπως μάλιστα κατέδειξαν (με βιοφυσικές μεθόδους) αμερικανοί επιστήμονες στα μέσα Φεβρουαρίου, η πρόσδεση αυτή είναι 10 φορές ισχυρότερη σε σχέση με την πρόσδεση του πρώτου ιού SARS (ο οποίος χρησιμοποιεί ακριβώς τα ίδια σημεία πρόσδεσης). Ετσι, σχεδόν το σύνολο των εμβολίων σχεδιάστηκαν ώστε ο οργανισμός των εμβολιασμένων να αναπτύσσει αντισώματα ενάντια στην πρωτεΐνη αυτή, με το σκεπτικό ότι αν εμποδιστεί η πρόσδεση, εμποδίζεται και το επόμενο βήμα, η μόλυνση. Κρίνοντας από τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών των εμβολίων τα οποία παρουσιάστηκαν στο τέλος του 2020, το σκεπτικό αυτό μάλλον απέδωσε.
Ξέφρενη πορεία
Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας κατά τον οποίο ο ιός έδειξε τη δυναμική του στην Ευρώπη με ένα ξέσπασμα στα βόρεια της Ιταλίας που δεν άφησε κανένα περιθώριο ψευδαισθήσεων. Η μία μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές χώρες έμπαιναν σε lockdown, ενώ η Σουηδία και η Βρετανία, οι οποίες αποτόλμησαν διαφορετικές προσεγγίσεις, πλήρωσαν βαρύ φόρο σε ανθρώπινες ζωές. Η επεκτατική πορεία του ιού σε όλες τις ηπείρους οδήγησε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) να ανακοινώσει επισήμως, στις 11 Μαρτίου, ότι έχουμε να κάνουμε με πανδημία.
Κλινική εικόνα
Εκτός από τα εργαστηριακά δεδομένα που αφορούσαν τον ιό, βαθμηδόν άρχισαν να συλλέγονται και κλινικά δεδομένα, πρώτα από την Κίνα και στη συνέχεια από όλες τις χώρες που πλήττονταν από τον ιό. Ετσι, εκτός από την καταγραφή των συμπτωμάτων (πυρετός, πονόλαιμος, μυαλγίες, ανοσμία, δύσπνοια…), μελέτες άρχισαν να καταδεικνύουν τους παράγοντες κινδύνου. Ηλικία, υπέρταση, διαβήτης, καρδιαγγειακά αλλά και το να ανήκει κανείς στο ανδρικό φύλο ήταν από τους παράγοντες κινδύνου που κατέδειξαν οι πρώτες μελέτες, οι οποίες επιβεβαιώνονται μέχρι σήμερα. Βαθμηδόν δε διαπιστώθηκε ότι στην πραγματικότητα η COVID-19 δεν είναι μια πνευμονία σαν τις άλλες, αλλά μια νόσος πολυσυστημική, η οποία μπορεί να προσβάλει τα αγγεία και ως εκ τούτου δεν αφήνει σχεδόν κανένα όργανο ανέγγιχτο, την καρδιά, τους νεφρούς και τον εγκέφαλο συμπεριλαμβανομένων.
Καθώς οι αριθμοί των κρουσμάτων αυξάνονταν, έγινε φανερό ότι τα υποκείμενα νοσήματα δεν ήταν πάντοτε ικανά να εξηγήσουν τη βαριά νόσο ορισμένων ασθενών. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί μήνες για να υπολογισθεί, τον Σεπτέμβριο, ότι ένα ποσοστό της τάξεως του 14% των νοσούντων διαθέτει γενετικούς παράγοντες οι οποίοι το καθιστούν ευάλωτο στη νόσο.
Οι μάχες συνεχίζονται
Εν τω μεταξύ, τον Αύγουστο υπήρξε η πρώτη επιβεβαιωμένη περίπτωση επαναμόλυνσης. Και πριν από μερικές ημέρες, ένα νέο στέλεχος αυξημένης μολυσματικότητας παρατηρήθηκε στη Βρετανία. Το νέο αυτό στέλεχος του ιού φέρει σειρά μεταλλάξεων οι οποίες πιθανότατα διευκολύνουν τη μετάδοσή του. Ανησυχία δε προκαλεί το γεγονός ότι μια μετάλλαξη έχει ως συνέπεια την τροποποίηση της δομής της πρωτεΐνης-ακίδας την οποία στοχεύουν τα εμβόλια. Οι ειδικοί εκτιμούν ωστόσο ότι προς το παρόν τα εμβόλια παραμένουν αποτελεσματικά. Ας ελπίσουμε ότι το τείχος που θα υψώσουμε με τον επικείμενο παγκόσμιο εμβολιασμό θα είναι όσο ισχυρό χρειάζεται για να καμφθεί επιτέλους η επέλαση του παθογόνου.
Tεστ ακριβείας και τεστ ταχύτητας
Τα διαγνωστικά τεστ τα οποία έχουν αναπτυχθεί για την COVID-19 βασίστηκαν στη γνώση της γενετικής αλληλουχίας του ιού και της τρισδιάστατης δομής της πρωτεΐνης-ακίδας στην επιφάνειά του. Το πλέον έγκυρο διαγνωστικό τεστ για την COVID-19 είναι αυτό που ονομάζουμε τεστ μοριακής ανίχνευσης του ιού. Στόχος του τεστ αυτού είναι να ελεγχθεί η παρουσία γενετικού υλικού του ιού σε στοματοφαρυγγικά δείγματα των εξεταζομένων. Καθώς στα δείγματα υπερτερεί το ανθρώπινο γενετικό υλικό, η εξέταση συνίσταται στον επιλεκτικό πολλαπλασιασμό του ιικού γενετικού υλικού, το οποίο, εφόσον υπάρχει στο δείγμα, με αυτόν τον τρόπο καθίσταται ανιχνεύσιμο.
Τεχνικά, είναι δυνατόν τα τεστ αυτά να έχουν ολοκληρωθεί μέσα σε 6 ώρες, ωστόσο πρακτικά απαιτείται περισσότερος χρόνος καθώς τα δείγματα πρέπει να μεταφερθούν στο εργαστήριο. Εξέταση στο σημείο που βρίσκεται ο εξεταζόμενος μπορεί να γίνει και μάλιστα να υπάρξει απάντηση πολύ άμεση.
Η εξέταση αυτή, η οποία βασίζεται στην αναγνώριση της πρωτεΐνης-ακίδας του ιού από ένα συμπληρωματικό προς αυτή αντίσωμα, θυμίζει πρακτικά τα τεστ εγκυμοσύνης. Δεν διαθέτει ωστόσο την ευαισθησία των τεστ μοριακής ανίχνευσης και συχνά αυτά τα τεστ δίνουν ψευδή αποτελέσματα. Γι’ αυτό και για κλινικούς σκοπούς απαιτείται επαλήθευση με τεστ μοριακής ανίχνευσης.