Είναι η λήψη ινσουλίνης η «αρχή του τέλους» για τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 ή πρόκειται για προκατάληψη από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε; Απευθυνθήκαμε σε έναν ευρωπαίο ειδικό του διαβήτη, για να πάρουμε διαφωτιστικές απαντήσεις στις απορίες μας.
Η 14η Νοεμβρίου είναι η παγκόσμια ημέρα διαβήτη, μια ημέρα που αφορά αυτή τη στιγμή 246 εκατομμύρια πάσχοντες, ενώ μέχρι το 2025 αναμένεται ότι θα απασχολεί 380 εκατομμύρια άτομα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Για να μάθουμε περισσότερα για την ασθένεια αυτή και κυρίως για τους τρόπους αντιμετώπισής της, συναντήσαμε, στο πλαίσιο του 44ου ετήσιου συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μελετών του Διαβήτη (EASD), που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη, ένα γιατρό με περισσότερα από 25 χρόνια εμπειρίας, έρευνας και μελέτης πάνω στο διαβήτη, το δρ. Βίτο Μπόρτσι, διευθυντή της Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Vittorio Emanuele» στην Κατάνια της Ιταλίας.
Θεωρητικά ναι. Ειδικά, ένας υπέρβαρος άνθρωπος που ξαφνικά παθαίνει διαβήτη είναι πολύ πιθανό, αν προσέχει τη διατροφή του, αν αδυνατίσει και αν ασκείται, να ρυθμίσει ικανοποιητικά το σάκχαρό του. Αντίθετα, κάποιος που, ενώ είναι αδύνατος, παθαίνει διαβήτη, μπορεί να χρειαστεί πολύ νωρίτερα ινσουλίνη. Η θεραπεία που θα ακολουθηθεί, όμως, τελικά εξαρτάται από την τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, μια εξέταση που δίνει πληροφορίες για τη μέση διακύμανση του σακχάρου τους περασμένους -πριν από την αιμοληψία- 3 μήνες περίπου. Αν την εποχή που έγινε η πρώτη διάγνωση του διαβήτη η τιμή της βρέθηκε πολύ υψηλή (μεγαλύτερη από 9 ή 10, όταν η φυσιολογική τιμή πρέπει να είναι μικρότερη από 7), τότε ο ασθενής χρειάζεται να ξεκινήσει -εκτός από τη δίαιτα και την άσκηση- θεραπεία με αντιδιαβητικά φάρμακα ή ακόμη και με ινσουλίνη.
Όχι, γιατί, όταν η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι τόσο υψηλή, σημαίνει ότι ο διαβήτης έχει προφανώς ξεκινήσει πολύ πριν από τη στιγμή που τον διαγνώσαμε.
Πράγματι, υπάρχει αυτή η λανθασμένη αντίληψη δυστυχώς, όχι μόνο ανάμεσα στους ασθενείς, αλλά και σε πολλούς γιατρούς, που γι’ αυτό φοβούνται να συστήσουν στους διαβητικούς να ξεκινήσουν ινσουλίνη. Το αποτέλεσμα είναι να χάνεται πολύτιμος χρόνος με θεραπείες που δεν είναι οι κατάλληλες -για τις εν λόγω περιπτώσεις- κι έτσι να υπάρχουν επιπλοκές. Αυτός είναι, άλλωστε, και ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει τόσο μεγάλο ποσοστό ασθενών που βιώνουν τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές του διαβήτη. Ασθενείς που, αν ρυθμιζόταν σωστά το σάκχαρό τους, πιθανώς και με ινσουλίνη, θα είχαν πολύ λιγότερα ή καθόλου προβλήματα.
Μερικές φορές, θα μπορούσε ένας ασθενής με διάγνωση διαβήτη και, ταυτόχρονα, με πολύ υψηλές τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (χωρίς να έχει πάρει κανενός είδους θεραπεία με αντιδιαβητικά δισκία) να ξεκινήσει την ινσουλίνη και μετά, όταν ρυθμιστεί ο διαβήτης και βελτιωθεί η τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, να γίνει μια προσπάθεια να σταματήσει την ινσουλίνη και να αρχίσει θεραπεία με αντιδιαβητικά δισκία από το στόμα. Αν, όμως, ο ασθενής έχει ήδη ακολουθήσει αγωγή με αντιδιαβητικά δισκία -και μάλιστα για μεγάλο διάστημα-, όταν ξεκινήσει την ινσουλίνη, θα πρέπει να τη συνεχίσει διά βίου.
Όχι βέβαια. Αντιθέτως, αν δεν πάρει την ινσουλίνη, τότε μπορεί να έρθει το τέλος. Για να το καταλάβετε: τα αντιδιαβητικά δισκία «στύβουν» το πάγκρεας σαν σφουγγάρι για να παράγει όση περισσότερη ινσουλίνη μπορεί. Αν, όμως, το πάγκρεας δεν μπορεί πια να μας δώσει επαρκή ινσουλίνη, τι θα κάνουμε; Η καλύτερη λύση είναι, σε αυτή την περίπτωση, όπως και στο διαβήτη τύπου 1, να πάρουμε εξωτερικά την ινσουλίνη που δεν παράγει -όπως θα έπρεπε- ο οργανισμός μας.
Το μυστικό είναι να εκπαιδεύσουμε πολύ καλά τους ασθενείς που παίρνουν ινσουλίνη, ώστε να αναγνωρίζουν την υπογλυκαιμία, να ξέρουν τι να κάνουν σε τέτοια περίπτωση και να ρυθμίζουν ανάλογα τις δόσεις της ινσουλίνης. Ο κίνδυνος της υπογλυκαιμίας στους ανθρώπους που υποφέρουν από το διαβήτη τύπου 2 είναι εξάλλου πολύ μικρότερος από εκείνον που αντιμετωπίζουν όσοι πάσχουν από διαβήτη τύπου 1, καθώς το πάγκρεας σε αυτή την περίπτωση δεν λειτουργεί καθόλου κι έτσι ο οργανισμός αδυνατεί πλήρως να ρυθμίσει την ινσουλίνη.
Οι ινκρετίνες -που στην Αμερική χρησιμοποιούνται ήδη δύο χρόνια περίπου και στην Ιταλία λίγους μήνες- φαίνεται ότι μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση των τιμών της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε παχύσαρκους ασθενείς. Ουσιαστικά, αυξάνουν την έκκριση ινσουλίνης και μειώνουν την υπεργλυκαιμία, τόσο μετά το γεύμα όσο και σε κατάσταση νηστείας. ●
7 ερωτήσεις για την… ινσουλίνη στη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2
Είναι η λήψη ινσουλίνης η «αρχή του τέλους» για τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 ή πρόκειται για προκατάληψη από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε; Απευθυνθήκαμε σε έναν ευρωπαίο ειδικό του διαβήτη, για να πάρουμε διαφωτιστικές απαντήσεις στις απορίες μας.